Το ντιμπέιτ με τον Τραμπ ήταν η περίτρανη απόδειξη του «κοινού μυστικού» για την διανοητική κατάσταση του Τζο Μπάιντεν. Πλέον ήταν φανερό σε όλους ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν μπορεί να διατηρήσει τη συγκέντρωσή του για πολύ ώρα, δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τη συζήτηση και ξεχνάει τι θέλει να πει.
Αφού ήρθε το φιάσκο ο Μπάιντεν αποχώρησε τελικά από την κούρσα της προεδρίας και υποψήφια για τους Δημοκρατικούς ανέλαβε η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις.
Ένα μήνα πριν την ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ, η αμερικανική Wall Street Journal σε ένα εκτενές ρεπορτάζ υποστηρίζει ότι ο Μπάιντεν από την αρχή της ανάληψης των καθηκόντων του είχε παρουσιάσει σοβαρά σημάδια αδυναμίας εγείροντας σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο ο πρόεδρος ήταν σε θέση να ενημερώνεται επαρκώς για τις αποφάσεις που λάμβανε ή ακόμα εάν ήταν αυτός που λάμβανε τελικά όλες τις αποφάσεις.
Μιλώντας με δεκάδες βουλευτές, χορηγούς και εργαζόμενους του Λευκού Οίκου, η WSJ αναφέρει ότι από την πρώτη στιγμή ένα τείχος από λίγους στενούς συνεργάτες είχε στηθεί γύρω από τον Μπάιντεν θέτοντάς τον υπό «προστασία».
Όχι πολλά τετ α τετ
Το κονκλάβιο αυτό φρόντιζε ώστε ο Μπάιντεν να μην έχει πολλές ιδιωτικές ομιλίες, ακόμα και με κορυφαίους υπουργούς, να αποφεύγει τις συνεντεύξεις για τις οποίες γινόταν ιδιαίτερη προετοιμασία, να μην υπάρχει ελεύθερος διάλογος σε συναντήσεις κ.α. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Μπάιντεν συνοδευόταν πάντα από δύο βοηθούς οι οποίοι δεν τον άφηναν να απομακρυνθεί χωρίς επιτήρηση και του έδειχναν την είσοδο και την έξοδο σε δημόσιες εμφανίσεις.
Το τείχος γύρο από τον πρόεδρο οικοδομήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού προκειμένου ο ηλικιωμένος πρόεδρος να προστατευτεί από τον ιό αλλά παρέμεινε και υψώθηκε ακόμα παραπάνω στη συνέχεια καθώς οι στενοί συνεργάτες του παρατήρησαν ότι ο Μπάιντεν είχε δυσκολία στα αντανακλαστικά του και φοβόντουσαν γκάφες που μπορεί να είχαν σημαντικές επιπτώσεις στις ΗΠΑ αλλά και παγκόσμια.
Οι γκάφες βέβαια δεν αποφεύχθηκαν και συνόδευσαν τον Μπάιντεν σε όλη τη θητεία του, παρά την προσπάθεια του επιτελείου του να τον κρατά σε εγρήγορση.
«Οι σύμβουλοι για να προσαρμόσουν τον Λευκό Οίκο γύρω από τις ανάγκες ενός ηγέτη μειωμένης ικανότητας, έδωσαν το μήνυμα σε όσους ήθελαν να το συναντήσουν ότι οι συζητήσεις τους θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα εστιασμένες και περιεκτικές.
Οι αλληλεπιδράσεις με ανώτερους Δημοκρατικούς βουλευτές και ορισμένα μέλη του υπουργικού συμβουλίου -συμπεριλαμβανομένων ισχυρών υπουργών όπως ο Λόιντ Όστιν του υπουργείου Άμυνας και η Τζάνετ Γέλεν του υπουργείου Οικονομικών- ήταν σπάνιες ή γίνονταν όλο και λιγότερο συχνές.
Χωρίς ενημέρωση σε κρίσιμες ώρες;
Κορυφαίοι Δημοκρατικοί βουλευτές δυσκολεύτηκαν να βρουν το αυτί του προέδρου σε καίριες στιγμές, μεταξύ άλλων πριν την καταστροφική αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν», αναφέρει χαρακτηριστικά η WSJ.
Αυτό διαπίστωσε ο βουλευτής Άνταμ Σμιθ από την Ουάσιγκτον όταν προσπάθησε να μοιραστεί τις ανησυχίες του με τον πρόεδρο ενόψει της απόσυρσης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν το 2021. Ο Σμιθ, ένας Δημοκρατικός που προήδρευε τότε της πανίσχυρης Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, θορυβήθηκε από αυτά που θεωρούσε υπερβολικά αισιόδοξα σχόλια του Μπάιντεν, καθώς η κυβέρνηση συνέθετε σχέδια για την επιχείρηση απομάκρυνσης του στρατού.
«Τους παρακαλούσα να κρατήσουν τις προσδοκίες χαμηλά», δήλωσε ο Σμιθ, ο οποίος είχε εργαστεί εκτενώς για το θέμα και έτρεφε ανησυχίες για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η απόσυρση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν.
Επιδίωξε να μιλήσει απευθείας με τον Μπάιντεν για να μοιραστεί τις απόψεις του για την περιοχή, αλλά δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει μαζί του στο τηλέφωνο, είπε ο Σμιθ.
Οι καλές και κακές μέρες
Το καθημερινό πρόγραμμα του Μπάιντεν ήταν επίσης ένας πονοκέφαλος για το επιτελείο που αναγκαζόταν να κάνει προσαρμογές καθώς ο πρόεδρος «είχε κακές και καλές μέρες».
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, οι συναντήσεις μέχρι την άνοιξη του 2021 άλλαζαν «για να προσαρμόζονται στις καλές και τις κακές μέρες του Μπάιντεν».
Χαρακτηριστική η ατάκα συμβούλου του Αμερικανού προέδρου σε αξιωματούχο της εθνικής ασφαλείας την περίοδο εκείνη: «Έχει καλές και κακές ημέρες, και σήμερα ήταν μια κακή ημέρα, οπότε θα το αντιμετωπίσουμε αύριο».
Μάλιστα ο μεγιστάνας του Χόλιγουντ και συμπρόεδρος της προεκλογικής εκστρατείας Τζέφρι Κάτζενμπεργκ, επιστρατεύτηκε ως «προπονητής φωνής», για να προσπαθήσει να βελτιώσει τον αδύναμο, ραγισμένο τόνο του.
Μια άλλη πτυχή φέρεται, επίσης, να ήταν η αφαίρεση κάθε αρνητική αναφοράς για τον Μπάιντεν στην καθημερινή ενημέρωση που ελάμβανε, με αποτέλεσμα ο Αμερικανός πρόεδρος να μην έχει πραγματική εικόνα για την εικόνα της κοινής γνώμης προς το πρόσωπό του, η οποία το 2024 έφτασε σε χαμηλό 70 ετών.
Η συνάντηση με τον εισαγγελέα
Ένα από τα περιστατικά, κατά το δημοσίευμα, που δοκίμασε την πνευματική αντοχή του Μπάιντεν ήταν η συνάντησή του με τον ειδικό εισαγγελέα Ρόμπερτ Χερ σχετικά με αυτό που αργότερα θεωρήθηκε «εσκεμμένη» διατήρηση διαβαθμισμένων εγγράφων.
Η Wall Street Journal αναφέρει ότι αυτός που πίεσε για τη συνάντηση ήταν ο ίδιος ο Μπάιντεν με την ελπίδα ότι θα αποδείκνυε πως ο πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν πιο συνεργάσιμος από τον Τραμπ, τότε αντίπαλό του στην προεδρική κούρσα του 2024.
Αλλά η προετοιμασία της συνάντηση γρήγορα μετατράπηκε σε πονοκέφαλο. Οι συνεδρίες προετοιμασίας διαρκούσαν τρεις ώρες την ημέρα και ο Μπάιντεν ξεχνούσε τις «ατάκες» του και είχε διακυμάνσεις στα επίπεδα ενέργειάς του, σύμφωνα με το δημοσίευμα. Μια απομαγνητοφώνηση που δημοσιεύτηκε μετά την εξαντλητική, διήμερη συνάντηση, τον Οκτώβριο του 2023, αποκάλυψε ότι ξέχασε τη χρονιά που πέθανε ο γιος του Μπο Μπάιντεν από καρκίνο του εγκεφάλου.
Τι απαντά ο Λευκός Οίκος
Ο αναπληρωτής εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Άντριου Μπέιτς, αμφισβήτησε τα όσα αναφέρονται στο δημοσίευμα λέγοντας ότι «ο πρόεδρος Μπάιντεν μιλάει με τα μέλη του υπουργικού του συμβουλίου καθημερινά και με τα περισσότερα μέλη πολλές φορές την εβδομάδα, μένοντας κοντά τους για την εφαρμογή βασικών νόμων και την ενίσχυση της εθνικής μας ασφάλειας.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν ηγείται μιας σύγχρονης διοίκησης. Οι συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου είναι μια σημαντική παράδοση, αλλά το σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον σημαίνει ότι μπορεί να είναι λιγότερες και πιο σπάνιες».