Χωρίς ταυτότητα βρισκόταν επί έναν ολόκληρο αιώνα ξεχασμένη σε ένα ράφι, στο υπόγειο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Οι μαλακές καμπύλες της και το χεράκι του μικρού ερωτιδέα που κάποτε τη συνόδευε επιχειρώντας με ένα φύλλο κισσού να κρύψει το αιδοίο της μαρτυρούσαν πως ήταν μια γυμνή Αφροδίτη που απαθανατίστηκε τη στιγμή που είχε ολοκληρώσει το μπάνιο της και έστυβε τα μαλλιά της.
Το έμπειρο μάτι της αρχαιολόγου δρος Χρυσάνθης Τσούλη την εντόπισε το καλοκαίρι του 2022.
Ο αριθμός καταγραφής της είχε σβηστεί από το στιλπνό μάρμαρο.
Και χρειάστηκε μια ανασκαφή όχι στο πεδίο, αλλά στο αρχείο, έως ότου καταφέρει να εντοπίσει την ξεχωριστή ιστορία της: τούτη η σπασμένη γυμνή Αφροδίτη από το μέσο του κορμού ως τη μέση των μηρών δεν ήταν άλλη από εκείνη που το 1922 είχε ταξιδέψει με ακόμη τρεις αρχαιότητες από την αντίπερα όχθη του Αιγαίου, από τη φλεγόμενη Σμύρνη, στην Αθήνα.
Τότε, μέσα στη δίνη της καταστροφής, ισάριθμοι έλληνες αρχαιολόγοι πήραν στην αγκαλιά τους με δική τους πρωτοβουλία από ένα μόνο αντικείμενο, αντίθετα στην οδηγία που υπήρχε να μη μετακινηθεί καμία αρχαιότητα.
Τα παρέδωσαν στο ΕΑΜ και το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.
Και είναι αυτή η Αφροδίτη που μαζί με την τραγική ιστορία του διασώστη της, αρχαιολόγου, επιμελητή του Τμήματος Αρχαιοτήτων Σμύρνης, Νικόλαου Λάσκαρη, αποτελούν τις πρωταγωνίστριες του «Αθέατου Μουσείου», της δράσης του ΕΑΜ, στο πλαίσιο της οποίας άγνωστα στο ευρύ κοινό αντικείμενα αποκαλύπτουν τις άκρως ενδιαφέρουσες περιπέτειές τους.
Ποια είναι λοιπόν η ταυτότητα της Αφροδίτης που δεσπόζει στην προθήκη που έχει τοποθετηθεί στην αίθουσα του Βωμού, στην καρδιά του κορυφαίου αρχαιολογικού μουσείου της χώρας; «Χρονολογείται τον 1ο αι. π.Χ., ανήκει πιθανότατα στον τύπο της Αναδυομένης και την παρέδωσαν στον Λάσκαρη στρατιωτικοί παράγοντες αναφέροντας ότι προέρχεται από την Προύσα», εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο αρχαιολόγος δρ Κώστας Πασχαλίδης που έχει επιμεληθεί την παρουσίαση μαζί με τη Χρυσάνθη Τσούλη.
Ο αρχαιολόγος του 1921
Κανένα από τα χαρακτηριστικά της, ωστόσο, δεν φαίνεται να δικαιολογεί τον τίτλο της δράσης «Η μόνη της ζωής του Αφροδίτη».
«Εδώ αρχίζει να εμπλέκεται η προσωπική ιστορία του νεαρού Λάσκαρη, την οποία και επιχειρούμε να ξεδιαλύνουμε», λέει ο Κώστας Πασχαλίδης για τον αρχαιολόγο που είχε στρατευτεί τον Απρίλιο του 1921, σε ηλικία 20 ετών, και αποσπάστηκε στο τμήμα αρχαιοτήτων Σμύρνης.
Μετά την Καταστροφή εργαζόταν στο ΕΑΜ. «Τη Δευτέρα, 3 Νοεμβρίου 1924, φτάνει στο μουσείο και οι συνάδελφοί του παρατηρούν ότι είναι δύσθυμος, αλλά ο ίδιος διατείνεται ότι είναι καλά. Στις 12.15 παίρνει το τρένο από την Πλατεία Λαυρίου για το Μαρούσι και καταλήγει στο δωμάτιό του όπου αυτοκτονεί με περίστροφο.
Ηταν 23 ετών. Η υπόθεση καλύφθηκε εκτενώς από τον Τύπο της εποχής. Δηλώθηκε ως νευρασθενής ένεκα υπερκόπωσης για να τύχει θρησκευτικής τελετής κατά την εξόδιο ακολουθία. Ο επιστήθιος φίλος του, ωστόσο, Ευστράτιος Παρασκευαΐδης σε επιστολή του αναφέρει ότι “ούτε ο έρωτας δεν στάθηκε ικανός να τον κρατήσει στη ζωή”.
Η φράση αυτή μας κάνει να υποθέσουμε ότι είχε κάποιο φλερτ και πως η επιλογή να φέρει στην Αθήνα την Αφροδίτη δεν ήταν τυχαία, όπως τυχαία δεν επέλεξε και ο προϊστάμενός του Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης να φέρει το Προσφυγάκι, που απεικονίζει ένα παιδί, ενώ ο ίδιος είχε καημό που ήταν άτεκνος», λέει ο δρ Πασχαλίδης.
Ενα επεισόδιο της ζωής του
«Για μας είχε ιδιαίτερη σημασία να αναδείξουμε, με αφορμή τον άγνωστο κορμό της Αφροδίτης, και την προσωπικότητα του αφανούς αρχαιολόγου, έναν αιώνα μετά τον θάνατό του. Θελήσαμε λοιπόν να αποτυπώσουμε ένα επεισόδιο της ζωής του.
Γι’ αυτό και έχουμε πλαισιώσει το γλυπτό με το χειρόγραφο του επιστημονικού άρθρου του “Μορφαί ιερέων επί αρχαίων μνημείων” που σώζεται στο αρχείο του ΕΑΜ. Στηρίζεται, δε, πάνω σε τρία μαύρα δερματόδετα βιβλία που ανήκουν στην αρχαιολογική βιβλιοθήκη που είχε συσταθεί στη Σμύρνη, τα βιβλία της οποίας διάβαζε στον ελεύθερο χρόνο του.
Το σύνολο συμπληρώνουν και δύο ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Προέρχονται από τις 200 γυάλινες πλάκες που έχουν περιέλθει στο αρχείο του ΕΑΜ, στις οποίες καταγράφεται το οδοιπορικό φαντάρων και αρχαιολόγων το 1922 στα βάθη της Ανατολίας με στόχο την καταγραφή και τη συλλογή αρχαιοτήτων», καταλήγει ο Κώστας Πασχαλίδης.