Η επεισοδιακή προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης στη Γαλλία από τον Φρανσουά Μπαϊρού και η άδοξη κατάρρευση της κυβέρνησης Ολαφ Σολτς στη Γερμανία επιβεβαιώνουν κάτι που για καιρό κάναμε ότι δεν θέλαμε να δούμε: τη σοβαρή συστημική κρίση της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Την πιο κρίσιμη περίοδο για την Ευρώπη και τη δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία, το κέντρο που σηματοδοτεί την ευρωπαϊκή ενότητα και την πίστη στις ευρωπαϊκές αξίες δοκιμάζεται από τα άκρα του ριζοσπαστικού λαϊκισμού, τα οποία κερδίζουν έδαφος επειδή τα εθνικά κράτη αδυνατούν να απαντήσουν πολιτικά στην πεποίθηση των πολιτών που θεωρούν ότι τα κράτη είναι υποχρεωμένα να τους εξασφαλίζουν όλο και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, όλο και περισσότερες ευκαιρίες, όλο και πιο λίγη αβεβαιότητα. Επειδή δεν υπάρχουν τέτοιες νομοτέλειες, οι πολίτες ψάχνουν τρόπο να τιμωρήσουν «το σύστημα», τροφοδοτώντας οι ίδιοι τον αντισυστημισμό και τον αντιευρωπαϊσμό: τα αντιδημοκρατικά στοιχεία που απεργάζονται το σπάσιμο των δεσμών οι οποίοι έχουν οικοδομηθεί στην ενωμένη Ευρώπη και τους δημοκρατικούς κανόνες.
Το πρώτο πλήγμα αυτής της πρωτοφανούς κρίσης για την ενωμένη Ευρώπη κατευθύνεται προς την Ουκρανία, μια χώρα που απεγνωσμένα μάχεται εναντίον των ρώσων εισβολέων, διεκδικώντας με πολύ αίμα την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητά της, μαζί με τη φιλελεύθερη δημοκρατία και την ένταξή της στην ΕΕ. Είναι μια υπαρξιακή μάχη της χώρας να απαλλαγεί από τους δυνάστες της – αλλά σήμερα βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Οχι τόσο επειδή τα στρατεύματά της και η κοινωνία έχουν κουραστεί να αμύνονται σε έναν πόλεμο που πρωτίστως επιδιώκει να πλήξει τις ενεργειακές υποδομές της χώρας. Αλλά κυρίως επειδή βλέπει τη Δύση, που όταν ξεκίνησε αυτός ο πόλεμος ήταν ολόθερμα με το μέρος της, να αντιλαμβάνεται σε μεγάλο βαθμό την Ουκρανία ως εμπόδιο σε μια προσπάθεια δικής της ανασυγκρότησης.
Η τάση αυτή, που ενισχύθηκε από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, εύχεται πολύ σύντομα Ρωσία και Ουκρανία να οδηγηθούν στη συνθηκολόγηση και στην ειρήνη. Αλλά, με το σημερινό τοπίο, μια τέτοια επιλογή θα σήμαινε την αποδοχή μιας ρωσικής νίκης. Κι αν συνέβαινε αυτό, λέει ο αναλυτής Αντρέας Ούμλαντ, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Κιέβου, αυτό πρωτίστως θα σήμαινε «την υπονόμευση του διεθνούς συστήματος των κυρίαρχων κρατών». Ποιες θα ήταν τότε οι επιπτώσεις; Ο Ούμλαντ επισημαίνει:
«Η ανθρωπότητα θα εισερχόταν σε ένα είδος “νέου παλιού κόσμου”: τα σύνορα θα μετατοπίζονταν και πάλι από τη δύναμη του ισχυροτέρου, τα ασθενέστερα κράτη θα καταστέλλονταν στρατιωτικά από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις και οι επεκτατικές κυβερνήσεις θα διέπρατταν ατιμώρητα γενοκτονίες. Μόνο όσοι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν αυτό το υψηλό τίμημα έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τον τερματισμό των προμηθειών όπλων στην Ουκρανία, τον τερματισμό των κυρώσεων κατά της Ρωσίας και τη μεταφορά των ουκρανικών λαφύρων πολέμου στη Μόσχα – κατεχόμενα εδάφη, απελαθέντα παιδιά, απαλλοτριωμένα ακίνητα κ.λπ.» (booksjournal.gr, 17/12/2024).
Τη στάση ευθύνης που μοιάζει να απεμπολεί ο κορμός της Ευρώπης, φοβούμενος την αποσταθεροποίηση του λαϊκισμού, δεν συμμερίζονται οι χώρες που είναι πιο κοντά στη Ρωσία. Χθες, η Πολωνία, διά του προέδρου της Ντόναλντ Τουσκ, μίλησε ως Ευρώπη, τονίζοντας πόσο σημαντικό είναι να ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ αλλά και να μη γίνει δεκτός ο ακρωτηριασμός της, η αποδοχή της απώλειας εδαφών.
Ευλόγως. Η Ουκρανία δεν είναι μια περιφερειακή σύγκρουση. Είναι το σύμβολο αντοχής της δημοκρατικής, φιλελεύθερης Ευρώπης και των αξιών της – της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης. Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν έχει δικαίωμα να εγκαταλείψει τις αξίες της.