Οσο ανευαίσθητοι και αν έχουμε γίνει – ή μήπως ήμασταν από πάντα; – δεν μπορεί να μην παρατηρούμε συμπεριφορές δικές μας ή των άλλων τόσο χτυπητές ώστε, αν αποφάσιζε να τις κωδικοποιήσει κανείς, θα κατέληγε στον ανάγλυφο χάρτη μιας κοινωνικής ανθρωπογεωγραφίας τόσο παραστατικής ώστε χιλιάδες ή μάλλον εκατομμύρια σελίδες εμβριθών κοινωνιολογικών αναλύσεων θα αποδεικνύονταν αχρείαστες. Στις κεντρικές διασταυρώσεις μεγάλων δρόμων, όπως για παράδειγμα στη Βασιλίσσης Σοφίας, στο ύψος του Χίλτον, πριν από τη συνέχειά της που σε οδηγεί στη Μεσογείων και την Κηφισίας, τις μεσημεριανές κυρίως ώρες, οι εποχούμενοι τόσο των ΙΧ όσο και των ταξί θα «συναντηθούν» με την οικεία πλέον φιγούρα – αν και συχνά διαφορετική – ενός ρακένδυτου ανθρώπου που με ένα σιδερένιο κουτάκι στα χέρια, κάνοντας σλάλομ ανάμεσα στα ακινητοποιημένα, λόγω φαναριών, αυτοκίνητα, τα πλησιάζει από την πλευρά του οδηγού. Με μιαν ετοιμότητα ώστε να αντιλαμβάνεται αυθωρεί τον οδηγό που πρόκειται να ανοίξει το κλειστό συνήθως παράθυρό του για να ρίξει στο σιδερένιο κουτάκι το όποιο – ποτέ χάρτινο – νόμισμα συμβαίνει να μπορεί να πιάσει εύκολα στην τσέπη του.
Θα ήταν μάλλον ενθαρρυντικό το ποσοστό αν ένας στους δέκα οδηγούς επιχειρούσε την απλή αυτή κίνηση, αφού συνήθως στο σύνολό τους σπεύδουν να κλείσουν, σε περίπτωση που είναι ανοιχτό το τζάμι, ενώ ταυτόχρονα κοιτάζουν ίσια μπροστά τους, σάμπως να μην αντελήφθησαν καν μια παρουσία που μόνον αποστροφή θα τους προκαλούσε η θέα της. Αναρωτιέται ωστόσο κανείς, αν και η εξήγηση μπορεί να είναι, παρά το εύρος των εκδοχών της, πολύ απλή, πώς γίνεται να παραμένουμε τόσο αναίσθητοι σε μια δυστυχία που όχι μόνον υπάρχει δίπλα μας αλλά σχεδόν μας ακουμπάει, και ταυτόχρονα τόσο ευαίσθητοι για τις δοκιμασίες και τις συμφορές αγνώστων μας που συμβαίνει να ζουν σε εμπόλεμες περιοχές του πλανήτη.
Αναρωτιέσαι πώς γίνεται ώστε η πολύωρη, επί καθημερινής βάσεως, ενημέρωση, η τεκμηριωμένη μάλιστα με αποτρόπαιες και φρικιαστικές εικόνες, να μη μας είναι αδιανόητη στον βαθμό τουλάχιστον που μας γίνεται η αποστροφή στη ζωντανή θέα ενός ταλαιπωρημένου, ρακένδυτου ανθρώπου. Είναι ίσως από τις ελάχιστες περιπτώσεις που η πολύ πιο επιδεινωμένη εκδοχή ως απάντηση μοιάζει να αθωώνεται ασυγκρίτως περισσότερο σε σχέση με μια πιο ανώδυνη εξήγηση. Το αίσθημα δηλαδή πως ό,τι τρομερό και ανήκουστο μπορεί να συμβαίνει μακριά μας μάς κάνει να αισθανόμαστε ασφαλέστεροι μέσα στην τελείως διαφορετική προσωπική και εθνική μας συνθήκη και επομένως μπορούμε να απολαμβάνουμε ακόμη περισσότερο μια ζωή που αν και δεν είναι σύμφωνη με όσα φιλοδοξούμε είναι τέλος πάντων αξιοβίωτη.
Με τη δεύτερη εκδοχή να ισχύει, κατά τη γνώμη μας, πολύ περισσότερο: το να ενδιαφερόμαστε για ανθρώπους που είναι μακριά μας δεν μας κοστίζει τίποτα απολύτως, παραμένει μια ανέξοδη υπόθεση, ενώ το ενδιαφέρον για ανθρώπους που είναι δίπλα μας μπορεί και να στοιχίζει, έστω και κάτι το ελάχιστο. Χώρια που το ενδιαφέρον για τους αγνώστους παραμένει ως αποδεικτικό ευαισθησίας κάτι αδιαμφισβήτητο, αφού ο καθένας μπορεί να σκεφτεί για οποιονδήποτε εκφράζεται με έναν αντίστοιχο τρόπο, πως «φαντάσου ποια θα είναι η συμπεριφορά του σε σχέση με τους αναξιοπαθούντες που συμβαίνει να γνωρίζει όταν νοιάζεται τόσο πολύ τους άγνωστούς του δοκιμαζόμενους». Οσο και αν δεν λείπουν ποτέ οι αφορμές για να καταλαβαίνει κανείς τι πραγματικά συμβαίνει, θα ευχόταν το συγκεκριμένο σημείο της Βασιλίσσης Σοφίας να μπορούσε να μεταβληθεί σε ολόκληρη την επικράτεια ώστε να γινόταν αισθητά ανάγλυφη η βεβαιότητα μιας κοινωνικής πλέον διχοστασίας, όπως αυτή της ολέθριας αντίφασης να πιστεύουμε πως μπορεί να λογαριαζόμαστε ως ευαίσθητοι με το ενδιαφέρον μας για ό,τι μας είναι μακρινό και ξένο, παραμένοντας ταυτόχρονα αναίσθητοι για ό,τι είναι δίπλα μας. Συχνά μάλιστα στην ίδια με τη δική μας γειτονιά ή ακόμα και μέσα στο ίδιο μας το σπίτι.