Οι τοίχοι υπήρξαν το πρώιμο Ιντερνετ, όπου ο καθείς έγραφε ότι του κατέβαινε στο κεφάλι – μόνο που κάποιοι πλήρωναν για άσπρισμα (και πληρώνουν) για να έρχεται ο πάσα ένας να βγάζει τον γκαϊλέ του μουτζουρώνοντας ό,τι απέμεινε καθαρό και λευκό. Κι αυτή τη βαναυσότητα, χάριν ευφωνίας, τη λέμε «γκράφιτι», παρότι σπάνια έχει κάτι το καλλιτεχνικό. Η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα κι όλες οι ελληνικές πόλεις υφίστανται αυτά τα βίαια, επιτοίχια τατουάζ – όσο για τα πανεπιστήμια; Είναι οι μήτρες του γενικού μουτζουρώματος, πολλαπλά παλίμψηστα παραφθαρμένου Τζάκσον Πόλοκ.
Θυμάμαι ένα βράδυ που καθόμασταν σε κάποιο μπαρ κι ο Γιάννης Μπουτάρης μου διηγήθηκε το εξής: ήταν προσκεκλημένος σε μια πόλη της Τουρκίας από τον δήμαρχό της. Το βράδυ κατά τη διάρκεια του δείπνου λέει στον Τούρκο ότι διασχίζοντας την πόλη παρατήρησε πως πουθενά, μα πουθενά, σε κανέναν τοίχο δεν είδε γκράφιτι, κάτι που στην πόλη μου τη Θεσσαλονίκη, είπε ο Μπουτάρης, είναι πραγματική μάστιγα. Και μετά ρώτησε τον δήμαρχο πώς κατάφερε να αποθαρρύνει αυτή την απαίσια συνήθεια των νέων. Και ο Τούρκος απάντησε: τον πρώτο νεαρό που πιάσαμε να κάνει γκράφιτι, τον έδειρε η αστυνομία επί ένα τρίμηνο, ανηλεώς, οπότε, μετά, για να συνέλθει, κάθισε στο νοσοκομείο, περίπου για ένα χρόνο. Αυτό φροντίσαμε να μαθευτεί σε όλη την πόλη και από τότε δεν ξαναεμφανίστηκε το φαινόμενο – συν το ότι και ο βαρέος δαρείς ήτανε, κυκλοφορώντας, ένα διαρκές, ζωντανό παράδειγμα αποτροπής.
Ισως ήταν η μέθοδος Μοντεσόρι α λα Τούρκα. Πάντως δεν έχει σχέση με τους σύγχρονους τρόπους αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας εν Ελλάδι, αλλά είναι προφανές πως στην Τουρκία το σύστημα έπιασε: με ένα κακό βρωμόξυλο λύθηκε το πρόβλημα διά παντός. Αλλά σε εμάς δεν μπορεί να εφαρμοστεί, βέβαια, τόσο δραστική μέθοδος, λόγω της αυτονόητης δυτικής ευαισθησίας που δείχνουμε απέναντι στους φιλότεχνους βλαστούς οι οποίοι αρέσκονται να καταστρέφουν τα πάντα με σπρέι. Κατανοητόν. Το μπερντάχι ήταν και ελληνική, άμεση μέθοδος διαπαιδαγώγησης ως τη δεκαετία του εξήντα, αλλά τώρα πρέπει να φερόμαστε πολιτισμένα, ακόμα και απέναντι στη βάναυση αλητεία – έχω δει στην Πάνω Πόλη, έναν φτωχό νοικοκύρη να πληρώνει κάνοντας πολλές οικονομίες δύο χιλιάρικα για να βάψει το σπίτι του και την άλλη μέρα, να βλέπει όλη την πρόσοψη μουτζουρωμένη με συνθήματα «Λευτεριά στον αγωνιστή Σκορδοπέτσογλου» και τα λοιπά. Ο άνθρωπος παραλίγο να πάθει εγκεφαλικό – ποιος θα τον αποζημιώσει; Και το χειρότερο: αν βάψει πάλι το σπίτι, ποιος εγγυάται πως την άλλη νύχτα δεν θα ‘ρθουν πάλι οι Ντα Βίντσι με τα σπρέι;
Πολλές κεντρικές οδοί και παραδρόμια, σπίτια και μαγαζιά, δημόσια κτίρια, γέφυρες, σήραγγες και οτιδήποτε έχει επίπεδη επιφάνεια για καλλιγραφία έχει μουτζουρωθεί απελπιστικά. Ειδικά η Εγνατία Οδός, πέρα για πέρα, σχεδόν κάθε πρόσοψη, κάθε είσοδος πολυκατοικίας, ή ρολό καταστήματος έχουν κακοποιηθεί από τον ζωγραφικό τσογλανισμό που έχει μετατρέψει την κεντρική λεωφόρο σε ένα παρατεταμένο τράβελινγκ καρακιτσαριού. Και κανείς δεν ξαναβάφει τον τοίχο του γιατί ξέρει πως σε λίγες μέρες θα ξαναδεί τα ίδια – μιλάμε για κανονική μάστιγα, φαινόμενο που δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο με ψυχιατρικούς όρους. Ποιοι αυτοί οι ημιπιτσιρικάδες που δεν ανέχονται τίποτε καθαρό και όμορφο και μόλις δούνε μια ευπρεπή επιφάνεια τους πιάνει μανία να τη καταστρέψουν; Ποια βαθιά μοχθηρία τους καθοδηγεί να γράψουν τις παπαριές τους στους ξένους τοίχους, ποια ευχαρίστηση απολαμβάνουν – ίσως κάτι ανάλογο με τους σασκίνηδες εκείνους που παλιότερα, αν έβλεπαν καινούργιο αυτοκίνητο, αγνώστου, έστω, έσπευδαν να χαράξουν τα πλαϊνά του με κλειδί, ή με κατσαβίδι, να το καταστρέψουν από φθόνο ή από μίζερη χαιρεκακία. Είναι άλλη μια εκδοχή του μιζεραμπιλισμού, του δήθεν «ταξικού μίσους», του κατσαπλιαδισμού, της συμβολικής οικειοποίησης, της αρπαγής; Ισως. Είναι σαν τα σκυλιά που κατουράνε τους τοίχους και τα δέντρα για να ορίσουν την περιοχή ελέγχου τους; Κάτι τέτοιο – ένας ψυχίατρος ίσως να μας διαφώτιζε.
Στο μεταξύ τίποτε σχεδόν απ’ όσα γράφονται δεν διεκδικούν καμιά αισθητική αξίωση και το περίεργο είναι πως το 99% απ’ αυτά εκπέμπουν την ίδια χοντροκομμένη σχεδιαστική και χρωματική βαναυσότητα, την ίδια επιθετικότητα στις γραμμές και στη συμπίεση των αιχμηρών γραμμάτων λες κι έχουν γραφεί όλα, σχεδόν, από τον ίδιο δράστη. Αυτό είναι ένα άλλο θέμα προς ψυχολογική διερεύνηση, δηλαδή το ενιαίο, άγριο κιτς, η κυρίαρχη, προσβλητική ομοιομορφία, η καταστροφική, βαρβαρική μανία που εκπέμπουν – λες και βγήκαν όλοι απ’ τον ίδιο δάσκαλο κάποιας μάταιης και τυφλής οργής. Δεν μιλώ για τους ελάχιστους καλλιτέχνες της ζωγραφικής με σπρέι – αυτοί ανήκουν σε άλλη κατηγορία και δεν έχουν σχέση. Κι ίσως δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι μπογιατζήδες που βγαίνουνε τις νύχτες και μουτζουρώνουν είναι, καθώς λέγεται, έφηβοι – αν αληθεύει τότε λέτε το ζήτημα να έχει σχέση με την αγωγή, τη διαταραχή της οικογένειας και με ανεπαρκείς, στρεβλούς γονείς. Ε, κάποια σχέση θα έχει.
Και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το θέμα από έναν δήμαρχο, ή από τους πολίτες εν γένει; Με το τουρκικό σύστημα δεν μπορεί να λυθεί, πια, έχουν παρέλθει εκείνοι οι χρόνοι. Ισως με τις πολλαπλές κάμερες, την εγρήγορση όλων των πολιτών, αλλά και τις βαριές τιμωρίες. Κυρίως με την πληρωμή από τους ίδιους τους δράστες, ή από τους γονείς τους, όσων καταστρέφουν, με την αποδοκιμασία και την απαξία – προς αποτροπή. Δεν γίνεται το κάθε παιδάριο να αφήνει την τριτοκοσμική κουτσουλιά του στους τοίχους αγνώστων, διαρκώς, για να νιώσει ότι υπάρχει. (Στα πανεπιστήμια αυτό αποτελεί κανονικότητα). Μήπως πρέπει να αυστηροποιηθεί και η σχετική νομοθεσία; Ισως. Αλλά, πώς γίνεται, ρε παίδες, και στην Ιταλία ή στη Γαλλία, όπου πας, να είναι όλοι οι τοίχοι, παντού, πεντακάθαροι;