Ενα υψηλό στέλεχος της διεθνούς ομάδας διάσωσης έλεγε την περασμένη δεκαετία στους Financial Times ότι το μόνο που έχει να προσφέρει η ελληνική οικονομία είναι λίγος καλοκαιρινός ήλιος για τους Βορειοευρωπαίους. Αυτός ο ήλιος, γράφει σήμερα ο οικονομικός αρθρογράφος της εφημερίδας Κρις Τζάιλς, παρήγαγε το 17% του ελληνικού ηλεκτρισμού το 2023 (έναντι 0% το 2010) και θα συμβάλει στο να γίνει η Ελλάδα μέρος των βιομηχανιών του μέλλοντος. Αντί να εγκλωβιστεί στη «φυλακή των πιστωτών», όπως προέβλεπε ο Γιάνης Βαρουφάκης, η χώρα μας όχι μόνο έχει καταφέρει να αναπτύσσεται ταχύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά μπορεί να πετυχαίνει και τα πρωτογενή πλεονάσματα που ζητούν τα μνημόνια.

Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για το «ελληνικό θαύμα». Το ζήτημα είναι ποιοι ωφελούνται από αυτό. Γιατί, όπως γράφει κι ο Τζάιλς, «η δύσκολη και σιωπηλή επιτυχία των οικονομικών μεταρρυθμίσεων την τελευταία δεκαετία τείνει να προσπερνά τους ανθρώπους». Τι να το κάνεις ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε την τελευταία πενταετία στην Ελλάδα πάνω από 11% (έναντι 7% στην Ιταλία και την Πορτογαλία και 4% στην Ισπανία) όταν η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη τετράδα της ΕΕ ως προς τα ποσοστά φτώχειας (μετά τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Ισπανία) και στην πρώτη τριάδα του ΟΟΣΑ ως προς την ανεργία (μετά την Κολομβία και την Ισπανία);

Eίναι φανερό ότι η κυβέρνηση (και, για να μην είμαστε άδικοι, όχι μόνο η ελληνική) δεν μπορεί να κάνει τις μεγάλες τομές στο φορολογικό σύστημα που θα άλλαζαν αυτή την εικόνα. Αρκείται έτσι να παρέμβει (κι αυτό, ύστερα από πίεση του ΠΑΣΟΚ) σε έναν άλλον τομέα, όπου μπορεί να εισπράξει επικοινωνιακά κέρδη: τις τράπεζες. Τα προβλήματα εδώ είναι πράγματι μεγάλα: υψηλές προμήθειες, προκλητικό χάσμα ανάμεσα στα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων, μεγάλος αριθμός εγκλωβισμένων ακινήτων που δεν μπορούν να διοχετευθούν στην αγορά. Αλλά οι λύσεις απέχουν πολύ από το να είναι θεαματικές.

Ο Πρωθυπουργός αρνείται πρώτα απ’όλα να επιβάλει έναν έκτακτο φόρο στα (συνεχώς αυξανόμενα) κέρδη των τραπεζών: προφανώς θα είχε πρόβλημα με τις Βρυξέλλες. Δεν βρίσκει τρόπο να ενθαρρύνει την αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων. Ανακοινώνει αύξηση (από το 2026) του ΕΝΦΙΑ που θα πληρώνουν οι τράπεζες για τα ακίνητα που έχουν στην κατοχή τους, αλλά αυτό δεν τα απελευθερώνει, καθώς η γραφειοκρατία είναι ανίκητη, ενώ πολλά ακίνητα χαρακτηρίζονται από αυθαιρεσίες ή χρήζουν επισκευών. Τι μένει; Ο φόνος των προμηθειών (τόσο εύκολο ήταν;). Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου, η ετήσια επιβάρυνση μιας μεσαίας επιχείρησης από τις προμήθειες είναι 2.500 ευρώ. Αλλά το όφελος μιας μείωσης για τους πολίτες είναι περισσότερο ψυχολογικό: θα μειωθεί ο «δικαιολογημένος εκνευρισμός» τους, όπως είπε ο Κωστής Χατζηδάκης.

«Μπινελίκια» σαν αυτά που αντάλλασσε ο Χρήστος Σταϊκούρας με τους τραπεζίτες δεν έχει λοιπόν φέτος. Μάλλον δεν χρειάστηκαν κιόλας.