Στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν ήδη ιεραρχήσει τα διδάγματα από την επανεκλογή Τραμπ και δεν έχουν αμφιβολία ότι τις κάλπες του 2024 στις ΗΠΑ τις έκρινε η οικονομία – και μαζί της η μεσαία τάξη. Στην πραγματικότητα είναι η κρίσιμη παράμετρος σε κάθε εκλογική αναμέτρηση στις χώρες του δυτικού κόσμου – η μεσαία τάξη, άλλωστε, εξασφάλισε και την πανηγυρική επανεκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στις κάλπες του 2023. Και σε μια αξιοσημείωτη υποχώρηση σε αυτά τα κοινωνικά στρώματα αναζητείται εν πολλοίς και η χαμηλή πτήση της κυβέρνησης στις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου. Το νέο φορολογικό μείγμα που ετοιμάζει το οικονομικό επιτελείο με αφετηρία τον προϋπολογισμό του 2025 δείχνει ότι το μήνυμα ελήφθη. Τα αποτελέσματα θα κριθούν σε βάθος χρόνου – ο Μητσοτάκης εξακολουθεί να κινείται με ορίζοντα το 2027 για το κυβερνητικό πλάνο –, αλλά οι αντοχές και η κυβερνητική ευελιξία θα έχουν μετρηθεί από το πρώτο εξάμηνο της νέας χρονιάς. Τον προσεχή Ιούνιο στο πρωθυπουργικό επιτελείο εκτιμούν ότι θα έχουν σαφή εικόνα για το πόσο βαθιά έχει μπει η κυβέρνηση στον κύκλο της φθοράς.

Οσα δρομολογηθούν στο διάστημα αυτό από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού είναι σχεδόν προεξοφλημένο ότι θα έχουν και οικονομικό αποτύπωμα. Η νέα σχέση που θα επιδιώξει να δημιουργήσει ο Ντόναλντ Τραμπ με την Ευρώπη θα επηρεάσει και το επενδυτικό κλίμα. Οι επιπτώσεις μπορεί να μεταβάλουν και τους εθνικούς οικονομικούς σχεδιασμούς, ιδίως εάν ο Λευκός Οίκος αρχίσει να πιέζει την ΕΕ για σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών της, εντός ή εκτός του νατοϊκού πλαισίου. Ο αμερικανικός «αυτοπεριορισμός» τον οποίο φαίνεται να προκρίνει ο Τραμπ στη νέα θητεία του, μπορεί να προκαλέσει δισεπίλυτα προβλήματα και μια αναπροσαρμογή πλάνων στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Πρόκειται, βέβαια, για μια εξέλιξη που υπερβαίνει το οικονομικό πεδίο και μπορεί να οδηγήσει σε ριζική αναθεώρηση και της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Τα ερωτήματα στην Αθήνα για το σκηνικό που διαμορφώνει μια αλλαγή κατεύθυνσης από την πλευρά της Ουάσιγκτον είναι περισσότερα από τις πρώτες απαντήσεις. Και η επιλογή της Κίμπερλι Γκίλφοϊλ για τη διαδοχή του Τζορτζ Τσούνη στην πρεσβεία της Βασιλίσσης Σοφίας έχει προκαλέσει αμηχανία, έστω κι αν η νέα πρεσβευτής θα μπορεί να τηλεφωνεί απευθείας στο Οβάλ Γραφείο.

Επιχειρώντας να ανιχνεύσουν το νέο τοπίο και να ανοίξουν διαύλους με τη νέα φρουρά της αμερικανικής διπλωματίας, σε Μαξίμου και υπουργείο Εξωτερικών έχουν καταλήξει ότι τα ελληνοτουρκικά δεν θα αποτελέσουν ένα βασικό πιάτο στο μενού της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ. Χωρίς αυτό να συνεπάγεται αρνητικές εξελίξεις για την ευρύτερη περιοχή, από τη στιγμή που ο Λευκός Οίκος επιθυμεί να είναι κλειστά τα περιφερειακά μέτωπα άμεσου αμερικανικού ενδιαφέροντος. Πρακτικά αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε παράταση των «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο, έστω κι αν η Ουάσιγκτον θα επιδιώξει να αποκαταστήσει παράλληλα τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία. Το ζητούμενο είναι εάν μέσα από μια ενδυνάμωση της θέσης της Αγκυρας ανοίξουν οι τουρκικές ορέξεις για έναν ισχυρότερο ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε γενικές γραμμές, πάντως, η Αθήνα εκτιμά ότι το κυρίαρχο αφήγημα στην Ουάσιγκτον θα είναι ο περιορισμός της Κίνας που αποτελεί τον βασικό αναδυόμενο γεωπολιτικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ. Εφόσον ο Τραμπ επιλέξει να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση του Πεκίνου, το πιθανότερο είναι να κινηθεί με στόχο να κλείσουν τα δευτερεύοντα για τις ΗΠΑ μέτωπα (από την Ουκρανία έως τη Μέση Ανατολή) και να δώσει μικρότερη έμφαση στον λεγόμενο ιδεολογικό ανταγωνισμό. Από αυτή την οπτική και σε αντίθεση με την προεδρία Μπάιντεν, διάφορα αυταρχικά καθεστώτα μπορεί να νιώσουν λιγότερη πίεση.

Εχοντας ως βάση τις διμερείς σχέσεις στην πρώτη θητεία Τραμπ, στο Μαξίμου ευελπιστούν ότι δεν θα υπάρξουν ουσιαστικές ανατροπές. Με γενικό εισηγητή τον τότε επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Μάικ Πομπέο, άλλωστε, άνοιξε ο αμερικανικός δρόμος στην Αλεξανδρούπολη, ενισχύθηκε η βάση της Σούδας και επιβλήθηκαν οι πρώτες κυρώσεις στην Τουρκία για τους ρωσικούς S-400. Ο Μητσοτάκης θα επιδιώξει να πιάσει το νήμα από εκείνο το σημείο, μέσα από ένα νέο ταξίδι στον Λευκό Οίκο, ει δυνατόν πριν φύγει το καλοκαίρι του 2025. Εναλλακτικά, θα περιμένει το πρώτο ταξίδι του Τραμπ στην Ελλάδα.