Το 1985 το εξαιρετικό λογοτεχνικό περιοδικό «ΔΙΑΒΑΖΩ» έκανε ένα αφιέρωμα στο «χιούμορ». Μου ζητήθηκε τότε να συμμετάσχω με ένα κείμενο, το οποίο τιτλοφορούσα «Θέατρο χωρίς χιούμορ: θέατρο ρήξης και αναβολής». Παραπέμπω σήμερα, που πολλή συζήτηση και πολύς ντόρος γίνεται στις μέρες μας, κυρίως για τα όρια της σάτιρας, σε ορισμένα χαρακτηριστικά σημεία του συγκεκριμένου κειμένου: «Αν το χιούμορ οριστεί σε βιολογικές παραμέτρους, λαμβανομένης υπόψη και της καταγωγής της λέξεως από τη λέξη “χυμός”, φοβάμαι πως θα δυσκολευτούμε να βρούμε χιουμοριστικά κείμενα στο νεοελληνικό θέατρο. Πράγματι, αν το χιούμορ προσδιορίζει και μιαν ορισμένη ιδιοσυγκρασία, αν είναι δηλαδή μια ειδική κράση, ανάμειξη των χυμών του οργανισμού, αν δηλαδή προϋποθέτει μια συγκεκριμένη χύμευση των οργανικών υγρών, όπως ισχυριζόταν ο Ιπποκράτης, πάλι φοβάμαι πως ο σημερινός Ελληνας, για λόγους τώρα να εξετάσω, διαφέρει άρδην από τους αρχαίους προγόνους του.
Μία από τις μεγαλύτερες δυσχέρειες της μεταφράσεως του Αριστοφάνη στα νέα ελληνικά είναι ακριβώς η εύρεση της χιουμοριστικής αντιστοιχίας. Οι ήρωες του Αριστοφάνη είναι ιδιαιτέρως χυμώδεις τύποι (με την έννοια που προηγήθηκε) και δύσκολα βρίσκουν νεοελληνικά ανάλογα. Σήμερα έχεις την εντύπωση πως οι χυμοί έχουν παγώσει. Εχει προσφάτως γραφτεί πως ο σύγχρονος Ελληνας δεν έχει χιούμορ, έχει πλάκα. Η οριοθέτηση είναι καίρια, γιατί περιγράφει ένα άτομο, όχι ένα πρόσωπο, που βρίσκεται σε συνεχή ρήξη με τον εαυτό του και το περιβάλλον του. Η πλάκα, ουσιαστικό του “πλακώνω” (= κτυπώ, καταμερίζω), σημαίνει τη διασκέδαση που αισθάνεσαι βλέποντας ανθρώπους να συμπλέκονται. Αργότερα, η άγνοια της προέλευσης του πράγματος έδωσε την έκφραση “σπάζω πλάκα”, που σημαίνει παρευρίσκομαι μάρτυρας σε παρανοϊκό γεγονός ή καταπιάνομαι με έργο, χωρίς να έχει τούτο νόημα ή ωφέλεια ή αποτέλεσμα. Το χιούμορ έχει τελείως άλλη διάσταση και προϋποθέτει άλλη διάθεση. Ο έχων καλά ισορροπημένους τους χυμούς του άνθρωπος είναι καταρχήν πρόσωπο, δηλαδή έχει αναφορικότητα, περιέχεται σε ένα πεδίο αναφοράς.
Ο χιουμορίστας άνθρωπος καταρχήν καταφάσκει το ζην, έχει συμβιβαστεί με το γεγονός του θανάτου και αντιμετωπίζει στωικά τον βίο. Τέτοιους ανθρώπους, λόγω της ιστορικής συγκυρίας, σπάνια θα βρεις στη σύγχρονη Ελλάδα και δεν εξαιρώ ούτε αυτούς που μιμούνται τάχα το βρετανικό φλέγμα. Συνήθως, αυτά για τον μέσο Ελληνα είναι αντικείμενο πλάκας. Το ελληνικό θέατρο, όταν δεν είναι σοβαροφανές έως πλήξεως, είναι θέατρο πλάκας. Πρότυπο της λαϊκής κωμωδίας, ο Καραγκιόζης, ο κατεξοχήν πλακατζής τύπος Νεοέλληνα. Εχω γράψει και άλλοτε πως ο Καραγκιόζης προϋποθέτει τον πασά, τον Βεληγκέκα, είναι δυστυχής χωρίς αυτούς. Δεν σκέπτεται, σοφίζεται. Το χιούμορ είναι η απελπισμένη πλευρά του στοχασμού. Η “σοφιστεία” είναι η απόπειρα να αποφύγεις τον στοχασμό. Οι γιαγιάδες μας έγραφαν στα Λευκώματά τους: “Το γαρ πολύ της σκέψεως γεννά παραφροσύνην”, εξού και η γνωστή λαϊκή ρήση “Σκάσε, φιλόσοφε” και η άλλη, αρκούντως διαφωτιστική, όταν επιθυμείς να εξηγήσεις κάτι σε κάποιον με λογικά επιχειρήματα: “Μη με σκοτίζεις”. Το χιούμορ είναι το δόντι της λογικής, όταν σκοντάφτει στο χτένι. Ο Νεοέλληνας σπάνια φτάνει ως εκεί. Προτιμά να σπάσει το δόντι. Οσο και να ψάχνω, δεν βρίσκω κανένα θεατρικό κείμενο με χιούμορ. Κάποια αντίγραφα του ευρωπαϊκού βουλεβάρτου, κάποιες κομεντί που αποπειράθηκαν να εισαγάγουν το ευρωπαϊκό χιούμορ, δυστυχώς παρέμειναν στο ευφυολόγημα, στις εξυπνάδες και στα σαχλά λογοπαίγνια.
Το χιούμορ πολλές φορές κρύπτει, καλύπτει και, όχι σπάνια, κουκουλώνει τα ελαττώματα ενός λαού. Π.χ., το περίφημο χιούμορ του Μπέρναρ Σο που για χρόνια μάς παραπλάνησε, όσον αφορά τα ήθη του Αγγλου, ώσπου ο Πίντερ μάς αποκάλυψε έναν περιδεή ά-χυμο άγγλο ανθρωπάκο. Πάντως, αν πρέπει να βρω κάτι πράγματι χιουμοριστικό στο νεοελληνικό θέατρο, θα πάω στην πρώτη, ουσιαστικά, σάτιρά μας, στον “Χάση” του Γουζέλη. Εκεί, ο Θοδωρής Κατωπόδης, ο Χάσης, τσαγκάρης και καρπαζοεισπράκτορας, όταν όλοι οι άλλοι στη Ζάκυνθο καυχιούνται για τα οικογενειακά τους εύσημα, εκείνος, μην έχοντας πρόγονο να παραπέμψει, ανάγεται στον πρεσβύτερο γιο του, ο οποίος είναι φυλακή για φόνο, και όταν κι αυτό δεν φαίνεται να εντυπωσιάζει, σημειώνει πως ο φονιάς γιος είναι μέχρι τον λαιμό βουτηγμένος στη σύφιλη».