Με μια πρώτη ματιά – επιφανειακή μεν, βασισμένη σε γεγονότα δε – το «δυτικό μοντέλο δημοκρατίας» βρίσκεται σε μεγάλη κρίση, αν όχι σε αποδρομή. Στα δύο γεωγραφικά και πολιτικά αγκωνάρια της «Δύσης», τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ενωση, οι τριγμοί είναι ισχυροί, συνεχόμενοι και διαβρωτικοί. Στην Αμερική, ένα τυπικά δημοκρατικό σύστημα – θεωρητικά όλοι ψηφίζουν, αλλά πολλοί αποκλείονται, θεωρητικά η ψήφος είναι ελεύθερη και μετρά το ίδιο, αλλά τη διαμορφώνουν σε υπερβολικό βαθμό εξωγενείς παράγοντες – έδωσε ένα αποτέλεσμα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί αλλά κατέστησε κυρίαρχες δυνάμεις και τάσεις οι οποίες ήδη στην πράξη υποσκάπτουν τα δημοκρατικά θεμέλια. Στην Ευρώπη, έχουμε, για πρώτη φορά από τότε που συγκροτήθηκε η Ενωση, το φαινόμενο οι δύο «ατμομηχανές», Γερμανία και Γαλλία, να βρίσκονται, την ίδια στιγμή, σε κάτι ανάμεσα σε μπλοκάρισμα και ακυβερνησία. Πιο σοβαρή – οριακή από τις αρχές αυτής της εβδομάδας – είναι η κατάσταση στη Γαλλία, όπου η προσπάθεια διαφυγής εκ των άνω του προέδρου Μακρόν – πρώτα διαλύοντας τη Βουλή και προκαλώντας κοινοβουλευτική ανασύνθεση και στη συνέχεια ορίζοντας έναν πρωθυπουργό χωρίς πλειοψηφία, νομιμοποίηση και στήριξη – οδήγησε, σχεδόν νομοτελειακά, σε θεσμικό και πολιτικό αδιέξοδο: το πρόγραμμα της κυβέρνησης Μπαρνιέ για περικοπές και φόρους, ώστε να μπει τάξη στα δημοσιονομικά, είναι αδήριτο, και για την ίδια τη χώρα και από πλευράς Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όμως όχι απλώς δεν υφίστανται πλειοψηφίες για να το υλοποιήσουν αλλά κατέληξε να συγκεντρώνει την αντίθεση ετερόκλητων συνασπισμών και ενός αποπροσανατολισμένου κοινωνικού σώματος. Με δεδομένο ότι εκλογές δεν μπορούν να διεξαχθούν πριν από τον Ιούνιο του 2025, η «λύση» αναγκαστικά πρέπει να βρεθεί εκ των έσω – πρόεδρος της Δημοκρατίας και κοινοβουλευτικές δυνάμεις –, μόνο που αυτό το «έσω» μοιάζει εντελώς εξουδετερωμένο.
Οσο ζοφερή και δυσοίωνη και να είναι – και είναι πράγματι – η παραπάνω εικόνα, δεν συνεπάγεται την ανατροπή του «δυτικού μοντέλου δημοκρατίας». Γιατί οι επιμέρους περιπέτειες – προσωρινές ή και μακροχρόνιες – δεν συνιστούν «μοντέλο» και δεν αρκούν για να ανατρέψουν τα θεμελιώδη. Και θεμελιώδη – στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, που είναι οι μόνες πραγματικές δημοκρατίες, οι οποίες λειτουργούν κυρίως στις χώρες της Δύσης – είναι η ελεύθερη διαμόρφωση της λαϊκής βούλησης, η προστασία των δικαιωμάτων, των μειοψηφιών και της αντίθετης γνώμης, η ύπαρξη και η ανεξαρτησία των λεγόμενων «θεσμικών αντιβάρων» (δικαστήρια, Τύπος, αρμόδιες Αρχές, κοινωνία των πολιτών), η χωρίς φόβο, χωρίς βία και χωρίς εξωγενείς διαστρεβλώσεις έκφραση και κίνηση ιδεών. Ολα αυτά τα στοιχεία, ή πολλά από αυτά, λείπουν στις λεγόμενες «μη φιλελεύθερες δημοκρατίες», που ανευρίσκονται πλέον και εντός Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ουγγαρία, Σλοβακία, ίσως κάποια στιγμή και Ιταλία), ενώ προς τα εκεί κατευθύνεται πλησίστια και η αμερικανική, υπό Τραμπ, «δημοκρατία».
Ομως η μετάβαση από την «αναλογική δημοκρατία» – σύγκρουση ιδεών και κομμάτων, δημόσιος διάλογος μέσω κοινοβουλίων, Τύπου και τηλεόρασης, διαφωνία με σεβασμό στον αντίπαλο και στα γεγονότα, αποδοχή ενδεχομένως αρνητικού αποτελέσματος – στη σύγχρονη «ψηφιακή» μορφή της – μετατόπιση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κατάργηση διαχωρισμού ψεύδους και αλήθειας, προσπάθεια επηρεασμού των χαμηλών ενστίκτων της κοινωνίας – δεν δημιουργεί τεκμήριο αυθεντίας και υπερίσχυσης αυτής της τελευταίας: τέτοιοι άνθρωποι και κόμματα φτάνουν ίσως να κερδίζουν εκλογές, αλλά αποτελούν εχθρούς της δημοκρατίας. Ενώ η Γερμανία θα ψηφίσει τον Φεβρουάριο και θα προχωρήσει, η Γαλλία θα περιμένει λίγο περισσότερο αλλά θα βρει λύση, οι ΗΠΑ θα «λουστούν» μια τετραετία δημοκρατικής υποχώρησης, την οποία ο υπόλοιπος κόσμος δεν έχει κανένα λόγο να μιμείται ή να υποτιμά.
Ο Κ. Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος