«Μερσί Ζιζέλ!»: γιατί αυτές οι δύο λέξεις δονούν τις τελευταίες εβδομάδες τη Γαλλία; Γιατί τις έχουν γραμμένες σε πανό διαδηλώτριες και διαδηλωτές στις κινητοποιήσεις τους κατά των γυναικοκτονιών; Γιατί τις φώναζαν χθες οι συγκεντρωμένες και οι συγκεντρωμένοι έξω από το δικαστικό μέγαρο της Αβινιόν καθώς αποχωρούσε με ψηλά το κεφάλι η πρωταγωνίστρια της δίκης; Γιατί τις περιέλαβαν στα μηνύματά τους ξένοι ηγέτες όπως ο Ολαφ Σολτς και ο Πέδρο Σάντσεθ;

Οχι επειδή ένας άνδρας που καλούσε για δέκα χρόνια αγνώστους να βιάζουν τη ναρκωμένη γυναίκα του στο σπίτι τους καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια φυλακή. Ούτε επειδή οι υπόλοιποι βιαστές καταδικάστηκαν σε μικρότερες ποινές του αναμενομένου, επειδή το δικαστήριο έκρινε ότι είχαν περιορισμένη ευθύνη. Αλλά επειδή η Ζιζέλ Πελικό έδωσε μαθήματα αξιοπρέπειας και θάρρους, ζητώντας η δίκη να είναι δημόσια και τα βίντεο που τραβούσε ο άνδρας της να μπορεί να τα δει και το κοινό. Κυρίως, όμως, επειδή συνέτριψε μια σειρά από μύθους.

Οχι λοιπόν, ο βιασμός δεν έχει να κάνει με τη γενιά, την κοινωνική τάξη ή το χρώμα του δέρματος. Οι βιαστές κυκλοφορούν δίπλα μας, ταξιδεύουν μαζί μας με τα μέσα μεταφοράς, πέφτουμε πάνω τους στη λαϊκή. Αν η Χάνα Αρεντ μάς δίδαξε την «κοινοτοπία του κακού», η Ζιζέλ Πελικό μάς έμαθε την «κοινοτοπία του βιασμού».

Οχι λοιπόν, ο βιασμός δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο έξω από το σπίτι, μακριά από το συζυγικό κρεβάτι. Οι συνθήκες των πράξεων που απασχόλησαν αυτή τη δίκη μπορεί να μην είναι συνηθισμένες, αλλά ο ορισμός του βιασμού είναι σίγουρα κάτι πολύ ευρύτερο από αυτό που έχουμε στο μυαλό μας.

Οχι λοιπόν, η συναίνεση δεν είναι μια θεωρητική και αόριστη λέξη, που επιδέχεται δήθεν πολλές ερμηνείες. Το «ΟΧΙ σημαίνει ΟΧΙ» δεν είναι αρκετό, γιατί μερικές φορές η γυναίκα, ή φυσικά και ο άνδρας, δεν είναι σε θέση να αρθρώσει αυτό το «ΟΧΙ». Χρειάζεται κάτι περισσότερο, κάτι ενεργητικότερο και κατηγορηματικότερο: στην ισπανική νομοθεσία η συναίνεση περιγράφεται με το «μόνο το ΝΑΙ σημαίνει ΝΑΙ».

Οχι λοιπόν, το προφίλ του θύματος ενός βιασμού δεν είναι αναγκαστικά μια ντροπιασμένη γυναίκα, που θέλει να ξεχάσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα το μαρτύριό της. Μπορεί να είναι και μια υπερήφανη γυναίκα, που δέχεται να ξαναζήσει τον εφιάλτη της για να μην περάσουν τα ίδια άλλες γυναίκες, εξίσου ανυποψίαστες μ’ αυτήν.

Οχι λοιπόν, το #MeToo δεν ήταν μια «μόδα», μια υπερβολή, ένα καπρίτσιο κάποιων στερημένων γυναικών που έβγαλαν στη φόρα με καθυστέρηση δεκαετιών κάποιες περιπετειούλες τους με σκοπό την προβολή ή την εκδίκηση. Ηταν ένα κίνημα που, με λιγοστές εξαιρέσεις, βοήθησε να ξεπεραστούν φόβοι και επιφυλάξεις, να λυθούν στόματα, να αποκαλυφθούν εγκλήματα και να απονεμηθεί, όχι πάντα ασφαλώς, δικαιοσύνη. Δεν ανήκει στο παρελθόν, δεν έχει «ξεπεραστεί», είναι εδώ.