Λοιπόν, έχουμε και λέμε: Φανί Αρντάν, Μόνικα Μπελούτσι, Μαρία Ναυπλιώτου, Αντζελίνα Τζολί, Κλεοπάτρα Ελευθεριάδου (στο σίριαλ που θα μεταδοθεί από την ΕΡΤ), να βάλω και την Αγγελίνα Παπαδοπούλου, η οποία, στην ταινία «Maria» του Πάμπλο Λαρέν που προβάλλεται από χθες στην Ελλάδα, υποδύεται την Κάλλας σε νεαρή ηλικία. Αυτές είναι οι «αναπαραστάσεις», σε κινηματογράφο και θέατρο, της ντίβας που μου έρχονται πρόχειρα στον νου. Ανατρέχοντας στο θέμα του Γιάννη Ζουμπουλάκη στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής, θυμήθηκα και τη… Μαριλού Τολό σε μια καλτ ταινία του Νίκου Μαστοράκη από τη δεκαετία του 1970, όπου τα ονόματα μεν αλλάζουν αλλά παραμένει αναλλοίωτος ο μύθος του «Greek Tycoon» Αριστοτέλη Ωνάση. Ο δε αγαπητός συνάδελφος αναφέρεται και σε άλλες ταινίες όπου η «Κάλλας» περνάει ως δευτερεύων ή διακοσμητικός ρόλος.

Φυσικό είναι μια τέτοια δραματική προσωπικότητα να εμπνέει σκηνοθέτες για περισσότερο ή λιγότερο καλές ταινίες και παραστάσεις. Ακόμη καλύτερα δε αν πρόκειται για σκηνοθέτη όπως ο Φράνκο Τζεφιρέλι που υπήρξε φίλος και συνεργάτης της Κάλλας και το 2002 έκανε την ταινία με την Αρντάν. Φυσικό επίσης ο κάθε σκηνοθέτης να «φωτίζει» μια ιδιότητα ή μια περίοδο της ζωής της ντίβας (η Κάλλας ως καθηγήτρια, η Κάλλας ως μαθήτρια, η Κάλλας απομονωμένη και προδομένη) ώστε να μπορέσει να τη «σκαλίσει» καλύτερα. Κάτι που δεν είναι δυνατόν να γίνει σε μια πλήρη βιογραφία που θα μοιάζει περισσότερο με δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ. Το θέμα είναι κατά πόσο ο θεατής μπορεί να γνωρίσει μια τέτοια προσωπικότητα μέσα από μια ταινία ή παράσταση. Κάτι που βέβαια δεν είναι και εντελώς απαραίτητο. Βάζω στοίχημα ότι πάρα πολλοί θεατές από αυτούς που θα πάνε να δουν το «Maria», το μόνο που θα ξέρουν για την Κάλλας είναι η σχέση της με τον Ωνάση και, οριακά, ότι ήταν τραγουδίστρια της όπερας. Και κάπως έτσι, από τις μεγάλες προσωπικότητες που φεύγουν από τη ζωή, όσο περνούν τα χρόνια, μένει μόνο ο μύθος. Και μάλιστα ούτε καν ο δικός τους αλλά αυτών που τον δημιουργούν. Δηλαδή, ο μύθος που θέλει το κοινό.

Ας μη γελιόμαστε. Αν η Κάλλας ήταν ακόμη ζωντανή, η περίοδος της απομόνωσής της, οι σχέσεις με τους μαθητές ή τους καθηγητές της στα πρώτα της βήματα, η ερωτική ζωή της, οι αδυναμίες και τα πάθη της και, κυρίως, ο θυελλώδης και αυτοκαταστροφικός έρωτάς της για τον Ωνάση, ακόμη και οι… παραινέσεις της μητέρας της, θα ήταν υλικό για κουτσομπολίστικη εκπομπή. Ο χρόνος που μεσολαβεί κάνει το κουτσομπολιό υλικό για έμπνευση. Ετσι γίνεται, έτσι γινόταν πάντα. Τα γεγονότα αυτά καθαυτά αποδυναμώνονται όσο απομακρυνόμαστε και μένουν μόνο οι αφορμές και οι αιτίες τους. Ας ελπίσουμε ότι δεν συμβαίνει μόνο με τους δημιουργούς αλλά και με τους θεατές. Και θα ήταν ευχής έργον έστω και ένας από αυτούς που θα πάνε να δουν την ταινία, γνωρίζοντας την Κάλλας μόνο από τον Ωνάση, να ψάξουν και να μάθουν κάτι περισσότερο γι’ αυτήν.

Πού θα βρω μια Κάλλας να της μοιάζει

Μια παγίδα όταν γυρίζεται μια ταινία ή ανεβαίνει μια παράσταση που αναφέρεται στη ζωή κάποιας διάσημης γυναίκας είναι να βρουν μια ηθοποιό που κάπως να της μοιάζει. Στην περίπτωση της Κάλλας, η «συνταγή» είναι σχετικά εύκολη. Μελαχρινή οπωσδήποτε, με έντονα, μεσογειακά χαρακτηριστικά. Και το μεγάλο «στοίχημα» είναι να πιάσει τα μάγουλά της όπως η ντίβα στην περίφημη φωτογραφία του Σεσίλ Μπίτον που τραβήχτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Ειλικρινά, κάθε φορά που βλέπω αυτή τη φωτογραφία απορώ με την αβάσταχτη ελαφρότητα της αναπαράστασης.

Και όσον αφορά την ανησυχία μου ότι, ύστερα από πενήντα χρόνια, θα θυμούνται όχι την ίδια την Κάλλας αλλά την Τζολί στον ρόλο της Κάλλας, πάλι ο Γιάννης Ζουμπουλάκης με γείωσε λέγοντάς μου: «Ας τη δουν στη “Μήδεια”».