«Εχουμε απομείνει δύο άτομα μεταξύ των ηγετών στον κόσμο αυτή τη στιγμή. Εγώ και ο Πούτιν»: αυτό είπε προχθές ο πρόεδρος της Τουρκίας Ερντογάν, μιλώντας με αφορμή την υπερεικοσαετή διάρκεια παραμονής των δύο τους στην εξουσία – αλλά, φυσικά, όχι μόνο γι’ αυτήν. Οσο κι αν μία πρώτη αντίδραση είναι να πει κάποιος «τι λέει πάλι αυτός;», μιλώντας δε για τον εαυτό του με όρους πολιτικής αποθέωσης, ίσως αξίζει να αναρωτηθεί: υπάρχει πιθανότητα να έχει «δίκιο»;

Η απάντηση είναι πικρή, επειδή είναι θετική. Δυστυχώς, ο Ερντογάν έχει δίκιο. Και το «δυστυχώς» δεν έχει να κάνει εν προκειμένω με την ελληνοτουρκική διάσταση της υπόθεσης στην οποία ασφαλώς η σκιά του έχει πέσει επικίνδυνα βαριά για τους ώμους των ελληνικών ηγεσιών, αλλά με τα αίτια που οδηγούν σε αυτή τη διαπίστωση. Γιατί το ερώτημα είναι, τελικά, τι είναι εκείνο που συνδέει στο βάθος τους ηγέτες της Ρωσίας και της Τουρκίας και καθιστά δυνατό να λέγεται κάτι τέτοιο στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα χωρίς να είναι ανέκδοτο; Είναι το γεγονός ότι με κάποιο τρόπο ο χρόνος που περνά, αντί να φέρνει πρόοδο, φέρνει οπισθοδρόμηση. Είναι ότι αργά αλλά σταθερά εξελίσσεται μία αναπόδραστη, όπως όλα δείχνουν, πορεία προς έναν θρίαμβο, μία παντοκρατορία, θα μπορούσε να πει κανείς, του αυταρχισμού, η επικράτηση του οποίου συνδέεται πλέον ευθέως με την έννοια της αποτελεσματικότητας περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε στην πρόσφατη Ιστορία.

Τα κράτη με αυταρχικές ηγεσίες, για τις οποίες η δημοκρατία, οι ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών και το κράτος δικαίου είναι απλώς μία βιτρίνα – και πολλές φορές πλέον ούτε καν αυτό, συχνά δεν είναι πια απολύτως τίποτα –, έχουν σαφές πλεονέκτημα σε όλα τα επίπεδα του διεθνούς ανταγωνισμού ισχύος: τόσο του οικονομικού όσο και του πολιτικού, μα και του στρατιωτικού. Το κόστος φυσικά το πληρώνουν πρώτα οι ίδιοι οι λαοί τους που είναι πρακτικά μόνιμα πλέον υπόδουλοι σε αυτού του είδους τις ηγεσίες.

Το πληρώνουν όμως και οι δημοκρατικές χώρες, οι οποίες λειτουργούν απέναντί τους από μειονεκτική θέση, ακόμα και όταν είναι αντικειμενικά ισχυρότερες: επειδή όταν, όπως πρέπει, δεσμεύεσαι από τους δημοκρατικούς κανόνες, έχεις όρια στο τι μπορείς να κάνεις. Ορια που «οι δύο τελευταίοι ηγέτες», κατά Ερντογάν, γελάνε μόνο που τα ακούν.

Ο Πούτιν στέλνει στη σφαγή εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσους στην Ουκρανία – και όμως δεν κλονίζεται. Ο Ερντογάν έχει καταργήσει, όπως και ο Πούτιν άλλωστε, κάθε ίχνος ελευθερίας του Τύπου και της έκφρασης στην Τουρκία, έχει φυλακίσει χιλιάδες χιλιάδων εχθρών του καθεστώτος του, έχει, επίσης και αυτός, αλλάξει το Σύνταγμα στα μέτρα του, είναι απόλυτα ανεξέλεγκτος. Αλλά δεν είναι μόνον αυτοί: η Κίνα έχει κατακλύσει τη Δύση με τα προϊόντα της, που προέρχονται από ένα καθεστώς ακόμα αυταρχικότερο, από εργασία σύγχρονων σκλάβων κατά εκατοντάδες εκατομμύρια.

Ομως η Δύση, η πατρίδα και η ζωντανή έκφραση της δημοκρατίας, το πραγματικό πρόβλημα είναι αυτή. Επειδή όσο αποδέχεται τη διαρκή συναλλαγή και προσφέρει τη συνεχή νομιμοποίηση στον αυταρχισμό, τόσο τελικά γλιστράει και η ίδια προς αυτόν. Για τον απλό λόγο ότι αδυνατεί να τον ανταγωνιστεί. Και όσο συναλλάσσεται σαν να μη συμβαίνει τίποτα, τόσο τον ενδυναμώνει, ενώ η ίδια σταδιακά αποστεώνεται. Και ο κύκλος αυτός συνεχίζει να βαθαίνει χωρίς σταματημό.

Προχθές ο Ντράγκι έκανε τη… σπουδαία διαπίστωση ότι «η γαλλογερμανική ηγεσία έχει εξασθενήσει», για να προσθέσει ότι «δεν βλέπω καμία άλλη ηγεσία ικανή να οδηγήσει την Ευρώπη σε κοινό μέλλον. Υπάρχει κενό ηγεσίας, αλλά πρέπει να φανούμε υπομονετικοί και να περιμένουμε τα αποτελέσματα των εκλογών στη Γερμανία». Αλήθεια, από εκεί περιμένει λύση; Γιατί λύση από εκεί ουδέποτε υπήρξε – γι’ αυτό και βρισκόμαστε εδώ άλλωστε. Αντίθετα, μάλλον θα έπρεπε να σκεφτεί το πολύ σοβαρό ενδεχόμενο αυτές οι εκλογές να αποδειχθούν τελικά μοιραίες και για τη Γερμανία και την Ευρώπη, ανοίγοντας πλέον τη μαύρη πόρτα και του ευρωπαϊκού αυταρχισμού. Το μόνο που μπορεί να ελπίζει κανείς από αυτές είναι να μην το πράξουν. Τίποτε άλλο.