Τον τελευταίο καιρό ο κόσμος έχει γίνει τόσο ασταθής, συγκρουσιακός και αβέβαιος – «έχει ψιλοτρελαθεί», όπως δήλωσε (αυτοκριτικά;) ο ίδιος ο Τραμπ.

Το ίδιο ισχύει για την Ευρώπη, όπου πολλές ευρωπαϊκές χώρες δοκιμάζονται από πολιτικές κρίσεις. Σε αυτό το σκηνικό, η Ελλάδα φαντάζει εστία σταθερότητας.

Δεν είμαστε συνηθισμένοι, ιδίως μετά την κρίση του 2008, να έχουμε τέτοιο προνόμιο.

Ας το χαρούμε όσο διαρκεί, γιατί τα καλά κρατάνε λίγο.

Πόσω μάλλον όταν οι συνθήκες που παρήγαγαν αυτή τη σταθερότητα είναι ασταθείς, τόσο οι εξωτερικές όσο και οι εσωτερικές.

Πράγματι, οι εξωτερικές συνθήκες αφορούν τον αναβαθμισμένο ρόλο της Ελλάδας στη γεωπολιτική κατάσταση της περιοχής.

Είναι η θετική για μας επίπτωση μιας αρνητικής για τον κόσμο εξέλιξης: της νέας ψυχροπολεμικής έντασης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας που εκδηλώνεται τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή. Η ένταση αυξανόταν ήδη από το 2014 μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και κορυφώθηκε μετά την ωμή ιμπεριαλιστική εισβολή στην Ουκρανία.

Στο ίδιο διάστημα η χώρα μας βρέθηκε στο μέσον της προσφυγικής κρίσης που τροφοδοτήθηκε κυρίως από τη διάλυση της Συρίας και τα υβριδικά παιχνίδια του Ερντογάν.

Η Ελλάδα έγινε έτσι σημαντικός κρίκος στην ανασύνταξη της στρατηγικής των ΗΠΑ και της ΕΕ στο νέο σκηνικό, κάτι σαν το σύνορο της Δύσης, έστω και αν δεν ήθελαν να αποκλείσουν την Τουρκία.

Τα δείγματα ήταν η αναβάθμιση της στρατιωτικής και ενεργειακής συνεργασίας, η ευκαιρία να προχωρήσει το Κυπριακό στο Κραν Μοντανά το 2017 που πήγε χαμένη, η δυνατότητα της Συμφωνίας των Πρεσπών το 2018, η προστασία των «ευρωπαϊκών συνόρων» στον Εβρο το 2020, ο νέος ενεργειακός ρόλος της Αλεξανδρούπολης και άλλα πολλά και εξίσου γνωστά.

Περισσότερο περιπετειώδεις ήταν οι σχέσεις με την Τουρκία που, πέρα από την επικίνδυνη ένταση, μας κοστίζουν και την αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 74% στην πενταετία 2019-2024 – γεγονός που προσπερνούν οι δύο λαλίστατοι εσχάτως πρώην πρωθυπουργοί που ανησυχούν για το Αιγαίο.

Πάντως και εδώ, για λόγους πιο συγκυριακούς, τα δύο τελευταία χρόνια τα νερά ηρέμησαν. Οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες, είτε για λόγους ρεαλισμού επί Τσίπρα είτε ιδεολογικοπολιτικής εγγύτητας επί Μητσοτάκη, αξιοποίησαν το νέο γεωπολιτικό πλαίσιο.

Η δε ελληνική κοινωνία έχει αποδεδειγμένα κάνει την ευρωπαϊκή επιλογή, παρά την ύπαρξη μιας φιλορωσικής μειοψηφίας.

Ετσι, οι ευρύτερες εξωτερικές γεωπολιτικές εντάσεις της περιοχής αντί να διχάσουν, όπως συνέβη σε άλλες εποχές, σταθεροποίησαν στο εσωτερικό μια ευρεία συναίνεση ως προς τις βασικές επιλογές της χώρας, πέρα από τις διαφοροποιήσεις που προφανώς ανακύπτουν σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Δεν είναι μικρό το όφελος. Η σταθερότητα και η συναίνεση είναι προϋποθέσεις για να εξασφαλιστεί η ανθεκτικότητα της χώρας, τόσο αναγκαία σε έναν κόσμο αβεβαιότητας και αστάθειας. Μπορεί μάλιστα, όπως συμβαίνει με την Πολωνία και τις βαλτικές χώρες, η αναβαθμισμένη γεωπολιτική σημασία να δυναμώνει και τη φωνή μας στην Ενωμένη Ευρώπη σε μια εποχή που ο γαλλογερμανικός άξονας έχει μπλοκάρει.

Στις εξωτερικές προστέθηκαν και οι εσωτερικές συνθήκες που παρήγαγαν σταθερότητα. Αφετηρία ήταν προφανώς το τέλος της δραματικής περιόδου των Μνημονίων. Η «κανονικότητα» είναι μια παρεξηγήσιμη έννοια, αλλά κάτι τέτοιο αισθάνθηκε ο πολύς κόσμος. Ηταν μια πραγματική ψυχολογική στροφή της κοινωνίας, για αυτό η κατάρρευση των αντιμνημονιακών κομμάτων ήταν κάτι περισσότερο από αλλαγή του κομματικού τοπίου.

Ηταν το τέλος μιας πολιτικής εποχής.

Το γεγονός δεν προκάλεσε όμως γενικότερη κυβερνητική αστάθεια όπως συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες αποδομήθηκε το παραδοσιακό κομματικό τους σύστημα. Πράγματι, στην Ελλάδα, μετά τις εκλογές του 2019, η πολιτική σταθερότητα ταυτίστηκε πρακτικά με την επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και της ΝΔ, ενώ στις επόμενες εκλογές του 2023 εξελίχθηκε σε ένα σύστημα κυρίαρχου κόμματος και φυσικά με κυβερνητική αυτοδυναμία.

Τοπίο αγνώριστο και ασυνήθιστο με τα διεθνή δεδομένα, έδειχνε επιπλέον ότι το κομματικό σύστημα που είχε προκύψει από τις εκλογές του 2012 όχι μόνο δεν είχε παγιωθεί αλλά παρέμενε ασταθές και απροσδιόριστο στην εξέλιξή του. Ευτυχώς όμως η αποδόμηση συνέβη με πιο ήπιο τρόπο από όσο σε άλλες χώρες.

Τώρα ζούμε έναν ακόμα σταθμό αυτής της διαδικασίας. Η εντυπωσιακή αποσάθρωση του ΣΥΡΙΖΑ έκανε αυτομάτως το ΠΑΣΟΚ αξιωματική αντιπολίτευση δίνοντάς του και μια μικρή, είναι αλήθεια, ώθηση στις δημοσκοπήσεις.

Πολλοί μιλούν ήδη για τον «νέο δικομματισμό». Συγκαταλέγομαι σε όσους είχαμε προειδοποιήσει την προηγούμενη δεκαετία ότι είναι βιαστικό να μιλάμε για νέο δικομματισμό ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ, με τον πρώτο στη θέση του παλιού ΠΑΣΟΚ.

Και σήμερα προτείνω να μην προτρέξουμε θεωρώντας ότι ένας «νέος δικομματισμός» ΝΔ – ΠΑΣΟΚ είναι προ των πυλών. Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Το σίγουρο και το ενδιαφέρον είναι ότι τον τόνο στον κομματικό ανταγωνισμό θα δίνει το δίπολο ΝΔ – ΠΑΣΟΚ και όχι ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ. Η αλλαγή μπορεί να αποδειχτεί θετική αν απαλλάξει την πολιτική ζωή από το πλεόνασμα τοξικότητας που παρήγαγε ο ΣΥΡΙΖΑ και αρχίσει να επικρατεί μια πιο παραγωγική για τη χώρα κομματική διαλεκτική.

Αν συμβεί αυτό, η εσωτερική συνθήκη σταθερότητας της χώρας θα εδραιωθεί καλύτερα, δεν θα βασίζεται στην κυριαρχία ενός μόνο κόμματος αλλά στον εξορθολογισμό και την αναβάθμιση του δημοκρατικού ανταγωνισμού.

Και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ θα είχαν όφελος από μια τέτοια εξέλιξη.

Η ΝΔ έχοντας πλέον απέναντι ένα κόμμα με ιστορία και νοοτροπία εξουσίας θα είναι υποχρεωμένη να περιορίσει τις αλαζονικές εκφάνσεις και τις ολιγωρίες αρκετών υπουργών της. Επιπλέον, θα περιορίσει την ενδοκομματική πίεση να στραφεί στην Ακροδεξιά καθώς ο ανταγωνισμός στο Κέντρο θα διατηρήσει τη ζωτική του σημασία. Από την άλλη, το ΠΑΣΟΚ θα αναγκαστεί να επεξεργαστεί καλύτερα τη φυσιογνωμία του και να εμβαθύνει την προγραμματική του κουλτούρα.

Το έχει ανάγκη γιατί τα τελευταία χρόνια κατέφυγε σε μια νοσταλγική μονομερή αναφορά στη δική του δεκαετία του 1980 με πρόθεση να ενισχύσει την «αντιδεξιά» φυσιογνωμία του. Στο νέο σκηνικό, καλό είναι να θυμηθεί και να θεωρήσει κομματικό παράσημο τον ρόλο που έπαιξε στη διάσωση της χώρας από τη χρεοκοπία.

Αν μείνει στα πολύ παλιά, θα είναι διαρκώς εκτεθειμένο στην πίεση να υιοθετήσει την έξαλλη και τοξική «αντιδεξιά» δημαγωγία των αριστερών κομμάτων.

Αντιθέτως, αν επαναξιοδοτήσει τη συμβολή του στο φιλευρωπαϊκό ρεύμα της δεκαετίας του 2010, θα βρεθεί να πιέζει αυτό τον ΣΥΡΙΖΑ και λοιπούς να δώσουν λόγο για τον αντιμνημονιακό λαϊκισμό τους που παραλίγο να καταστρέψει τη χώρα.

Ας είμαστε όμως σαφείς. Αυτό δεν θα είναι ένα σενάριο αναβίωσης ενός ρουτινιάρικου δικομματικού ανταγωνισμού μεταξύ μιας Κεντροδεξιάς και μιας Κεντροαριστεράς που αμφότερες θα ακολουθούν μια τρέχουσα διαχειριστική πολιτική. Το είπαμε στην αρχή. Ο κόσμος είναι δύσκολος και τα διακυβεύματα σκληρά. Χρειαζόμαστε ένα ανθεκτικό εθνικό σκαρί για άγριες θάλασσες.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο