H φωνή ξεχειλίζει από παράπονο και νοσταλγία όταν ακούμε τη Μαρία Κάλλας να λέει «το κοινό περιμένει θαύματα, όμως εγώ δεν μπορώ να κάνω θαύματα» σε κάποια σκηνή της «Maria» (HΠA / Γαλλία / Χιλή / Γερμανία, 2024).

Η Κάλλας θυμάται εκείνα τα λαμπρά χρόνια της επιτυχίας και της δόξας· έννοιες που δεν έπαψαν ποτέ να την «τρώνε» μέσα της. Είναι 1977 και η Κάλλας ζει στο Παρίσι, μόνη ανάμεσα στα αγαπημένα της σκυλιά και δύο υπηρέτες έτοιμους να κάνουν τα πάντα για αυτήν. Αλλά δεν φαίνεται πλέον να έχει τίποτ’ άλλο.

Επισκέπτεται πολυτελή ρεστοράν όχι για να φάει αλλά για να την αναγνωρίσουν και μέσα της πονάει, προσπαθεί να τραγουδήσει ξανά και πονάει πολύ που δεν μπορεί να βρει εκείνη τη σπάνια φωνή της. Είναι εύθραυστη σαν ένα κομψό, ξερό κλαδάκι που μπορεί ανά πάσα στιγμή να σπάσει και αυτή η εύθραυστη πλευρά της, λίγο πριν από το τέλος (η Κάλλας πέθανε την ίδια χρονιά), είναι που ενδιαφέρει τον σκηνοθέτη Πάμπλο Λαρέν σε αυτό το βιογραφικό δράμα που έδωσε την ευκαιρία στην Αντζελίνα Τζολί να πλάσει έναν από τους πιο απροσδόκητους αλλά και πιο δύσκολους ρόλους της μέχρι σήμερα κινηματογραφικής καριέρας της.

Με βασικό σκηνικό χώρο ένα πολυτελές σπίτι-μαυσωλείο (όχι ανόμοιο με τη βίλα της Νόρμα Ντέσμοντ στη «Λεωφόρο της Δύσης»), ο Λαρέν καταγράφει την καθημερινότητα της Κάλλας· μια συλλογή γλυκών στιγμιοτύπων από τη ρουτίνα μιας γυναίκας μόνης, με ταλαιπωρημένη υγεία, χωρίς φίλους, χωρίς επισκέπτες.

Ο χιλιανός σκηνοθέτης επιδιώκει (και καταφέρνει) να εισχωρήσει βαθιά μέσα στην ψυχή της Κάλλας και μας προσφέρει το πεδίο για να αφουγκραστούμε τις ενδόμυχες επιθυμίες της, τις σκέψεις, τις ανησυχίες της. «Ταξιδεύει» μαζί της στο λαμπρό αλλά και σκοτεινό παρελθόν· ασπρόμαυρα φλας μπακ την δείχνουν έφηβη με την μητέρα της (Αγγελίνα Παπαδοπούλου – Λυδία Κονιόρδου, αντιστοίχως) όταν η Κάλλας προσπαθούσε να επιβιώσει στην γερμανική κατοχή. Αργότερα την ακούμε να μιλάει με τον Αριστοτέλη Ωνάση (Χαλούκ Μπιλγκινέρ), ο οποίος την ταπείνωνε επειδή, όπως της έλεγε, «είμαι άσχημος αλλά πλούσιος» (η σκηνή στην οποία ο Ωνάσης συγκρίνει τα κάλλη της Κάλλας με της Μέριλιν Μονρόε είναι τόσο ωμή που ανατριχιάζεις). Ο Χιλιανός Λαρέν έγινε γνωστός με «δράματα φαντασίας» που αφορούσαν τη βασανισμένη ιστορία της πατρίδας του («Τόνι Μανέρο», «Post Mortem», «Νο») και αργότερα έδειξε ενδιαφέρον σε πρόσωπα γνωστά, πάντοτε γυναίκες.

Η Τζάκι Κένεντι/Νάταλι Πόρτμαν στην «Τζάκι», η Λαίδη Νταϊάνα Σπένσερ/Κρίστεν Στιούαρτ στη «Σπένσερ». Εδώ, προσεγγίζει την Κάλλας με σεβασμό και αγάπη· ο φακός του διευθυντή φωτογραφίας Εντουαρντ Λάχμαν την κινηματογραφεί σαν να χαϊδεύει με ευλάβεια τα πέταλα ενός λουλουδιού. Η Τζολί τον υπηρετεί με προσοχή, βρίσκει τη φινέτσα της Κάλλας στον πιο απροσδόκητο ρόλο της καριέρας της: μειονέκτημα ότι δεν μοιάζει σχεδόν καθόλου με την υψίφωνο αλλά πλεονέκτημα ότι αυτό ποτέ δεν μας ενοχλεί. Και ο Λαρέν «αεροβατώντας» ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, το παρόν και το παρελθόν, τη δόξα και την παρακμή καταθέτει μια μελαγχολική, αγαπησιάρικη ταινία άποψης για το διάσημο πρόσωπο που τόσο πολύ φαίνεται ότι τον ενδιαφέρει.

Τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά

Σεναριακά μιλώντας, η περιπέτεια «48 ώρες στην Ταϊβάν» (Weekend in Taipei, HΠΑ / Γαλλία / Ταϊβάν, 2024) του Τζορτζ Χουάνγκ βρίσκεται εντελώς στον αέρα, όμως αυτό δεν φαίνεται να ενοχλεί κανέναν από τους δημιουργούς της, ανάμεσα στους οποίους ο γάλλος σκηνοθέτης Λικ Μπεσόν που ως παραγωγός (όπως εδώ) μετρά αρκετές επιτυχίες παρόμοιας αντίληψης (το «Transporter» και το «Taxi»). Στις περισσότερες από αυτές τις ταινίες βέβαια το σενάριο είναι εντελώς προσχηματικό αφήνοντας στην ανεξέλεγκτη δράση τον πρώτο λόγο. Τη διαφορά μπορούν να κάνουν κάποιες λαμπρές εξαιρέσεις όπως η «Αρπαγή» (Taken), επίσης παραγωγή του Μπεσόν. Ωστόσο, στις «48 ώρες στην Ταϊβάν» είναι τόσο υπερβολικές οι καταστάσεις τις οποίες ο αμερικανός πράκτορας της Δίωξης Ναρκωτικών (Λιουκ Εβανς) θα ζήσει στην Ταϊβάν ενώ κυνηγάει έναν νονό του εγκλήματος που τελικά δεν μπορείς να πάρεις τίποτα στα σοβαρά. Το διασκεδάζεις πού και πού αλλά ως εκεί. Πάντως, η ταινία μοιάζει να έχει τις ρίζες της στις περιπέτειες καράτε της δεκαετίας του 1970, όπου πολλοί Αμερικανοί έκαναν «θαύματα» στην Ασία – παραδείγματα ο Τζιμ Κέλι και ο Τσακ Νόρις.

Οζ και Χάρι Πότερ

Με κεντρικά πρόσωπα δύο κορίτσια, τη λευκή Γκαλίντα (Αριάνα Γκράντε), που φιλοδοξεί να γίνει μάγισσα κύρους, και την εκκεντρική Ελφαμπα (Σίνθια Ερίβο), που ενώ έχει το χάρισμα της μαγείας είναι παρεξηγημένη λόγω του ασυνήθιστα πράσινου δέρματός της, η ταινία «Wicked» (HΠA, 2024) πατά σταθερά στα ίχνη που άφησαν το μπεστ σέλερ μυθιστόρημα του Γκρέγκορι Μαγκουάιρ και το θεατρικό μιούζικαλ με τον ίδιο τίτλο που το ακολούθησε και κατάφερε να δημιουργήσει τεράστιο θόρυβο γύρω του, σημειώνοντας ακλόνητη επιτυχία για περίπου είκοσι χρόνια. Οι παραπομπές του σκηνοθέτη Τζον Τσου στον κλασικό «Μάγο του Οζ» (1939) είναι ολοφάνερες, με τη φιγούρα της Ελφαμπα να είναι μια σαφής αναφορά στη Μις Γκαλτζ της κλασικής ταινίας φαντασίας του Βίκτορ Φλέμινγκ, και την ίδια ώρα το ασφαλές μοντέλο του Χάρι Πότερ διακρίνεται στη σχολή μαγισσών που διευθύνει η Μισέλ Γέο, η οποία θυμίζει τη Σχολή Μαγείας και Ξορκιών «Χόγκουαρτς» των έργων της Τζ.Κ. Ρόουλινγκ. Ο συνδυασμός αυτών των δύο εντελώς διαφορετικών μαγικών κόσμων αποκρυσταλλώνεται γενναιόδωρα μεν αλλά και κάπως ψυχρά από τον Τζον Τσου και τους συνεργάτες του σε μια ταινία που όλα δείχνουν ότι θα πρωτοστατήσει στις ανάλογες κατηγορίες των προσεχών Οσκαρ (σκηνικά, σχεδιασμός παραγωγής, ίσως και τραγούδια). Από σήμερα προβάλλεται το πρώτο μέρος, με το δεύτερο να είναι προγραμματισμένο για του χρόνου τέτοιες μέρες.

Χριστουγεννιάτικη ανία

Μπορεί τα Χριστούγεννα να σώζονται στην ισπανική ταινία «Το βράδυ που ο μπαμπάς μου έσωσε τα Χριστούγεννα» (La Navidad en sus manos, 2023), όμως τίποτα δεν μπορεί να σώσει εμάς από την απίστευτη ανία που αυτή η ανόητη χριστουγεννιάτικη κωμωδία προκαλεί. Είναι τόσο… γεροντίστικα γυρισμένη από τον Χοακίν Μαζόν που σε κάνει να επιθυμείς τις πάλαι ποτέ αφελείς χριστουγεννιάτικες ταινίες της δεκαετίας του 1990 (π.χ. «Ο Αγιος Βασίλης μου» με τον Τιμ Αλεν) που μπροστά της, όχι ξεπερασμένες δεν δείχνουν, αλλά τις λες και πρωτοποριακές! Κάκιστη δε η μεταγλώττιση στα ελληνικά – είναι επιπέδου «Το μικρό σπίτι στο λιβάδι».

Ντοκιμαντέρ στα υπόψη

«Unclickable» (Κύπρος / Ελλάδα / ΗΠΑ, 2024). Ο Μπάμπης Μακρίδης ξετυλίγει το κουβάρι μιας τεράστιας απάτης μεταφέροντας τον θεατή στην γκρίζα ζώνη μεταξύ τεχνολογικής προόδου και νομοθετικού κενού· εκεί όπου υπέρογκα ποσά μπορούν να αλλάξουν χέρια μέσα σε λίγα λεπτά. Το «Unclickable», σε σενάριο και έρευνα Γκάι Κριφ, που γυρίστηκε εν μέσω πανδημίας, περιλαμβάνει δεκάδες συνεντεύξεις με ειδικούς επί του θέματος – πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, στελέχη επιχειρήσεων, θύτες, θύματα (προβάλλεται Σάββατο και Κυριακή αποκλειστικά στον κινηματογράφο Δαναός).

«Κατεχόμενη πόλη» (Occupied city, Ολλανδία / ΗΠΑ / Αγγλία, 2024). Ενα επικό ντοκιμαντέρ του Στιβ ΜακΚουίν («12 χρόνια σκλάβος») για το κατεχόμενο Αμστερνταμ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: αντιπαραβάλλοντας εικόνες από το σύγχρονο Αμστερνταμ, την εποχή του Covid, και εστιάζοντας στα θέματα απομόνωσης και ελέγχου, ο ΜακΚουίν διερευνά με διαπεραστική ακρίβεια τη σαδιστική βία που οι κάτοικοι του Αμστερνταμ υπέστησαν, αλλά και την αντίσταση που προέβαλαν, υπό την κατοχή των Ναζί. Εμπειρία που αξίζει! (προβάλλεται στον κινηματογράφο Νewman Κυριακή στις 14.00 και Δευτέρα και Τρίτη 9-10 Δεκεμβρίου στις 20.00).