Της Μανουέλας Παυλίδου

Αν ζούσε σήμερα η Μελίνα, θα ήταν ακριβώς η ίδια. Διότι το πάθος της, οι ιδέες της, οι βασικές αρχές και αξίες της ήταν τόσο γερά θεμελιωμένες μέσα της, ήταν για εκείνη τόσο δυνατό «καύσιμο ζωής» που δεν θα αλλοιώνονταν ούτε θα καταλάγιαζαν. Και φυσικά θα ήταν ενθουσιασμένη που το όραμά της για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα θα ήταν πλέον εθνική υπόθεση και από τις προτεραιότητες στην πολιτική ατζέντα – κάτι που δεν συνέβαινε όταν ξεκίνησε αυτόν τον αγώνα. Θα ήταν το ίδιο οργισμένη αν επρόκειτο να γυρίσει κάποιες σκηνές στο Βρετανικό Μουσείο, μπροστά στα Γλυπτά, όπως έγινε το 1960, για τη «Φαίδρα» του Ζυλ Ντασσέν όπου πρωταγωνιστούσε με τον Αντονι Πέρκινς, και οι Βρετανοί ζητούσαν πληρωμή για να δώσουν άδεια στο ελληνικό συνεργείο. «Από πότε πρέπει να πληρώσεις για να κινηματογραφήσεις κάτι δικό σου;» θα έλεγε ακόμη και αν επρόκειτο για μια ταινία με την οποία η ίδια δεν θα είχε σχέση.

Αυτό ήταν άλλωστε και το περιστατικό που έγινε αφορμή να κάνει το θέμα σκοπό και όραμα ζωής. Ακόμη κι αν δεν γινόταν πολιτικός – κάτι που, πιθανότατα, δεν υπήρχε στο μυαλό της το 1960 – θα χρησιμοποιούσε με κάποιον τρόπο τη διεθνή φήμη της για να φτάσει, το καλοκαίρι του 1982, στο βήμα της παγκόσμιας διάσκεψης της ΟΥΝΕΣΚΟ για την Πολιτιστική Πολιτική στο Μεξικό, εκεί όπου έθεσε για πρώτη φορά το θέμα της επιστροφής. Και τότε άλλωστε, σε μια εποχή που ο τίτλος «πολιτιστική πολιτική» παρέπεμπε σε μία κάπως αφηρημένη έννοια, αναφορά στο μέλλον έκανε. «Δεν είμαστε αφελείς» έλεγε. «Ισως να ‘ρθει η ημέρα που αυτός ο κόσμος θα δημιουργήσει άλλα οράματα, άλλες αντιλήψεις για την ιδιοκτησία, την πολιτιστική κληρονομιά και την ανθρώπινη δημιουργία. Και καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι τα μουσεία δεν μπορεί να αδειάσουν. Αλλά θέλω να σας υπενθυμίσω ότι για την περίπτωση των Μαρμάρων της Ακρόπολης δεν ζητούμε την επιστροφή ενός πίνακα ή ενός αγάλματος. Ζητούμε την αποκατάσταση ενός μοναδικού μνημείου, ξεχωριστού συμβόλου ενός πολιτισμού. Και πιστεύω ότι ήρθε ο καιρός αυτά τα Μάρμαρα να γυρίσουν πίσω στον γαλάζιο ουρανό της Αττικής, στον φυσικό τους χώρο, εκεί που αποτελούν δομικό και λειτουργικό μέρος ενός μοναδικού συνόλου…».

Η Μελίνα είχε θυμώσει για το θέμα των Γλυπτών. Και δεν κανάκευε τον θυμό της, ούτε προσπαθούσε, ούτε ήθελε να τον καταλαγιάσει αν δεν λυνόταν το πρόβλημα που τον είχε προκαλέσει. Αρα θυμωμένη θα ήταν ακόμη. Και το ίδιο σαρκαστική όπως πάντα όταν ήταν σίγουρη για το δίκιο της, όπως τον Απρίλιο του 1983, στο πρώτο της ταξίδι στο Λονδίνο ως υπουργός Πολιτισμού. Η καμπάνια για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα έχει μόλις αρχίσει και φυσικά περίμεναν από εκείνη να θέσει το θέμα χωρίς περιστροφές. Στο επίσημο δείπνο στο Institute of Contemporary Art ήταν παρών και ο τότε διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου σερ Ντέιβιντ Γουίλσον, όπως και πολλοί επίσημοι, βρετανοί και έλληνες. Η Μελίνα εκφώνησε τον λόγο της, χωρίς την παραμικρή αναφορά στα «Μάρμαρα». Ολοι αναστέναξαν με ανακούφιση. Και έκαναν το λάθος να τη χειροκροτήσουν με θέρμη.

Οταν οι καλεσμένοι κάθισαν, η Μελίνα σηκώθηκε ξανά για να τους ευχαριστήσει. Και (υποτίθεται) για να τους ζητήσει… συγγνώμη για τα «κακά αγγλικά» της. «Ι hear it and reminded of what Dylan Thomas said of a British broadcaster: “He speaks as if he had Marbles in his mouth”» («Με ακούω και θυμάμαι αυτό που είχε πει ο Ντίλαν Τόμας για κάποιον βρετανό εκφωνητή: Μιλάει σαν να έχει Μάρμαρα στο στόμα του»).

Η Μελίνα δεν μασούσε τα λόγια της. Και δεν επρόκειτο να το κάνει αν ζούσε ακόμη, ήταν από τα θεμελιακά χαρακτηριστικά της. Αν συναντούσε τον διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου θα του έλεγε ό,τι είπε και όπως το είπε στον σερ Ντέιβιντ Ουίλσον, κουνώντας το δάχτυλό της. «Θέλω πίσω τα Μάρμαρά μου!» του είχε πει και όταν εκείνος της απάντησε «Εσύ θέλεις τα δικά σου μάρμαρα, άλλοι θέλουν τα δικά τους» έγινε έξω φρενών. «Εσείς το λέτε αυτό;» τον ρώτησε οργισμένη. «Μα είναι μέλη εντός κτίσματος. Τα ξερίζωσαν. Υπάρχουν δηλαδή πολλοί Παρθενώνες στον κόσμο;».

Θα πήγαινε σε συνέδρια και όπου μπορούσε να μιλήσει για την κλοπή των Γλυπτών από τον λόρδο Ελγιν. Δεν θα στρογγύλευε τις λέξεις, θα επέμενε στη λέξη «κλοπή», θα την επαναλάμβανε πολλές φορές, αφού πρώτα θα είχε υποσχεθεί ότι θα κρατήσει την ψυχραιμία της. Οπως στην ομιλία της στην Οξφόρδη το 1986. Τότε που είχε πει: «Λένε ότι εμείς οι Ελληνες είμαστε ένας θερμόαιμος λαός. Να σας πω κάτι; Είναι αλήθεια. Και είναι γνωστό πως δεν αποτελώ εξαίρεση. Γνωρίζοντας τι σημαίνουν τα γλυπτά αυτά για τον ελληνικό λαό δεν είναι εύκολο να μιλήσω ψύχραιμα για το πώς πάρθηκαν τα Μάρμαρα από την Ελλάδα, αλλά θα προσπαθήσω. Το υπόσχομαι».

Θα ήταν βέβαια ευτυχής που ένας στόχος της, η ανέγερση του Μουσείου της Ακρόπολης, η απουσία του οποίου ήταν ένα εμπόδιο για την επιστροφή των Γλυπτών, έγινε πραγματικότητα. Σε ένα πράγμα μόνο θα ήταν ασυνεπής με τον εαυτό της. Είχε πει πως αν, όταν επέστρεφαν τα Γλυπτά, είχε πεθάνει, θα ξαναγεννιόταν. Και ήταν άνθρωπος που κρατούσε πάντα τον λόγο του. Στην προκειμένη περίπτωση δεν θα μπορούσε να το κάνει. Δεν θα έφταιγε όμως εκείνη…