Ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας «Το αμάρτημα της μητρός μου», μεταφέρεται στη σκηνή και θα παρουσιαστεί για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Ραντάρ, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, σε σκηνοθεσία και ερμηνεία Κωνσταντίνου Γιαννακόπουλου.
Είναι το πρώτο ελληνικό διήγημα με ψυχογραφικό χαρακτήρα που καταφέρνει να ξεπεράσει τα στενά όρια της ηθογραφίας, εισδύοντας στα ψυχικά κίνητρα των πρωταγωνιστών. Ο Βιζυηνός πρωτοπορεί, καθώς είναι η πρώτη φορά στην ελληνική διηγηματογραφία που ανοίγει ο κόσμος της ψυχής. Ο κόσμος της συνείδησης και του εσωτερικού προβληματισμού.
Το μικρό αυτό αριστούργημα με αυτοβιογραφικά στοιχεία πρωτοδημοσιεύτηκε το 1883, μεταφρασμένο στα γαλλικά στη Nouvelle Revue [Νέα Επιθεώρηση], συνδυάζει την ρέουσα και συναρπαστική αφήγηση με τους ζωντανούς διαλόγους, το μυστήριο με την αγωνία, αλλά και το αίνιγμα που πλανάται ήδη από το άκουσμα και μόνο, του τίτλου του έργου. Ποιο ήταν το αμάρτημα;
Η ιστορία του έργου ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του αφηγητή- Γιωργή, που σημαδεύονται από την αρρώστια της αδελφής του Αννιώς και τον απελπισμένο αλλά μάταιο αγώνα της μητέρας του να σώσει από το θάνατο, το ασθενικό της κορίτσι. Οι ενοχές της απώλειας ακολούθως, την ωθούν σε δύο αλλεπάλληλες υιοθεσίες νέων κοριτσιών, που γίνονται όμως αιτία να παραμεληθούν τα άλλα τρία ορφανά από πατέρα αγόρια της, και να στερηθούν την μητρική φροντίδα. Όταν μεγαλώνουν και γίνονται πλέον άνδρες, εξακολουθούν να μην μπορούν να κατανοήσουν αυτήν την άστοχη εμμονή, της μητέρας τους. Όταν μετά από χρόνια, επιστρέφει από τις σπουδές του στη Γερμανία, ο Γιωργής , έρχεται σε αντίθεση με την μητέρα του ως προς την διατήρηση της δεύτερης ψυχοκόρης της, γεγονός που την οδηγεί στην απόφαση, να του αποκαλύψει το τραγικό μυστικό της.
Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, τα αμαρτήματα και τον Βιζυηνό.
Δεύτερη σεζόν για το «Αμάρτημα της μητρός μου». Πώς έχει εξελιχθεί η παράσταση σε αυτή τη δεύτερη παρουσία της;
Χαίρομαι για την ερώτηση αυτή γιατί όντως μια παράσταση είναι κάθε φορά μία βιωματική εμπειρία. Και ως εκ τούτου μία διαδικασία εν εξελίξει. Κι όσο κι αν φαίνεται ότι αυτή η εξελικτική πορεία αφορά μόνο τους ηθοποιούς, στην πραγματικότητα η παρουσία του κοινού παίζει κατά τη γνώμη μου εξίσου σημαντικό ρόλο.
Από τις πρώτες κιόλας παραστάσεις, μας έδειξαν με τη στάση τους ή θα έλεγα καλύτερα με την ακινησία τους, τον τρόπο με τον οποίον προσλαμβάνουν το κείμενο και εν γένει την παράσταση.
Μπαίνουν σ ένα ταξίδι απ’ την αρχή της ιστορίας και δεν βγαίνουν απ’ αυτό, παρά μόνο στο τέλος. Είναι σαν να συντονίζονται οι ανάσες μου με τις δικές τους.
Από την άλλη κι εγώ έχοντας πλέον στην πλάτη αρκετές παραστάσεις, νιώθω πως κινούμαι με μεγαλύτερη άνεση και κυρίως πλαστικότητα τόσο στο επίπεδο του λόγου, όσο και της κινησιολογίας της παράστασης που έχει μέσα της ένα στοιχείο τελετουργίας.
Ποιες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής θέλετε να αναδείξετε μέσα από τη σκηνική μεταφορά του «Αμαρτήματος της μητρός μου»;
Στις ψυχολογικές μελέτες του «επί τω καλώ» ο Βιζυηνός γράφει πώς χωρίς τις αισθήσεις κανένας ψυχικός βίος δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Αλλά και χωρίς ψυχή πίσω από αυτές τις αισθήσεις, κανένας πνευματικός βίος δεν μπορεί να υπάρξει. Επομένως για εκείνον η ψυχή διαμορφώνεται κάθε φορά από τον αισθητό κόσμο διαμέσου των κεντρικών νευρικών συστημάτων όπως λέει και δια μέσου των παραστάσεων.
Για αυτό κι εγώ, μέσα από την αναδρομική αφήγηση για πράγματα πολύ προσωπικά και τραυματικά που παραθέτει έτσι κι αλλιώς στο κείμενό του, και όπου αυτή η αφήγηση δεν εμπίπτει στη γνώση του ενήλικου εαυτού του, αλλά του μικρού Γιωργή, προσπάθησα να μεταφέρω αυτές τις αισθήσεις, ως ψυχικές κινήσεις, που δεν μπορούν να ελεγχθούν απόλυτα από τη λογική, καθώς ανασύρονται ξανά από ένα χώρο τραύματος, και μεταφέρουν κάτι απ’ την αίσθηση και την ένταση που είχε το βίωμα στο παρελθόν. Ποτέ ακριβώς το ίδιο. Αλλά ούτε και τελείως αποχρωματισμένο.
Κι αυτό βοηθά πιστεύω πολύ, τόσο εμένα, όσο και τους θεατές να κατανοήσουν καλύτερα το μηχανισμό του τραύματος που αρχίζει και δημιουργείται σε αυτή την τρυφερή ηλικία πού ήταν τότε ο Βιζυηνός.
Το έργο καταπιάνεται με την έννοια της ενοχής και του τραύματος. Πιστεύετε ότι αυτός ο ψυχαναλυτικός διάλογος του Βιζυηνού παραμένει επίκαιρος στο σημερινό κοινό;
Νομίζω πως τώρα , είναι επίκαιρος από κάθε άποψη. Πιο πολύ και απ’ τον καιρό του. Όχι μόνο γιατί η επιστήμη της ψυχολογίας έχει εδραιωθεί και προχωρήσει, αλλά γιατί οι άνθρωποι εξακολουθούν να εγκλωβίζονται στα τραύματα τους και στις ενοχές τους. Και αυτά δεν έχουν εποχή. Μπορεί να αλλάζουν τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, αλλά επί της ουσίας εξακολουθούν να ταλανίζουν τις ψυχές των ανθρώπων.
Η διπλή ιδιότητά σας ως σκηνοθέτης και ηθοποιός στο ίδιο έργο πόσο επηρεάζει την ερμηνευτική σας προσέγγιση και την αποτύπωση των εσωτερικών συγκρούσεων του ήρωα;
Σαφέστατα πολύ. Αλλά όσο και αν φαίνεται περίεργο, αστείο ή ακόμα και εξωφρενικό αυτό που θα σας πω, υπάρχει γόνιμος διάλογος μεταξύ των δύο εαυτών. Των δύο ιδιοτήτων. Αυτό που προτείνει πολλές φορές με περίσσια σιγουριά ο εαυτός μου ως σκηνοθέτης, φιλτράρεται από την σκηνική συμβατότητα ή μή που μπορεί να έχει, για την οποία υπεύθυνος είναι ο άλλος μου εαυτός, του ηθοποιού που καλείται να μετουσιώσει σε πράξη αυτήν την πρόταση. Και αυτό όπως καταλαβαίνετε είναι φυσικό να συμβαίνει, αν αναλογιστεί κανείς πως μια παράσταση στο θέατρο δεν δημιουργείται απλά και μόνο σε ένα θεωρητικό επίπεδο, αλλά κυρίως σε ένα πρακτικό.
Επιπρόσθετα, δεν ήμουν μόνος μου, στην δημιουργική διαδικασία των δοκιμών. Υπήρχε βοηθός σκηνοθέτης αλλά και κοινησιολόγος που η βοήθειά τους ήταν ανεκτίμητη. Όπως και της μουσικής, της σκηνογραφίας και των φωτισμών. Όλοι θεωρώ – ο καθένας στο κομμάτι του – είναι συνδημιουργοί σε μία θεατρική δουλειά.
Ποιο ήταν για σας το «θαύμα» που αναφέρετε στην εισαγωγή σας, και πώς θέλετε να περάσει αυτό στους θεατές;
Το θαύμα έγκειται στην εσωτερική δύναμη του ανθρώπου. Στη θέληση του να προχωρήσει. Να μη μείνει στάσιμος. Αυτή τη δύναμη πολλές φορές δεν την γνωρίζει ούτε ο ίδιος. Κι όταν κάτι τον πληγώνει βαθιά, νομίζει πως ο χρόνος σταματά εκεί. Κι όμως πολλά μπορούν να γίνουν. Αρκεί να προσπαθήσει να το αναγνωρίσει. Ο δρόμος δεν είναι ποτέ εύκολος. Είναι δρόμος που χρειάζεται πνευματικότητα. Η αναδρομή στο τραύμα ποτέ δεν είναι κάτι εύκολο. Περνάει μέσα από δοκιμασίες, ματαιώσεις και λύπες. Πρέπει πρώτα ν’ αποδεχτεί κανείς, να συναισθανθεί, να συγχωρέσει και ν αγαπήσει. Τον εαυτό του και όλους τους άλλους. Να χτίσει έναν νέο εαυτό. Απ’ τα συντρίμμια – ναι. Σιγά σιγά και μέχρι εκεί που μπορεί κάθε φορά. Ενδυναμώνοντας διαρκώς την τραυματισμένη αυτοπεποίθησή του. Ώσπου κάποια στιγμή, να διαπιστώσει πώς αυτό που μέχρι πρότινος έμοιαζε δυσβάσταχτο και ασήκωτο, είναι πλέον κάτι διαχειρίσιμο.
Αυτό είναι το θαύμα. Και όποιος θέλει μπορεί να το δει. Όχι να εξαλείψεις το τραύμα. Να σηκώνεσαι φέροντας το.
Η μετάβαση από το αυτοβιογραφικό στο θεατρικό στοιχείο τι προκλήσεις σας έθεσε; Πώς εξισορροπήσατε την αλήθεια του συγγραφέα με τη σκηνική αλήθεια;
Κατ’ αρχάς η μεταφορά ενός λογοτεχνικού κειμένου στο θέατρο, θα έλεγα πως είναι εξ ορισμού , μία πρόκληση. Κι αυτό γιατί η θεατρική γραφή είναι τελείως διαφορετική από κείνη του διηγήματος. Οι περιγραφές είναι πλήρεις εικόνων και συναισθημάτων, τα οποία δίνονται μάλιστα με κάθε λεπτομέρεια, έτσι που θα έμοιαζε τελείως άστοχη, μια επιπλέον προσπάθεια να εμπλουτιστούν ή να σκιαγραφηθούν σκηνικά με ρεαλιστικό τρόπο. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα περιόριζε σημαντικά την ικανότητα του θεατή να φανταστεί και να δημιουργήσει τις δικές του εικόνες.
Στο συγκεκριμένο διήγημα επιπλέον υπάρχει μια σημαντική ποιοτική διαφορά. Έχουμε να κάνουμε με προσωπικό – τραυματικό βίωμα του ανθρώπου που αφηγείται. Ο Βιζυηνός μιλά για το αμάρτημα της δικής του μητέρας και για τον αντίκτυπο που είχε αυτό στον ίδιο του τον ψυχισμό.
Αυτός είναι και ο λόγος που αποφάσισα να είμαι μόνος μου πάνω στη σκηνή. Γιατί στην ουσία, κι αυτό αποτελεί για μένα τη βασική σκηνοθετική γραμμή, πρόκειται για μία βουτιά ενός ανθρώπου στο τραυματικό παρελθόν του. Ο ίδιος κινείται μεταξύ μνήμης και φαντασίας, όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, ανασύροντας αναγκαστικά και κάποια πράγματα που είχε απωθήσει στο ασυνείδητο. Αυτός ξαναφέρνει μέσα απ’ την μνήμη, όλα τα πρόσωπα της ιστορίας.
Δημιουργεί λοιπόν μία νέα σκηνική πραγματικότητα. Ας πούμε πως κάθε παράσταση είναι μια συνεδρία που κάνει ο ίδιος στον εαυτό του αυτοψυχαναλυόμενος. Ο σκοπός του δεν είναι αυτός ασφαλώς. Σκοπός του είναι να κατανοήσει τη μητέρα του, να αποκαταστήσει την τραυματισμένη σχέση του παρελθόντος. Κι όταν φέρνει στο νου του, προς το τέλος του διηγήματος, την εξομολόγηση της και την αποκάλυψη του μέχρι τότε κρυφού μυστικού της, επί της ουσίας, είναι σαν να την ψυχαναλύει κι εκείνη.
Στη σκηνή δεν βλέπουμε το ίδιο το γεγονός, παρα την ανάμνησή του. Βλέπουμε πώς σκιαγραφείται μέσα από τη μνήμη του συγγραφέα και την φαντασία του.
Στην προσπάθεια του να ξανασυνθέσει λοιπόν γεγονότα και πρόσωπα, δημιουργεί ένα νέο εικαστικό σύμπαν, από ήχους, μη ρεαλιστικές εικόνες, ακόμα και μυρωδιές. Μοιάζει από τη μία σαν να βρίσκεται μέσα σε όνειρο, κι από την άλλη σαν ένα παιδί που δημιουργεί ξανά έναν ολότελα δικό του κόσμο, χρησιμοποιώντας την φαντασία του.
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το αληθινό «αμάρτημα» της μητέρας του ήρωα και πώς αυτή η ιδέα αποτυπώνεται μέσα από τη σκηνοθεσία;
Νομίζω πως δεν είναι μακριά απο κείνο που ο ίδιος ο συγγραφέας αφήνει τον αναγνώστη του να καταλάβει.
Εκείνο που η ίδια η μάνα θεωρεί αμάρτημα δεν εκλαμβάνεται ως τέτοιο στη δικά μου οπτική. Ούτε προφανώς στην οπτική συγγραφέα. Το ονομάζει άλλωστε δυστύχημα στο τέλος κι όχι αμάρτημα. Για μένα το αμάρτημα της μητέρας εστιάζεται στην δική της λανθασμένη οπτική, απέναντι στο τραυματικό γεγονός που βίωσε εκείνη. Στο πως αντιλαμβάνεται αυτό που θεωρεί εκείνη για τον εαυτό της αμαρτία. Γιατί η άστοχη αυτή σκέψη, θα την οδηγήσει σε μια πραγματική αμαρτία. Η οποία αποτυπώνεται καθαρά σ εκείνη την φοβερή σκηνή στην εκκλησία, όταν προκειμένου να εξιλεωθεί, προσεύχεται στο Θεό να πάρει ένα απο τ αγόρια της για να σωθεί το κορίτσι. Αυτό το παζάρι θανάτου τραυματίζει ανεπανόρθωτα τον ψυχισμό του επτάχρονου γιού της που την ακούει κρυφά. Η στρεβλή αντίληψη της, συνδέεται ασφαλώς τόσο με την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής, όσο και με την αυθαίρετη θεώρηση πώς ο θεός την τιμωρεί και την δοκιμάζει. Την στρεβλότητα αυτή, την κατανοεί αργότερα και ο Βιζυηνός αλλά δεν την υιοθετεί ούτε στο ελάχιστο. Για αυτό και προσπαθεί να τη βοηθήσει να καταλάβει πώς τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως τα σκέφτονταν. Όμως κάτι τέτοιο δεν στάθηκε εφικτό. Η λύτρωση για τη μητέρα δεν θα έρθει ποτέ.
Αυτά ήταν ασφαλώς πράγματα που με απασχόλησαν σκηνοθετικά, αλλά δίνονται με τόση σαφήνεια, τόση ψυχογραφική ακρίβεια μέσα στο διήγημα, που δεν χρειαζόταν κανένα επιπλέον εύρημα για να τονιστούν, παρα μόνο να δώσω ερμηνευτικά με διαύγεια τις ψυχικές κινήσεις που προκύπτουν πάντα μέσα από μία ψυχαναλυτική διαδικασία και μία αναδρομική αφήγηση σε χώρο τραυματικό.
Διαχωρίζοντας με σαφήνεια τις στιγμές που ο αφηγητής παραλείπει τεχνηέντως τη γνώση του ενήλικου εαυτού του, υπέρ της ανάδυσης του ψυχισμού ως παιδί.
Εδώ νομίζω πως φαίνεται περίτρανα, πόσο σπουδαίος ψυχογράφος ήταν ο Βιζυηνός.
Αν ο Βιζυηνός ζούσε σήμερα, πιστεύετε ότι θα έγραφε το ίδιο έργο; Ποιες διαστάσεις του «αμαρτήματος» θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν;
Ναι πιστεύω πως θα έγραφε το ίδιο έργο, εφόσον η μητέρα του διαπραγματεύονταν με τον ίδιο τρόπο την ενοχή της.
Προβαίνοντας δηλαδή στις συγκεκριμένες αστοχίες του νου, στα συγκεκριμένα αμαρτήματα.
Το ερώτημα μάλλον είναι αν η μητέρα θα λειτουργούσε σήμερα με τον ίδιο τρόπο. Διότι μπορεί όντως ορισμένα πράγματα να έχουν αλλάξει κοινωνικά και ο ρόλος της να μην είναι ασφαλώς αυτός που είχε σ εκείνα τα χρόνια, αλλά ποιος ξέρει αν τελικά η συμπεριφορά της θα διέφερε; Η ενοχή νομίζω πως είναι κάτι που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ίσως όχι πάντα αυστηρά κοινωνικούς.
Πιστεύετε ότι το «θαύμα» της θεραπείας του τραύματος, το οποίο περιγράφετε, είναι εφικτό μέσα από την τέχνη;
Εμείς κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας όπως έλεγε κι ο Κουν. Το θέατρο ως γνωστόν δεν δίνει λύσεις, αλλά κυρίως θέτει ερωτήματα. Αυτό μου φαίνεται πολύ ουσιαστικότερο. Και δημοκρατικότερο. Έχει μέσα του την προσωπική σκέψη και κρίση του καθενός ξεχωριστά. Έχει μία ελευθερία.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να υποκαταστήσουμε τους γιατρούς και τους επιστήμονες. Ας πούμε ότι μπορούμε ίσως να βοηθήσουμε λίγο στο έργο τους. Ας πούμε ότι κρατάμε στους ανθρώπους ένα φως αναμμένο να βλέπουν. Ότι θέλει να δει βέβαια ο καθένας.