Εραστής του θεάτρου και των κειμένων που υπηρέτησε με συνέπεια και άπλετο ταλέντο, ο Δημήτρης Ήμελλος έφυγε από τη ζωή μετά από επίμονη μάχη με τον καρκίνο σε ηλικία μόλις 57 ετών.

«Γεννήθηκα στην Αθήνα, γέννημα-θρέμμα Αθηναίος, Κυψελιώτης. Και οι δύο μου γονείς είναι από την Νάξο, οπότε πήγαινα στο νησί καλοκαίρια, Πάσχα. Σχολείο πήγα στα Ανάβρυτα όπου τρία χρόνια μπήκα και στο οικοτροφείο και εκεί γνωρίστηκα με το θέατρο. Είχαμε έναν καθηγητή που ανέβαζε παραστάσεις -ήταν και μια διέξοδος. Μετά, όμως, δεν το σκεφτόμουν, γιατί η πορεία μου ήταν δεδομένη. Πέρασα στη Νομική Αθηνών, για να αναλάβω το γραφείο του πατέρα μου, συμβολαιογράφος. Αλλά τα παράτησα στο πτυχίο» είχε πει σε μία από τις συνεντεύξεις του.
Ο Δημήτρης Ήμελλος που καθιερώθηκε στους πολλούς μέσα από το ρόλο του στον επιτυχημένο τηλεοπτικό Σασμό, έδινε έμφαση σε αυτό που τον όρισε. Τη σκηνή του θεάτρου και την ειλικρίνεια που προϋποθέτει η σχέση ηθοποιού και θεατή.

«Η βιογραφία μου είναι Πειραματική -Στάθης Λιβαθινός και Λευτέρης Βογιατζής. Ό,τι κάνω, ακόμα κι αυτό τώρα στην τηλεόραση, έχει να κάνει με αυτά τα δύο, επειδή υπήρξα εκεί. Από τον Λευτέρη κρατάω τον ίδιο τον Λευτέρη και το που έβαζε τον πήχυ, χωρίς να τον νοιάζει αν αυτός περνιέται ή όχι. Σημασία δεν έχει τι μπορώ, αλλά τι θέλω. Από την Πειραματική η εμπειρία τελείως διαφορετική. Ήταν η εκκίνηση και ο λόγος που μπλέχτηκα με το θέατρο» είχε πει ο Δημήτρης Ήμελλος που γεννήθηκε στις 12 Ιουνίου 1967 στην Κυψέλη της Αθήνας, είχε καταγωγή από τη Νάξο, ξεκίνησε σπουδές στη Νομική Σχολή Αθηνών και σύντομα  αφοσιώθηκε στη μεγάλη του αγάπη, την υποκριτική.

Ο Δημήτρης Ήμελλος στην παράσταση Ο Κοτζάμπασης του Ασπρόπυργου

«Η δικαιοσύνη του Θεού ή της φύσης είναι μια δικαιοσύνη που είναι πολύ πιο μπροστά από την ανθρώπινη διαύγεια και τον νου»

Ο Δημήτρης Ήμελλος φοίτησε στο Θεατρικό Εργαστήρι του Βασίλη Διαμαντόπουλου και αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Διομήδη Φωτιάδη. Τολμηρός ως πνεύμα αναζήτησε συνέχεια νέες οδούς εξέλιξης της τέχνης του. Βρέθηκε στη Μόσχα της Ρωσίας όπου σπούδασε σκηνοθεσία στην Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης της Μόσχας (ΓΚΙΤΙΣ), συνεργάστηκε με κορυφαίους σκηνοθέτες και συμμετείχε σε παραστάσεις που έγραψαν ιστορία (ανάμεσα σε αυτές οι «Οιδίπους επί Κολωνώ», «Μήδεια», «Πέρσες», «Ερωτόκριτος» και «Ταρτούφος») έγινε μέλος της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού από το 2001 έως το 2007, υπό τη διεύθυνση του Στάθη Λιβαθινού και αναγνωρίστηκε από τον κύκλο του, την κοινότητα που τόσο αγάπησε με αφοσίωση και γενναιόδωρο ταλέντο.

Ο Δημήτρης Ήμελλος ήταν ο πρώτος νέος ηθοποιός που τιμήθηκε με το Βραβείο Χορν για την ερμηνεία του στη «Φρεναπάτη» το 2001 και το 2005 απέσπασε το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας του περιοδικού Αθηνόραμα για τον ρόλο του στο έργο «Μολιέρος» και το θεατρικό του αποτύπωμα συνοδεύτηκε από την πορεία του, εξίσου επιτυχημένη, στα τηλεοπτικά δρώμενα και τον κινηματογράφο.

Ο Δημήτρης Ήμελλος συμμετείχε στις τηλεοπτικές παραγωγές «Το 10», «Καρυωτάκης», «Άγιος Παΐσιος» και έγινε γνωστός σε μεγάλη μερίδα κοινού μέσα από το ρόλο του αστυνομικού Φραγκιαδάκη στο «Σασμό» και αγάπησε και τον κινηματογράφο με συμμετοχή σε πληθώρα ταινιών, από το «Αλιόσα» του Θανάση Σκρούμπελου το 1999 στο «Ράφτη» της Σόνια Λίζα Κέντετμαν του 2020.

Ένας από τους πιο πολιτισμένους, ταλαντούχους, και βαθιά καλλιεργημένους ηθοποιούς της χώρας, συνεπής υπηρέτης της υποκριτικής σκηνής με ακέραιο ταλέντο σε όλη την πορεία του επάνω στο σανίδι ή μπροστά από τους προβολείς, ο Δημήτρης Ήμελλος έφυγε και η απώλεια του έχει ρίξει στη θλίψη την πολιτιστική κοινότητα του τόπου.

Ο Δημήτρης Ήμελλος με δικά του λόγια:

«Πέρασα τρία χρόνια εσώκλειστος σε οικοτροφείο. Ήταν πολύ ιδιαίτερη συνθήκη για ‘μένα, όντας σε πολύτεκνη οικογένεια. Βέβαια, από μικρός μου άρεσε να φεύγω από το στενό πλαίσιο του σπιτιού. Ήταν σπουδαστικό οικοτροφείο»

«Ζούμε σε μια μικρή χώρα, χωριό. Συχνά η επιτυχία σ’ ένα χωριό είναι χειρότερο από την επιτυχία στην πόλη. Γιατί στο χωριό δημιουργείται πλάνη που αυξάνει τη θολούρα των πραγμάτων, μια ψευδαίσθηση. Οι ψευδαισθήσεις ανήκουν στην ζωή μας, δεν είναι κακό να’ χεις. Απλώς εκεί το μέτρο είναι πάντα ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος που δεν μπορεί να διαχειριστεί το μέτρο του, θα χτυπήσει στο παγόβουνο. Το θέμα είναι τι γίνεται μετά. Να μην γίνει μια από τα ίδια –είναι ζήτημα παιδείας».

«Το οικοτροφείο ήταν σαν ένας μικρός στρατός. Εκεί μέσα ισχυροποιήθηκε η κοινωνική μου πλευρά, της ομάδας, σύμφωνα με την οποία λειτουργώ μέχρι σήμερα και στην καλλιτεχνική μου ζωή. Ανακάλυψα ότι υπάρχει η δυνατότητα μιας οικογένειας, έξω από τη φυσική μου οικογένεια. Μια από τις εκδηλώσεις της σχολής, χάρη σ’ έναν εκπαιδευτικό που είχε μεγάλη αγάπη για το θέατρο, τον Γιώργο Πνευματίκα, ήταν οι θεατρικές παραστάσεις κάθε καλοκαίρι. Πήγα κι εγώ να συμμετάσχω, παρασυρμένος από φίλους, για ν’ αποφύγω τις αγγαρείες».

«Έχω βιώσει τον έρωτα, δεν έχω απωθημένα».

Ο Δημήτρης Ήμελλος στην παράσταση του Αίαντα στην Επίδαυρο

«Αν θέλουμε να πετύχει το #metoo πρέπει να μεγαλώνουμε αλλιώς τα παιδιά μας. Οι εγκληματίες πρέπει να τιμωρούνται, αλλά αυτό δεν αρκεί».

«Δεν ήθελα να κάνω θέατρο. Δεν με έπειθε η ιστορία γιατί το θεωρούσα πληκτική δουλειά. Τη θεωρούσα χόμπι. Κάποια στιγμή ο Στάθης Λιβαθινός είχε φέρει τους καθηγητές του από τη Ρωσία και εκεί είδα ότι αυτός είναι ένας δρόμος ζωής και πείστηκα ότι πρέπει να πάω εκεί να το γνωρίσω. Τότε αποφάσισα να γίνω ηθοποιός».

«Το 1996, πήγα στη Μόσχα για να σπουδάσω στην Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης (GITIS). Εκείνη την περίοδο, οι Ρώσοι συγκρούονταν με τους Τσετσένους, ενώ πέντε χρόνια πριν είχε πραγματοποιηθεί το Πραξικόπημα του Αυγούστου από μέλη της κυβέρνησης της ΕΣΣΔ προκειμένου να αναλάβουν τον έλεγχο της χώρας από τον Σοβιετικό Πρόεδρο και Γενικό Γραμματέα Mikhail Gorbachev. Δεν υπήρχε κράτος, αλλά ένα τεράστιο χάος με τη μαφία σε πρώτο πλάνο. Τα πράγματα ήταν πολύ ζόρικα, υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας το βράδυ, αλλά εγώ ήμουν προστατευμένος λόγω της σχολής. Θυμάμαι να μου κόβεται η ανάσα με τα αντιαεροπορικά πυρά. Αν με ρωτούσες σήμερα, αν θα πήγαινα θα σου έλεγα όχι. Τότε βέβαια ήμουν 29 χρονών και μπροστά στην καλλιτεχνική μου ζωή και ύπαρξη δε λογάριαζα από ρίσκα».

«Είμαι παιδί της παλιάς τηλεόρασης, της ασπρόμαυρης. Είναι επικίνδυνο μέσον για εμένα, αφαιρούμαι, με αιχμαλωτίζει η εικόνα και με απενεργοποιεί».

«Ο πατέρας μου όταν άφησαν τη Νομική για την υποκριτική δεν το πίστευε και μου έλεγε πως αυτό που κάνω είναι μάταιο. Με την υποκριτική ήταν κάτι ακαριαίο, όπως ένας κεραυνοβόλος έρωτας, που δεν σε νοιάζει το πρακτικό του κομμάτι».

«Δεν είμαι ψώνιο, απαιτώ να πληρώνομαι και έχω διεκδικήσει τα χρήματά μου. Έχω κάνει μέχρι και αγωγές στο δικαστήριο και μάλιστα ως πρωτόβγαλτος. Είναι άλλο πράγμα να πληρώνομαι γι΄αυτό που κάνω κι άλλο πράγμα να το κάνω για να πληρώνομαι».

«Επειδή εγώ κολλάω με την τηλεόραση σκέφτηκα να την βγάλω από τη μέση, για να μην έχω “τα ναρκωτικά” μέσα στο σπίτι μου, γιατί αλλιώς θα τα πάρω».

«Όταν πάνε τα παιδιά στα πάρτι με τους γονείς τους, το δικό σου παιδί δεν σε έχει και νομίζω ότι έλειψα πολύ στον γιο μου. Κι εκείνος μου έλειψε πολύ και προσπαθήσαμε αργότερα να καλύψουμε το κενό με έναν τρόπο. Εξαιτίας του παθιάσματός μου με τη δουλειά είναι δύσκολο να είμαι καλός σύντροφος και καλός πατέρας… Το παιχνίδι της συντροφικότητας είναι ωραίο, νομίζεις συνεχώς ότι το βρήκες και δεν ισχύει τελικά».

«Το θέατρο είναι αναγκαστικά επάγγελμα, αλλά η φύση του είναι αυτή ενός παιχνιδιού. Είναι ευλογία να μπορείς να επιβιώνεις μέσα από αυτό το παιχνίδι. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα και, τότε, ή πάει πίσω η επιβίωση ή το παιχνίδι. Όταν λείπουν η ανάγκη και η όρεξη, που είναι και η ζωογόνος δύναμη για το παιχνίδι, και το αντιμετωπίζεις ως επάγγελμα, τότε γίνεται το χειρότερο επάγγελμα του κόσμου»

Ο Δημήτρης Ήμελλος στην παράσταση Ο άνθρωπος απ’ το Παντόλσκ

«Αποφάσισα να αφήσω τη Νομική και να φύγω για τη Ρωσία –έμαθα ρωσικά. Ο πατέρας μου τρελάθηκε… Τα παράτησα όλα. Σπούδασα έναν χρόνο στη Ρωσία –υποκριτική και διδασκαλία. Όταν επέστρεψα ξεκίνησα με τον Λευτέρη, στους «Πέρσες» του Εθνικού. Είχα πάει στην οντισιόν του και με πήρε. Αμέσως μετά, έγινε η Πειραματική του Λιβαθινού –έμεινα και τα επτά χρόνια. Όταν τέλειωσε, με ξαναφώναξε ο Λευτέρης και από τότε δουλεύαμε μαζί κάθε χρόνο. Έτσι ξεκίνησε η σχέση μας –τρομερή σχέση. Εγώ μάθαινα το σύστημα και ο Λευτέρης ήταν το σύστημα -σχολείο».

«Ήμουν πάντα αφιερωμένος στο θέατρο και στη διδασκαλία (διδάσκει υποκριτική στην ΑΡΧΗ και στον Πειραϊκό Σύνδεσμο), που είναι βασικά κομμάτια της ζωής μου. Δεν υπήρχε χρόνος και χώρος για κάτι άλλο. Κι αν υπήρχε, έκανα κινηματογράφο».

«Η πανδημική κρίση και οι καραντίνες άλλαξαν όμως τα δεδομένα και δημιούργησαν καινούργιες συνθήκες. Τα θέατρα σταμάτησαν και ο ελεύθερος χρόνος ήταν πλέον πολύς. Ο κόσμος που έβλεπε τηλεόραση αυξήθηκε. Ακόμα και άνθρωποι που δε συνήθιζαν να βλέπουν τηλεόραση στην καθημερινότητά τους, στράφηκαν σε αυτήν αναζητώντας ένα διαφορετικό από το τετριμμένο περιεχόμενο. Ακόμα και ηθοποιοί που μέχρι πρότινος δεν είχαν παίξει ποτέ σε σειρές, έπαιξαν. Η τηλεόραση άνοιξε τα φτερά και την αγκαλιά της στους ηθοποιούς του θεάτρου και στην καλή μυθοπλασία. Μέσα σε αυτή την αγκαλιά βρέθηκα και εγώ. Η συμμετοχή μου στην τηλεόραση προέκυψε ουσιαστικά από μία συγκυρία που άνθισε μέσα σε αυτό το τοπίο».

«Εχει γίνει πλέον εμπειρία του ανθρώπου ότι τα μεγαλύτερα εγκλήματα γίνονται με τις καλύτερες των προθέσεων. Ισως γιατί το έγκλημα ανήκει στη φτιαξιά του ανθρώπου»

«Ο Σάσμος ήρθε ξαφνικά. Το περίμενα όμως. Βλέποντας ότι το θέατρο δυσκολεύεται κι ότι οι σειρές παίρνουν θεατρικούς ηθοποιούς κατάλαβα ότι θ’ ανοίξει η ψαλίδα. Μου τηλεφώνησαν από την παραγωγή, συζήτησα με τον σκηνοθέτη, διάβασα το βιβλίο, ρώτησα ποιοι θα είναι. Ήξερα ότι μιλούσαν με την Μαρία (Πρωτόπαπα) και τον Δημήτρη (Λάλος), φίλοι, αγαπημένοι συνάδελφοι που νοιάζονται γι’ αυτό που κάνουν. Είδα κάποια πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως η συμπλήρωση της μαντινάδας την ώρα του θανάτου. Εξαρχής, μου είπαν ότι με θέλουν για τον Αντώνη. Εκεί συναντήθηκα και με κάτι προσωπικό: Τα τελευταία δέκα χρόνια πηγαίνω στην Κρήτη διακοπές, ανελλιπώς, για έναν μήνα. Κάποια πράγματα του Αντώνη Φραγκιαδάκη μου θύμιζαν την ύπαρξή μου εκεί. Και είπα ότι εδώ υπάρχει κάτι που με ενδιαφέρει. Διάβασα πέντε-έξι σενάρια, είδα καλή γραφή, υπαινικτικό κείμενο, ότι μπορείς να παίξεις με τις λέξεις, γιατί αυτό έχει σημασία στην δουλειά μας, με γοήτευσε κι είπα το «ναι» –είχα και χρόνο. Γιατί πρέπει να γοητευτώ κι εγώ από κάτι για να το κάνω. Νομίζω ότι δεν έπεσα έξω».

«Η εξουσία πάντα φέρνει παρατράγουδα, εκεί είναι και η αναπηρία στον άνθρωπο που είναι ανίκανος να τη διαχειριστεί σωστά και τη χρησιμοποιεί για να καρπωθεί πράγματα από αυτή. Στην τέχνη όμως είμαστε για να προσφέρουμε, όχι για να καρπωθούμε. Κερδίζουμε μέσα από την προσφορά»

«Ο Αντώνης Φραγκιαδάκης θα έλεγα ότι απευθύνεται ως ύπαρξη σε κάτι πιο παλαιό μέσα μας. Μην ξεχνάμε, δεν είναι κάποιος εραστής. Είναι και σύντροφος και πατέρας και προστάτης, έχει όλα τα στοιχεία που καθορίζουν έναν άντρα για μια γυναίκα, έναν άνθρωπο -νιώθεις ασφάλεια. Τον εμπιστεύεσαι».

«Θέλω να θυμούνται τις παραστάσεις που είμαι, το ένα γεγονός, όχι έναν άνθρωπο, γιατί αυτό οδηγεί σε κάτι προσωποπαγές, μια προσωπολατρεία. Ενώ όταν θυμάται την παράσταση αποκλείεται να μην θυμάται κι εσένα. Είναι πολύ μεγαλύτερη η διάρκεια μιας παράστασης από την δική σου. Και δεν το λέω επειδή είμαι αλτρουιστής, ματαιόδοξος είμαι και από ματαιοδοξία το λέω. Θέλω να μένω στη μνήμη των ανθρώπων όσο περισσότερο γίνεται, αλλά δεν πιστεύω ότι μπορείς να το κάνεις μόνος σου. Μόνο μέσα από τη συνθήκη και την εποχή σου».

«Οποιαδήποτε δουλειά αν θέλεις να την κάνεις καλά, είναι δύσκολη. Η τηλεόραση είναι ένας στίβος μάχης. Οι χρόνοι της είναι καταιγιστικοί. Με κάνουν να αισθάνομαι σαν ΟΥΚάς»

«Όχι, δεν μου έλειψε η αναγνώριση, με τον τρόπο της τηλεόρασης. Αυτά που έχω κάνει στο θέατρο, για μένα, είναι τόσο σημαντικά, τόσο μεγάλα που δεν μπορεί να μου έχει λείψει αυτό. Αν μου έχει λείψει κάτι είναι ότι, επειδή αυτοί οι άνθρωποι φεύγουν, φεύγουν και οι χώροι όπου ζητούμενο δεν ήταν ο γνωστός ηθοποιός. Όταν πια και στον θεατρικό χώρο που κινούμαι αναζητάται το όνομα, πικραίνομαι… Υποψιάζομαι πως η τηλεόραση μπορεί να σε σέβεται πιο πολύ από το θέατρο –δηλαδή να σέβεται τη δουλειά σου στο θέατρο πιο πολύ από ό,τι το θέατρο σέβεται τη δουλειά στο θέατρο. Από την τηλεόραση δεν το περιμένω, από το θέατρο όμως το περιμένω».

«Ζούμε μια αδιέξοδη κατάσταση εδώ και πολλά χρόνια. Με το που κορυφώθηκε η οικονομική της πλευρά, ευτυχώς βγήκε στη φόρα όλη η υπόλοιπη σαθρότητα. Η οικονομική ευμάρεια είχε την ικανότητα να τα πετάει όλα κάτω από το χαλί. Δεν γεννήθηκαν τώρα αυτά τα πράγματα, υπήρχαν πάντα. Απλώς καλύπτονταν από μια βιτρίνα. Η αποθήκη ήταν γεμάτη κατσαρίδες και ποντίκια και η βιτρίνα πεντακάθαρη. Τώρα βιτρίνα και αποθήκη έγιναν ένα».

«Έζησα το θέατρο πλήρως, το χόρτασα. Με απασχολεί όμως η πορεία του, όχι ο εαυτός μου. Σχεδόν όλη μου η ζωή είναι πια το θέατρο –από τη λίμνη που ζούμε ψαρεύουμε, δεν πάμε αλλού».

«Οι Ρώσοι δάσκαλοί μου με έπεισαν ότι η ηθοποιία είναι επιστήμη. Μία πανέμορφη επιστήμη, ένας κόσμος που δε θα άλλαζα με κανέναν άλλον»

«Η δουλειά μας είναι μια ερωτική δουλειά, αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Είναι γνήσιο, άδολο σεξ με τους συγγραφείς, το κοινό, την εποχή, τους συναδέλφους και τον εαυτό μου. Εάν αυτό χαθεί, πρόκειται για οικολογική καταστροφή. Νομίζω ότι αυτό γίνεται γιατί απουσιάζει ο ερωτισμός. Η δουλειά μου είναι να θρέφω αυτόν τον ερωτισμό, όχι να τον σβήνω. Να τους κάνω να ανακαλύπτουν τον ερωτισμό τους, γιατί έτσι αποκτά εμπειρία ο άνθρωπος και ταυτότητα. Όταν συρρικνώνεται και καταπιέζεται αυτός ο ερωτισμός, όταν καταπιέζεται η επιθυμία, τότε δημιουργούνται τα προβλήματα. Δεν πρέπει να κάνεις εχθρό το φαγητό επειδή έχεις κιλά –δεν φταίει το φαΐ, αλλά ο τρόπος που τρως. Πρέπει να το γεύεσαι…».

Ο Δημήτρης Ήμελλος στην παράσταση Εγκλημα και τιμωρία

«Τι σημαίνει για τον καθένα ερωτισμός, δεν είναι δουλειά του θεάτρου, αλλά του καθένα. Αισθάνομαι ότι τα νέα παιδιά εκπέμπουν έναν νεοσυντηρητισμό. Η δουλειά μου δεν είναι να τα μάθω να παίζουν, αλλά να ανοίξουν χώρους μέσα τους. Η σκηνή έχει ένα τεράστιο άλλοθι, το ακαταλόγιστο. Το ακαταλόγιστο πρέπει να το έχουμε σκηνή, όχι στη ζωή. Μην τα μπερδεύουμε, γιατί τότε θα ανεβαίνουμε στη σκηνή και θα κόβουμε τα χέρια μας, θα αυτοκτονούμε. Είναι τέχνη, είναι μίμησης πράξης το θέατρο όχι πράξη. Άμα πας και το κάνεις στη ζωή, είναι άλλη ιστορία. Η δουλειά μας απευθύνεται στη φαντασία και η φαντασία δεν έχει κανένα όριο –η ζωή έχει».

«Ο Θεός είναι παρτενέρ σου. Οσο τον βλέπεις και του δίνεις σημασία και συνδιαλέγεσαι μαζί του τόσο πιο πολύ υπάρχει. Οσο λιγότερο το κάνεις τόσο αυτός απουσιάζει από εσένα. Οι στιγμές της ζωής μου που μπορώ να αφηγηθώ και να τις πάρω μαζί μου είναι ένθεες στιγμές, δεν είναι άθεες. Υπάρχει Θεός μέσα τους. Αυτές που ήταν άθεες δεν τις θυμάμαι καν».

«Δεν είναι το πιο σημαντικό πάντα το ταλέντο. Εγώ το παρομοιάζω λίγο με τον ορυκτό πλούτο που φέρει κάθε χώρα. Η εκπαίδευση έρχεται λοιπόν ως μια τεχνολογία που βοηθά τον μαθητή να το εξορύξει. Η καλλιέργεια του ταλέντου έχει σημασία. Γιατί, ξέρετε, δεν έχουν όλες οι χώρες, για παράδειγμα, πετρέλαιο. Αλλη έχει φυσικό αέριο, άλλη λιγνίτη και άλλη χρυσό. Ο δάσκαλος λοιπόν οφείλει να σκύψει στο είδος του ταλέντου που φέρει ο καθένας και όχι να του φορτώσει ένα ταλέντο που δεν έχει. Δεν μπορείς, για παράδειγμα, να κάνεις την Ελλάδα πετρελαιαγωγό χώρα, αλλά μπορείς να της δημιουργήσεις αιολικά πάρκα».

 «Θυμάσαι τον χρόνο που περνά όταν σου τον υπενθυμίζει το σώμα σου. Οταν κάτι που πριν από τρία χρόνια για εσένα ήταν ψωμοτύρι, τώρα σου φαίνεται μαρτύριο. Οταν πιάνεις τον εαυτό σου να παραξενεύει και αρχίζεις να θυμάσαι τον πατέρα σου και λες ‘αυτό που κατηγορούσα έγινα’. Θυμάμαι πριν από μερικά χρόνια, στις εξετάσεις μιας δραματικής, αναγνώρισα ένα οικείο όνομα ανάμεσα στους υποψηφίους. Το επίθετό μιας κοπέλας ήταν το ίδιο με ενός συμφοιτητή μου στη δραματική σχολή. Τη ρώτησα λοιπόν εάν τον γνωρίζει και μου απάντησε πως είναι ο πατέρας της. Πήγα λοιπόν πίσω στον χρόνο, τη στιγμή που έδινα και εγώ εξετάσεις στο Εθνικό και με ρώτησαν τι συγγένεια έχω με τον Στέφανο Ημελλο, τον καθηγητή του πανεπιστημίου. Ανακάλεσα ότι εκείνη τη στιγμή που με ρώτησαν ως υποψήφιο εγώ σκεφτόμουν από μέσα μου ‘τι με ρωτάνε τώρα αυτά τα ραμολιμέντα;’. Ο χρόνος δεν είναι κάτι που συνειδητοποιείς ότι συνεχώς τρέχει, είναι κάτι με το οποίο έρχεσαι αντιμέτωπος κάποιες στιγμές».

Αποσπάσματα από συνεντέυξεις στα Oneman, BHMA, Bovary, Παμε Δαναη, Athens Voice, LIFO