Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό ούτε η απάντηση αποκύημα δημοσιογραφικής φαντασίας. Δύο επιστήμονες, «γκουρού» του τομέα τους, επέλεξαν ένα από τα πιο ιστορικά, πλην όμως στοχοποιημένα (εξαιτίας κυρίως των απαρχαιωμένων κτιριακών εγκαταστάσεων) νοσοκομεία της Αθήνας, για να χτίσουν μια… γέφυρα συνεργασίας που δημιουργεί προοπτικές για το σύνολο του ΕΣΥ.
«ΤΑ ΝΕΑ» συνάντησαν τον καθηγητή Επείγουσας Ιατρικής του Γέιλ, Αντριου Ούλριχ, και την επίκουρη καθηγήτρια, Ελενορ Ριντ, σε ένα από τα γραφεία που βρίσκονται στο υπόγειο του κεντρικού κτιρίου του νοσοκομείου, την περασμένη Τρίτη.
Τίποτα σε εκείνον τον χώρο δεν θύμιζε τις εγκαταστάσεις ενός σύγχρονου νοσηλευτικού ιδρύματος του 21ου αιώνα.
Αντιθέτως, ο χώρος έμοιαζε «γυμνός» και αφρόντιστος. Ωστόσο εκείνοι δεν έδειξαν ούτε μία στιγμή δυσαρέσκεια, τονίζοντας πως «δεν πρέπει να κρίνουμε ένα βιβλίο από το εξώφυλλο».
Αντιθέτως, δήλωσαν εντυπωσιασμένοι από τα εν εξελίξει έργα ανακαίνισης του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) εκεί.
Σημειωτέον πως εργασίες γίνονται για τη συνολική ανακαίνιση και του 1ου ορόφου (ίσως το πιο αρνητικά προβεβλημένο τμήμα του ίδιου νοσοκομείου, όπου οι ασθενείς νοσηλεύονταν σε θαλάμους χωρίς τουαλέτες), ενώ δρομολογούνται αντίστοιχες εργασίες για την κατασκευή νέων χειρουργείων, σε μια προσπάθεια η ιστορική και συνεπακόλουθα παλιά αυτή νοσηλευτική δομή να εναρμονιστεί με το σήμερα.
Εκπαίδευση και ανταλλαγή τεχνογνωσίας
Αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός του μνημονίου συνεργασίας που υπεγράφη μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο μεταξύ του Κρατικού Νίκαιας και του Τμήματος Επείγουσας Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Γέιλ: η εκπαίδευση και η ανταλλαγή τεχνογνωσίας με γνώμονα τη βελτίωση των υπηρεσιών που λαμβάνουν οι ασθενείς με έμφαση στις εφημερίες, όπου καταφτάνουν τα επείγοντα περιστατικά.
Η επίσκεψή τους όμως είχε ακόμα έναν σκοπό: να προωθήσουν στη χώρα μας την ειδικότητα της Επείγουσας Ιατρικής, που είναι θεσμοθετημένη σε αρκετές πλέον χώρες της Ευρώπης, στις ΗΠΑ αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο.
Οση ώρα μιλάνε, ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Τη στιγμή, για παράδειγμα, που η δρ Ριντ εξηγεί ότι τα ΤΕΠ θα πρέπει να στελεχώνονται αποκλειστικά από επειγοντολόγους, υφαίνοντας έτσι ένα «δίχτυ προστασίας» εντός των συστημάτων Υγείας, ο δρ Ούλριχ προσθέτει πως οι αλλαγές αυτές δεν είναι δυνατόν να συμβούν «εν μιά νυκτί».
Στις ΗΠΑ τούς πήρε 30 με 40 χρόνια…
Σήμερα όμως το μοντέλο αυτό είναι το πιο διαδεδομένο, με τα οφέλη να είναι πλέον μετρήσιμα.
Για την ιστορία, οι δρόμοι του Γέιλ και του Νοσοκομείου Νίκαιας… διασταυρώθηκαν πριν από περίπου ενάμιση χρόνο.
Στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, στο πλαίσιο επιστημονικού συνεδρίου, η δρ Ριντ έδινε διάλεξη.
Ανάμεσα στο κοινό ήταν και ο διευθυντής των ΤΕΠ του Νοσοκομείου Νίκαιας, χειρουργός και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Επείγουσας Ιατρικής, Δημήτρης Τσιφτσής.
Εκείνος επιδίωξε να την προσεγγίσει και σύντομα κατάλαβαν πως μοιράζονται το ίδιο πάθος για την ανάπτυξη της ειδικότητας της Επείγουσας Ιατρικής. Τότε ήταν που μπήκαν τα πρώτα θεμέλια της μετέπειτα συνεργασίας τους.
«Από τις πληροφορίες που ανταλλάξαμε, διαπίστωσε ότι οι γιατροί του ΤΕΠ Νίκαιας είμαστε αξιόπιστοι και πείστηκε ότι έχουμε όρεξη να βελτιώσουμε τις παρεχόμενες υπηρεσίες» εξηγεί στα «ΝΕΑ».
Ακολούθησαν διαδικτυακά μαθήματα στο προσωπικό του Νοσοκομείου Νίκαιας από τους καθηγητές του Γέιλ, με στόχο να συρρικνωθούν οι αναμονές αλλά και να φεύγει ο πολίτης από τα ΤΕΠ με ασφάλεια.
Υπογραμμίζεται, δε, πως στις εφημερίες του ίδιου νοσηλευτικού ιδρύματος μόνο το 2023 απευθύνθηκαν 109.104 ασθενείς – αριθμός που αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο του, καθώς συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη κίνηση στα Επείγοντα σε όλο το Λεκανοπέδιο.
Στους μήνες που μεσολάβησαν η σχέση αυτή εδραιώθηκε, με αποτέλεσμα την υπογραφή του μνημονίου συνεργασίας που αποτελεί «ομπρέλα» για εκπαιδευτικές και ερευνητικές συνέργειες.
«Στόχος μας είναι να αλλάξουμε τη δομή και τη διαχείριση των ΤΕΠ, αντιμετωπίζοντας τους ασθενείς με ταχύτητα, ακρίβεια και ασφάλεια.
Υιοθετώντας βέλτιστες πρακτικές το αμέσως επόμενο βήμα είναι το Τμήμα μας να αποτελέσει κέντρο εκπαίδευσης όταν η Επείγουσα Ιατρική γίνει επίσημη ειδικότητα στη χώρα μας» καταλήγει ο Δημήτρης Τσιφτσής.