Οταν ήμουν μικρή στη Σύρο, απολάμβανα ένα σπουδαίο καλοκαιρινό προνόμιο. Το σπίτι της κολλητής μου φίλης «έβλεπε» σε έναν θερινό κινηματογράφο, τον καλύτερο της Ερμούπολης μάλιστα. Πιάναμε λοιπόν στασίδι στο μπαλκόνι της και, όταν έλειπαν οι γονείς της, λυσσούσαμε στα «Ακατάλληλα». Και μετά φανταζόμουν πώς θα ήταν αν είχαμε, χειμώνα-καλοκαίρι, μέσα στο σπίτι μας, ένα σινεμά. Που θα έπαιζε όποιες ταινίες θέλαμε, όποτε θέλαμε. Ονειρευόμουν, δηλαδή, το βίντεο που, λίγα χρόνια αργότερα, έγινε βασική οικιακή συσκευή. Στην πρώτη νιότη, στην εποχή που η μέρα έμενε μισή αν δεν μιλούσα τουλάχιστον δυο ώρες την ημέρα στο τηλέφωνο με την κολλητή μου και καρδιοχτυπούσα περιμένοντας τηλέφωνο από «εκείνο το αγόρι», φανταζόμουν πόσο πιο απλά θα ήταν τα πράγματα αν μπορούσαμε να έχουμε συνέχεια μαζί μας ένα τηλέφωνο που θα «πιάνει» και εκτός σπιτιού, που θα «πιάνει» παντού. Σε λίγα χρόνια, το κινητό χτυπούσε μέσα στην τσάντα μου. Στα πρώτα επαγγελματικά μου βήματα, τότε που γράφαμε ακόμη σε «σκληρές» γραφομηχανές, φανταζόμουν ένα μηχάνημα που θα του μιλάς, κι εκείνο θα γράφει αυτά που του λες. Δεν ήξερα τότε ότι θα γινόταν κι αυτό, μόνο που δεν θα επρόκειτο ακριβώς για μηχάνημα, θα το λέγαμε «εφαρμογή».
Αυτό που δεν φανταζόμουν ποτέ είναι η Τεχνητή Νοημοσύνη, κάτι δηλαδή που θα αντικαθιστά τη σκέψη, με άλλα λόγια την «καύσιμη ύλη» του ανθρώπινου πολιτισμού. Μια εφαρμογή που θα μπορεί, ανθ’ ημών, να γράφει ποιήματα, μυθιστορήματα, σενάρια, να συνθέτει μουσική, να ζωγραφίζει Τζοκόντες, να παίρνει συνεντεύξεις από νεκρούς. «Μη μου τα λες, τρομάζω» είπε προχθές η φίλη, αφού πρώτα βέβαια μου είχε εξηγήσει πως η εικοσάχρονη κόρη της, άσχετη με τη δουλειά της μάνας της, της «έγραψε» μέσα σε πέντε λεπτά μια πρόταση που έπρεπε να κάνει σε κάποια εταιρεία, αφού πρώτα είχε βάλει στην εφαρμογή στοιχεία από συνεντεύξεις και προηγούμενες αναφορές της μητέρας της.
Εμένα πάλι δεν με τρομάζει καθόλου. Πρώτα απ’ όλα γιατί αν μας τρομάζει κάτι που δείχνει το μέλλον, καλύτερα να κλειστούμε στο σπίτι μας και να περιμένουμε το αναπόφευκτο. Από την άλλη, η Τεχνητή Νοημοσύνη θέλει «τάισμα» από ανθρώπινο χέρι. Πρέπει να της δώσεις δεδομένα για να σου βγάλει αποτέλεσμα. Οπως όλα τα σπουδαία επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, από το πώς θα τη χρησιμοποιήσει και θα την τροφοδοτήσει ο άνθρωπος εξαρτάται το πόσο θετικό ή αρνητικό θα είναι, τελικά, το αποτύπωμά της. Στα χέρια ενός όχι έξυπνου ανθρώπου, η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί, χαλαρά, να γίνει Ατεχνη Βλακεία.
Ας υποθέσουμε ωστόσο ότι χάρη στην Τεχνητή Νοημοσύνη αρχίζουν και φτιάχνονται σωρηδόν Τζοκόντες. Τι αξία θα έχουν; Την αξία που έχει όποιο έργο Τέχνης παράγεται μαζικά. Οσο κοστίζει δηλαδή μια αφίσα. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρξει ένας καινούργιος Ντα Βίντσι που θα ζωγραφίσει μία καινούργια Τζοκόντα η οποία θα «ταΐσει» την ΑΙ για να αρχίσει να παράγει «κάτι που θα μοιάζει» στο πρωτότυπο. Διότι καμία εφαρμογή δεν μπορεί να έχει πρωτογενή έμπνευση. Αυτή είναι ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό που δεν υποκαθίσταται.
Η τελειότητα της ατέλειας
Το ερώτημα που παραμένει ωστόσο είναι αν στο εγγύς ή απώτερο μέλλον η Τεχνητή Νοημοσύνη θα αντικαταστήσει την ανθρώπινη δημιουργία. Αν θα μπορεί να παράγει, έστω και με δεδομένα, έργα τέχνης. Θεωρώ πως όχι. Οπως το μηχανοποίητο δεν θα είναι ποτέ σαν το χειροποίητο. Γιατί στο πρώτο δεν θα υπάρχει αυτή η μικρή ατέλεια, εκείνο το λάθος που το κάνει να ξεχωρίζει.
Διότι εκεί, στην ισορροπία του ολόσωστου με το μικρό λάθος παράγεται η αισθητική. Η ομορφιά δεν έχει να κάνει με τη συμμετρία. Το αντίθετο θα έλεγα. Ομορφιά, ταλέντο, γοητεία σημαίνει όλα σωστά και ένα λάθος. Αυτό το λάθος που δεν μπορεί να κάνει η Τεχνητή Νοημοσύνη.