Την κριτική, και την καταλαβαίνω, και την απαιτώ, όλοι την καταλαβαίνουμε και όλοι την απαιτούμε – ιδίως την κριτική της αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση. Συνήθως, τα κόμματα της αριστερής αντιπολίτευσης προβάλλουν ως θύραθεν καθήκον τους τον έλεγχο της εξουσίας, ενώ τα κόμματα της δεξιάς αντιπολίτευσης προβάλλουν μια πατριωτική ευθύνη, επειδή θεωρούν ότι ο πατριωτισμός είναι, επίσης, θύραθεν μονοπώλιό τους.

Αλλά αυτό που, στην κοινοβουλευτική συζήτηση ημερών, διακινήθηκε ως κριτική της αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση ήταν αφορισμοί, γκρίνια και αρνητισμός. Επισημάνθηκαν, βεβαίως, κάποια προβλήματα, κάποιες υστερήσεις της κυβερνητικής πολιτικής και, ιδίως, οι γκρίζες ζώνες της καθημερινότητας (η ακρίβεια δηλαδή που συρρικνώνει τα εισοδήματα και η εκτίναξη των τιμών της στέγης), αλλά αυτά δεν περίμενε κανείς να τα ακούσει σε μια συνεδρίαση της Βουλής για τον προϋπολογισμό, τα γράφουν και τα λένε τα ΜΜΕ, τα συζητούν οι πολίτες. Αυτό που περιμένει κανείς από τα κόμματα είναι προτάσεις πολιτικής για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, η πειστικότητα των οποίων θα ενίσχυε εναλλακτικούς πόλους διακυβέρνησης. Αυτό δεν συνέβη. Ακόμα και οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες στο όνομα των οποίων μιλά η αριστερή αντιπολίτευση δεν προσδοκούν σοβαρά αντιμετώπιση των προβλημάτων τους σε προτάσεις αποσπασματικές, χωρίς οραματική διάσταση.

Γι’ αυτό, χθες το βράδυ, στο κλείσιμο της συνεδρίασης, όταν ανέβηκε στο βήμα ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, απλώς επιβεβαίωσε το πολιτικό σκηνικό, ίδιο κι απαράλλαχτο όπως το ζούμε τα πέντε τελευταία χρόνια: σκηνικό κυριαρχίας ενός κόμματος. Γύρω γύρω διάφοροι άλλοι χώροι ψελλίζουν πολιτικά επιχειρήματα τα οποία αδυνατούν να μετασχηματίσουν σε συνολική πρόταση εξουσίας.

Είναι κάτι λιγότερο από το 2019, όταν μιλούσαμε για ενάμισι κόμμα. Τώρα υπάρχει ένα μόνο κόμμα και πολλά άλλα τα οποία, με διαβαθμίσεις, εκφράζουν έναν ρευστό αντισυστημισμό, διάχυτο στο πολιτικό σύστημα. Ο αντισυστημισμός αυτός είναι ο λόγος και του ΠΑΣΟΚ, έστω κι αν ο πρόεδρός του, ο Νίκος Ανδρουλάκης, προσπαθεί να δώσει στα λόγια του προοπτική εξουσίας. Δεν φάνηκε αυτή η προοπτική στην καταληκτική ομιλία του, καθώς όσα είπε στην ουσία συνόψιζαν όσα είχε πει και πέρυσι: το Στεγαστικό θα το αντιμετωπίσουμε υπολογίζοντας το παράδειγμα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, την ακρίβεια με το παράδειγμα μείωσης του ΦΠΑ από την Ισπανία (παράδειγμα που αποδόμησε αργότερα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης), ενώ η ΝΔ είναι κόμμα αυταρχικής διακυβέρνησης.

Αντίστοιχα αποστομωτικός ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαντώντας σε όσους αμφισβήτησαν την πατριωτική κατεύθυνση των κυβερνητικών πολιτικών. Η σύγκριση των δαπανών για εξοπλισμούς του σημερινού προϋπολογισμού σε σχέση με τον τελευταίο προϋπολογισμό του ΣΥΡΙΖΑ είναι η εύκολη απάντηση στην πατριδοκαπηλία και σε όσους θεωρούν ότι έχουν το μονοπώλιο του πατριωτισμού.

Μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης, άκουσα διάφορους στην αντιπολίτευση να τον κατηγορούν για αλαζονεία. Μα δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το αυτονόητο: περιέγραψε την πραγματικότητα της οικονομίας, θύμισε (κάτι που πολλοί το ξεχνάνε) ότι η Ελλάδα προέρχεται από μια βαθιά κρίση χρέους που επιδεινώθηκε τα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ, οι επιπτώσεις της οποίας ακόμα καθορίζουν τη συγκυρία, και απαρίθμησε τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης, προσθέτοντας σε αυτές κάποιες καινούργιες, όπως αυτές που αφορούν τις τράπεζες – τις ακριβές χρεώσεις υπηρεσιών εκ μέρους τους και την αντιαναπτυξιακή διαχείριση των κερδών τους των τελευταίων ετών.

Το συμπέρασμα, στο τέλος της βραδιάς, είναι αισιόδοξο για τη χώρα μας. Σε έναν κόσμο ρευστό και επικίνδυνο, η Ελλάδα είναι μια νησίδα σταθερότητας και προόδου. Δεν είναι λίγο, έπειτα από όσα περάσαμε – και δεν ξεχάσαμε.