Η ταινία «Μια νύχτα στο μουσείο» εξιστορεί τις περιπέτειες ενός νυχτοφύλακα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης, ο οποίος ανακαλύπτει ότι τις νύχτες τα εκθέματα ζωντανεύουν – μεταξύ τους ο σκελετός ενός δεινοσαύρου. Στο δεύτερο σίκουελ της σειράς, μάλιστα, η πλοκή μεταφέρεται στο Βρετανικό Μουσείο. Στην πραγματική ζωή, το λονδρέζικο ίδρυμα κρύβει (κατά τον δημοφιλή αγγλισμό) τους δικούς του σκελετούς στην ντουλάπα: από το πρόσφατο σκάνδαλο της κλοπής περίπου δύο χιλιάδων αντικειμένων από τη συλλογή του έως τις κατηγορίες για κατοχή λεηλατημένων πολιτιστικών θησαυρών. Οι πιο διάσημοι εξ αυτών είναι τα Γλυπτά του Παρθενώνα, τα οποία η χώρα μας διεκδικεί από το 1836. Πόσο κοντά είμαστε στην επανένωση των έργων που φιλοτέχνησε ο Φειδίας τον 5ο π.Χ. αιώνα;

Επιστρέφοντας από το Λονδίνο στην Αθήνα, το απόγευμα της περασμένης Τρίτης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κουβαλούσε στις αποσκευές του μια υπόσχεση και μια άρνηση του βρετανού ομολόγου του: ο Κιρ Στάρμερ του επανέλαβε ότι δεν θα σταθεί εμπόδιο σε μια συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και του Βρετανικού Μουσείου, αλλά ούτε πρόκειται να προχωρήσει σε νομοθετική παρέμβαση που θα επέτρεπε την οριστική, άνευ όρων, επιστροφή των Γλυπτών. Πρόσωπα με γνώση των διαπραγματεύσεων υποστηρίζουν ότι το περίγραμμα της συμφωνίας είναι «σε μεγάλο βαθμό διαμορφωμένο». Απομένουν, όμως, ορισμένες κρίσιμες λεπτομέρειες, για τις οποίες υπάρχει «συγκρατημένη αισιοδοξία», αλλά «όχι βεβαιότητα», ότι θα καταστεί εφικτό να συμφωνηθούν εντός των προσεχών μηνών. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του προέδρου του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Οσμπορν, την περασμένη Τετάρτη, ότι «έχουμε σημειώσει σημαντική πρόοδο, αλλά απέχουμε ακόμη από οποιαδήποτε συμφωνία».

«Είναι ξεκάθαρο ότι μια καλή συμφωνία είναι κοντά. Υπάρχει διακομματική υποστήριξη για μια λύση win-win, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των Βρετανών τάσσεται υπέρ της επανένωσης των Γλυπτών. Οι πολιτικοί οφείλουν να παρέχουν τον απαραίτητο πολιτικό και διπλωματικό χώρο για την εξεύρεση λύσης. Αυτό ακριβώς έκαναν ο Στάρμερ και ο Μητσοτάκης αυτή την εβδομάδα» δήλωσε στα «ΝΕΑ» η τέως σκιώδης υπουργός Πολιτισμού των Εργατικών Θάνγκαμ Ντεμπονέρ. «Ο Οσμπορν και το Βρετανικό Μουσείο μαζί με τους έλληνες διαπραγματευτές θα αδράξουν τώρα την ευκαιρία να οριστικοποιήσουν αυτή την αμοιβαία επωφελή συμφωνία, η οποία θα γράψει ιστορία και θα μας επιτρέψει να παρουσιάσουμε ένα νέο αφήγημα για τα Γλυπτά που θα ωφελήσει το Βρετανικό Μουσείο, τη Βρετανία, την Ελλάδα και ολόκληρο τον κόσμο» τόνισε η ισχυρή προσωπικότητα των Εργατικών που, αν δεν έχανε τη βουλευτική της έδρα, θα ήταν σήμερα υπουργός Πολιτισμού.

Ο μεγαλύτερος «γρίφος» είναι το νομικό καθεστώς υπό το οποίο θα επιστραφούν τα Γλυπτά. Στο επίκεντρο της διαπραγμάτευσης που διεξάγει, για λογαριασμό του Πρωθυπουργού, ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης με τον Οσμπορν, βρίσκεται μια λύση «τύπου Παλέρμο». Στην περίπτωση του «θραύσματος Φέιγκαν», δηλαδή του λίθου VI της ανατολικής ζωφόρου του Παρθενώνα, εφαρμόστηκε η μέθοδος της «κατάθεσης» («deposit»): αρχικά, το ιταλικό μουσείο Αντονίνο Σαλίνας «κατέθεσε» το θραύσμα στο Μουσείο Ακρόπολης για τέσσερα χρόνια (με δυνατότητα πρόσθετης τετραετούς ανανέωσης). «Η συγκεκριμένη συμφωνία υποδεικνύει τον δρόμο που μπορεί να ακολουθήσει το Λονδίνο» είχε δηλώσει τότε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη. Πέντε μήνες μετά ανακοινώθηκε η οριστική επανένωσή του στην Αθήνα.

Μια παρόμοιας λογικής διευθέτηση είναι υπό συζήτηση για τα Γλυπτά που βρίσκονται στη Βρετανία. Σε μια ενδεχόμενη συμφωνία «κατάθεσης» ή «κοινής χρήσης» τους δεν θα γίνεται ρητή αναφορά στην κυριότητα (παρότι αυτή μπορεί να υπονοείται). Η Ελλάδα έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν αποδέχεται «κυριότητα, κατοχή ή νομή των Γλυπτών από το Βρετανικό Μουσείο». Αντιστοίχως, οι Βρετανοί δεν πρόκειται να παραδεχθούν ότι τα τεχνουργήματα δεν βρίσκονται νόμιμα στην κατοχή τους.

Ενδεικτική της «δημιουργικής προσέγγισης» που ακολουθείται είναι η δήλωση του βρετανικού υπουργείου Πολιτισμού προς «ΤΑ ΝΕΑ»: «Τα Γλυπτά τελούν υπό τη νομική ευθύνη του Βρετανικού Μουσείου». Πρόκειται για «διόρθωση» της παλαιότερης διατύπωσης, επί κυβερνήσεων Συντηρητικών, ότι τα Γλυπτά «βρίσκονται στην ιδιοκτησία» του Μουσείου. Επιπροσθέτως, πηγή του ιδρύματος είπε στα «ΝΕΑ» ότι η προτεινόμενη συμφωνία εδράζεται στις «ανταλλαγές» πολιτιστικών αγαθών και δεν διέπεται από τους συνήθεις όρους των δανειακών συμβάσεων. Ακόμη και η λύση της «κατάθεσης», όμως, θα έχει χρονικό όριο (π.χ. 10 ή 15 έτη). Ετσι, στο τραπέζι των συζητήσεων βρίσκεται η προοπτική των «αλλεπάλληλων ανανεώσεων», με την ελπίδα ότι στο απώτερο μέλλον θα αλλάξει ο νόμος και τα αριστουργήματα της κλασικής αρχαιότητας θα παραμείνουν για πάντα στην Ελλάδα.

«Η επανένωση των Γλυπτών αποτελεί μια θαυμάσια ευκαιρία για τη Βρετανία να φανεί μεγαλόψυχη, επιδεικνύοντας ευρηματικότητα αντί για αλαζονεία» είπε στα «ΝΕΑ» η βαρόνη Σάμι Τσακραμπάρτι, μέλος της Βουλής των Λόρδων και στέλεχος των κυβερνώντων Εργατικών. «Κάθε άνθρωπος πρέπει να μπορεί να βλέπει αυτές τις αρχαιότητες στο αθηναϊκό τους σπίτι. Οι νομικοί είναι σε θέση να επινοήσουν νέα διεθνή εργαλεία για την προστασία αυτών των παγκόσμιων θησαυρών στο διηνεκές» πρόσθεσε η πρώην σκιώδης γενική εισαγγελέας της Βρετανίας.

Ο Οσμπορν αναφέρεται διαρκώς στο ενδεχόμενο να βρεθούν στην Ελλάδα «κάποια από τα Γλυπτά». Τουλάχιστον σε πρώτη φάση, και εφόσον προκύψει συμφωνία, αναμένεται να μεταφερθούν στην Αθήνα τμήματα και όχι το σύνολο των αρχαίων έργων τέχνης. Θεωρείται, επίσης, πιθανό η μετακίνησή τους να «συμπέσει» χρονικά με την έναρξη (εντός του 2025) των εργασιών ανακαίνισης του Μουσείου, κατά τη διάρκεια των οποίων θα κλείσουν αρκετές αίθουσες.