Πώς μπορεί ένα επιστημονικό εργαλείο να γίνει αφορμή για να ανακαλύψουμε τις πιο κρυφές πτυχές της ανθρώπινης φύσης; Στο ερώτημα αυτό θα απαντήσει το «Στο διπλανό δωμάτιο ή το έργο του δονητή», η δραματική κωμωδία που ανεβαίνει αυτή την περίοδο στο θέατρο Βρετάνια. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης σε συνεργασία με τον Ακη Σακελλαρίου παρουσιάζουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα το κείμενο της Σάρα Ρου και με φόντο τη Βικτωριανή εποχή καλούν τους θεατές να αναστοχαστούν πάνω σε ζητήματα όπως η (γυναικεία) σεξουαλικότητα, η κοινωνική ηθική και η επιστήμη.

Η ιστορία τοποθετείται στα τέλη του 1880 στη Νέα Υόρκη, όπου μετά την εφεύρεση του ηλεκτρισμού ο καταξιωμένος γιατρός και οικογενειάρχης Δρ Γκίβινγκς ανακαλύπτει με στόχο τη θεραπεία της «υστερίας» των γυναικών (και ενίοτε των ανδρών) μια πρωτοποριακή συσκευή: τον δονητή. Ενώ ο ίδιος όμως είναι σε θέση πλέον να διεγείρει τους ασθενείς του, αποτυγχάνει να κάνει το ίδιο με τη σύζυγό του Κάθριν.

Εκείνη μένει απασχολημένη με τη νεογέννητη κόρη τους, όμως προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει στο διπλανό δωμάτιο όπου στεγάζεται το ιατρείο.

«Τον συγκεκριμένο ρόλο τον αντιμετωπίζω όπως όλους τους ρόλους. Λέω τα λόγια και με οδηγούν. Δεν είναι, άλλωστε, το έργο ούτε κωμωδία ούτε δράμα. Είναι κάπως ρεαλιστικό, με αρκετά στοιχεία φάρσας.

Ανοίγουν πόρτες, κλείνουν πόρτες… τέτοια…» αναφέρει η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, η οποία υποδύεται την κυρία Γκίβινγκς, μιλώντας στο «Νσυν».

Ενστικτα και ορμόνες

Στην παράσταση, η ηθοποιός «μπαίνει» σε έναν κόσμο όπου η καταστολή συναντά την επιθυμία και το χιούμορ μπλέκεται με την κοινωνική κριτική.

«Η συσχέτιση με το κείμενο μου επιβεβαίωσε ότι τα ένστικτα, οι ορμόνες και γενικά η “ανάγκη” του ανθρώπου σε οποιαδήποτε εποχή και σε οποιονδήποτε τόπο είναι αυτά που κινούν τις σχέσεις» τονίζει η πρωταγωνίστρια.

«Τα ταμπού είναι μεγάλη αγάπη του θεάτρου. Είναι πραγματικά γαργαλιστικό, ευφρόσυνο, ίσως και λυτρωτικό να βλέπεις στη σκηνή να χρησιμοποιούν τον δονητή. Υπάρχει και κάποια προστασία. Δεν βλέπεις πορνό για να ντραπείς. Ολα γίνονται κάτω από τη σκεπή της άγνοιας. Ο δονητής τότε ήταν θεραπεία. Ηταν φάρμακο» συνεχίζει η ίδια, ανατρέχοντας στη συμβολική χρήση του εργαλείου επί σκηνής.

«Εννοείται ότι ο δονητής είναι ένα μέσο για την απόλαυση.

Είναι πιο σοβαρό το πώς η απόλαυση θα πάψει να είναι ένοχη. Αυτή την ενοχή δονεί ο δονητής στο έργο. Τη δονεί μέχρι να σκάσει».

Το έργο μέσα από το πρίσμα του θεάτρου αναδεικνύει πολύ εύστοχα το πώς οι προκαταλήψεις του τότε αντανακλούν τις δικές μας αναστολές σήμερα και δίνει αρκετή τροφή για σκέψη σχετικά με το αν όλα όσα καταπίεζαν τις γυναίκες τον 19ο αιώνα τώρα έχουν πραγματικά ξεπεραστεί.

«Πολλά απόνερα υπάρχουν ακόμη. Εντάξει, πλέον ξέρουμε πάρα πολλά γύρω από τη σεξουαλικότητα οι περισσότεροι.

Αλλά είναι πολύ πρόσφατα αυτά τα κεκτημένα. Γενικά πάντως η εποχή μας πιο πολύ μοιάζει ελεύθερη παρά είναι. Οι φόβοι μας γύρω από το σεξ και την απόλαυση είναι ακόμη βαθιά μέσα μας. Είναι, πιστεύω, και ο θεσμός της οικογένειας υπεύθυνος γι’ αυτό. Η αγία οικογένεια έχει πολλά ταμπού. Ισως και χωρίς αυτά να διαλυθεί» δηλώνει η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, η οποία τους ερχόμενους μήνες θα εναλλάσσεται σε διπλή διανομή με τη Νάντια Κοντογεώργη.

Η «υστερία»

Βασικός άξονας της παράστασης είναι η «υστερία», μια διάγνωση που χρησιμοποιούσαν ευρέως για να περιγράψει μια σειρά συμπεριφορών και συναισθημάτων που δεν ταίριαζαν στα στερεότυπα της εποχής για τη «σωστή» γυναίκα.

Στην πραγματικότητα, ήταν ένας όρος που λειτουργούσε ως πρίσμα των κοινωνικών προκαταλήψεων απέναντι στις γυναίκες που διεκδικούσαν τον έλεγχο του σώματός τους ή εξέφραζαν συναισθήματα πέρα από τα αποδεκτά όρια.

«Πολύ εύκολα λέμε μια γυναίκα τρελή. Εναν άντρα πιο εύκολα τον λέμε μαλάκα. Από τη μία είναι πολύ υποτιμητικό, από την άλλη βρίσκω ότι η γυναίκα έχει μια φυσική σύνδεση με τον ψυχισμό της που ο άντρας δεν έχει. Δεν μιλάω για βαθιά πράγματα, μιλάω για φυσικά. Μόνο που γίνεται μάνα φτάνει για να “τρελαθεί”. Η κοινωνία είναι ανδροκρατούμενη, δεν κατανοεί τη γυναικεία ορμόνη και την παραβλέπει ή την υποτιμά.

Οπως και να ‘χει, η γυναίκα την κάνει τη δουλειά της. Δημιουργεί ζωή, τέλος» καταλήγει η ηθοποιός, προτείνοντας τη δική της εφεύρεση για τη θεραπεία της σύγχρονης κοινωνικής ή συναισθηματικής υστερίας.

«Για την κοινωνική υστερία το βρήκε ο Πανούσης, “θα ρίξω LSD στη λίμνη του Μαραθώνα”. Για τη συναισθηματική δεν μπορώ να φανταστώ κάτι τεχνολογικό. Ισως κανένα άρωμα ευφορίας».