Μπορεί να έγινε καγκελάριος από… καραμπόλα, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι και αρκετά ευφυής ώστε να γνωρίζει ότι τα θαύματα, ακόμα κι αν συμβούν, γίνονται άπαξ. Οπότε, λογικά, ο καγκελάριος της Γερμανίας Σολτς θα αρχίσει να αδειάζει σιγά-σιγά το γραφείο του και να ψάχνει το πού θα εγκατασταθεί μετά τις εκλογές τις οποίες ο ίδιος προκάλεσε για να επιφέρει συνειδητά την πρόωρη πτώση της κυβέρνησής του. Γιατί το έπραξε; Εκείνος ξέρει. Λέει ό,τι λέει, αλλά μάλλον απαιτούνται μαντικές ικανότητες για να ανιχνευθεί η ουσία. Ομως το θέμα πια είναι το μετά. Επειδή είναι πολύ πιθανό να ξαναχρειαστεί θαύμα, πολύ μεγαλύτερο αυτή τη φορά.

Τα ποικίλα σενάρια που πλέκονται από τη στιγμή που ο Σολτς δήλωσε ότι θα πάει στη Βουλή να ρίξει την κυβέρνησή του ζητώντας μια εκ προοιμίου χαμένη ψήφο εμπιστοσύνης παρουσιάζουν μία περίπου ωραιοποιημένη επόμενη ημέρα για τη γερμανική πολιτική – αν και μακάρι να αποδειχθούν ορθά. Επιχειρούν όμως να αποκλείσουν από τη συζήτηση κάτι που δεν φεύγει με το να το ξορκίζει κανείς: το να βρεθεί δηλαδή η AfD τόσο ισχυρή, ώστε να είναι απαραίτητη η συμμετοχή της στον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης – ή/και, στην περίπτωση που δεν είναι μόνον ζήτημα δικών της ποσοστών, να είναι τόσο κατακερματισμένο το συνολικό σκηνικό, ώστε έτσι κι αλλιώς να μην μπορεί να γίνει αλλιώς.

Η απάλειψη αυτού του ενδεχομένου είναι δυστυχώς αυθαίρετη – μιλάμε άλλωστε για τη χώρα που ο μόλις παραιτηθείς ουσιαστικά καγκελάριος πήρε την εξουσία από εκεί που δεν το περίμενε κανείς ποτέ και με τίποτα. Αντίθετα, εδώ, υπάρχει ένα πολύ βαρύ δεδομένο: η γερμανική Ακροδεξιά είναι σταθερά πλέον, έπειτα από μία καλπάζουσα πορεία, δημοσκοπικά σταθερά το δεύτερο κόμμα σε ομοσπονδιακό επίπεδο μετά τους Χριστιανοδημοκράτες. Και οι τάσεις της παραμένουν πάντοτε μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ανοδικές, ενώ το διεθνές περιβάλλον που όσο πνίγεται στην αστάθεια καταφεύγει όλο πιο σκληρά ακραία παντού, εξελίσσεται λίαν ευνοϊκά για αυτήν. Και αυτό, με τη Γερμανία να ετοιμάζεται τώρα για εκλογές που θα κυριαρχηθούν πλέον από το ερώτημα αν, πώς και πότε θα επιστρέψουν οι πρόσφυγες από τη Συρία στην πατρίδα τους.

Οι Χριστιανοδημοκράτες, βέβαια, έχουν ξεκόψει κάθε συζήτηση για το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με την Ακροδεξιά. Δημόσια. Εσωτερικά, είναι γνωστό και δεδομένο, ότι το θέμα αυτό προκάλεσε ζυμώσεις. Αλλά έστω ότι αυτή θα είναι πράγματι η γραμμή τους, δεδομένου του γεγονότος ότι αν αλλάξει, το κόμμα μπορεί να απειληθεί ακόμα και με διάλυση. Ομως, όλα αυτά, ισχύουν όταν υπάρχει εναλλακτική… χωρίς την «Εναλλακτική για τη Γερμανία». Αν λοιπόν βρεθεί η χώρα μπροστά στην πιθανότητα αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης, ή, έστω, μπροστά στην ανάγκη δημιουργίας ενός σχήματος που θα είναι ακόμα λιγότερο βιώσιμο από την κυβέρνηση που μόλις απέρχεται ως μη κοινοβουλευτικά βιώσιμη, τότε τι πρόκειται να συμβεί στην πράξη; Θα αντέξει η Γερμανία την ακυβερνησία; Και θα ρισκάρει την προσφυγή σε νέες εκλογές, με ό,τι αυτό θα σημαίνει για αυτή τη χώρα; Ή θα… αρχίσει να το σκέπτεται;

Λέγεται αυτές τις μέρες ότι η Γερμανία δεν είναι Γαλλία – και είναι αλήθεια. Ομως έχει πολλές όψεις. Και εν προκειμένω οι πιο κρίσιμες είναι ότι ένα ενδεχόμενο ακυβερνησίας τόσο προδιαγεγραμμένης και παρατεταμένης σε ένα σκηνικό τόσο προβληματικό όσο λ.χ. στη Γαλλία μετά τις εκλογές θα αποδειχθεί πολύ πιο δύσκολο να «χωνευτεί» στη Γερμανία. Επίσης, στη Γερμανία, η Ακροδεξιά, δεν είναι το ίδιο με αυτό που είναι στη Γαλλία: ούτε υποχωρήσεις πρόκειται να κάνει – σημαντικές τουλάχιστον –, ούτε πρόκειται να πάρει πίσω αυτά που λέει αν βρεθεί, τελικά, στην εξουσία. Που, αυτή τη στιγμή, ουδείς περίπου το συζητά ως ενδεχόμενο – και, όπως αναφέρθηκε, μακάρι. Ομως εκτός από ότι ο Σολτς θα γινόταν καγκελάριος στις προηγούμενες εκλογές, υπήρχε κανείς που όταν ιδρύθηκε η AfD είχε διανοηθεί ότι θα γινόταν δεύτερο κόμμα στη χώρα;