Τι κλειδαρότρυπα δηλαδή; Παράθυρο ορθάνοιχτο πες το καλύτερα. Αλλά ακόμη κι όταν μας ανοίγουν διάπλατα τα πορτοπαράθυρα για να έχουμε άπλετη θέα, προτιμάμε να νομίζουμε ότι κλεφτοκοιτάμε από την κλειδαρότρυπα. Να έχουμε κάπως την αίσθηση του προσωπικού κατορθώματος. Χαρακτηριστικό κι αυτό της ελληνικής ψυχής. Οτι δηλαδή; Υπάρχει ελληνική, γαλλική ή ιταλική ψυχή; Η λογική και η συγκρότηση μου λένε «όχι». Υστερα όμως βλέπω την πραγματικότητα, αναλογίζομαι την Ιστορία μας και θεωρώ ότι υπάρχουν γεγονότα και εκτροπές που, με κάποιον τρόπο, γράφουν στην ούγια τους Made in Greece.

Αυτά και πολλά άλλα σκεφτόμουν βλέποντας την παράσταση «Η Δεξιά, η Αριστερά και ο κυρ Παντελής», σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή, με τον ίδιο στον ρόλο του κυρ Παντελή. Το έργο γράφτηκε από τον Αλέκο Σακελλάριο και τον Χρήστο Γιαννακόπουλο το 1946. Στο ντάλα της εποχής του Εμφυλίου. Μια κωμωδία τοποθετημένη στο φόντο μιας μεγάλης τραγωδίας. Υπάρχει άραγε μεγαλύτερη τραγωδία από το αδελφοσκότωμα; Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει στην οικογένεια του κυρ Παντελή. Ο ένας γιος ελασίτης και ο άλλος εθνοφύλακας. Ο ένας με τη σημαία με το σφυροδρέπανο και ο άλλος με την αγγλική. Και στη μέση ο μικροαστός πατέρας προσπαθεί να «στριφογυρίσει μια σημαιούλα (ελληνική) μέσ’ στο κρύο, νύχτα και φέγγει το στρατοδικείο», όπως το έγραψε, χρόνια μετά, ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Αυτό όμως δεν κάναμε από αρχαιοτάτων χρόνων; Δεν θολώναμε τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας; Κάτω από την «ομπρέλα» του δράματος δεν τα έβαλε και τα δύο η αρχαία ελληνική γραμματεία; Το ίδιο βέβαια έκανε και ο Τσέχοφ. Που ήθελε να γράψει κωμωδία, του έβγαινε τραγωδία, αλλά εκείνος εξακολουθούσε να πιστεύει ότι είχε γράψει κωμωδία. Ενας ανεστραμμένος Τσέχοφ είναι κι αυτό το έργο των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου. Ο ρώσος συγγραφέας περιγράφει την καθημερινότητα των ηρώων του, «φέτες ζωής» της ρωσικής επαρχίας, αλλά ο θεατής έχει την εντύπωση ότι παρακολουθεί μια τραγωδία. Στον «κυρ Παντελή» ξεκαρδίζεσαι στο γέλιο με τα όσα συμβαίνουν στην οικογένεια Βουλγαρίδη, ενώ, στην πραγματικότητα, παρακολουθείς μια τραγωδία.

Μήπως συμβαίνει αυτό επειδή διαχειριζόμαστε τα μεγάλα ως μικρά και τα μικρά ως μεγάλα; Επειδή, όπως γράφει ο Καραγάτσης στον «Γιούγκερμαν», είμαστε πεζοί στη φαντασία μας και περίπλοκοι, δραματικοί, υπερβολικοί και ευφάνταστοι στην καθημερινότητά μας; Ή μήπως επειδή, όπως μου έλεγε ο Στρατής Πασχάλης σε μια πρόσφατη κουβέντα μας, είμαστε προσκολλημένοι στο εφήμερο, απαξιώνουμε την Ιστορία, αλλά συγχρόνως γράφουμε τις πιο «βαθιές» σελίδες της; Και ενώ φτιάχνουμε τα ωραιότερα αγάλματα, δεν μπορούμε να φτιάξουμε μια προτομή, έναν ανδριάντα.

Το ξύναιμον νείκος

Βγαίνοντας από την παράσταση, αναρωτιέσαι γιατί συνέβησαν όλα αυτά, προς τι ο αλληλοσπαραγμός αφού τίποτα δεν έμεινε στο τέλος. Ο δεξιός γιος του κυρ Παντελή σκοτώθηκε στον Γράμμο, ο αριστερός πέθανε στη Μακρόνησο από τα βασανιστήρια. Αφησαν πίσω τους από ένα παιδί, το ένα εγκαταστάθηκε στην Αμερική, το άλλο στην Αγγλία, έρχονται μία φορά τον χρόνο να δουν τον παππού και τη γιαγιά. Και η ζωή συνεχίζεται… Γιατί όμως έπρεπε να σακατευτεί για να συνεχιστεί;

Διότι τέτοιοι είμαστε. Διότι υπάρχει αυτό το «νείκος ανδρών ξύναιμον» από την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, η αδελφοκτόνα φιλονικία, δηλαδή, που ενώνει στο διηνεκές τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη με τον Σταύρο και τον Κώστα, τους γιους του κυρ Παντελή. Διότι, με κάποιον τρόπο, θεωρούμε φυσικό άνθρωποι που αγαπιούνται να αλληλοσκοτώνονται. Διότι μιλάμε περισσότερο απ’ όσο σκεφτόμαστε κι έτσι οι φιλοσοφικές, λέμε τώρα, ανησυχίες μας δεν μας πάνε τόσο μακριά ώστε να αναζητάμε τις αιτίες. Περιοριζόμαστε στο να προσπαθούμε να συμμαζέψουμε τις συνέπειες. Μόνο σε ένα σημείο του έργου ο κυρ Παντελής θυμίζει στους γιους του τους στίχους του Διονύσιου Σολωμού από τον «Υμνο εις την Ελευθερίαν»: «…Εάν μισούνται ανάμεσό τους / δεν τους πρέπει ελευθεριά».