Το βιβλίο αυτό είναι ένα ανάθημα ή αν το θέλετε ένα οικογενειακό άλμπουμ φιλοτεχνημένο από τον γιο της Λουσία Μπερλίν [1936-2004], τον Τζεφ, και ως τέτοιο πρέπει να διαβαστεί. Είναι κατά κάποιον  τρόπο ένα παράρτημα στη μυθοπλασία της.

Τα κενά που αναπόφευκτα παρουσιάζονται μέσα από την αποσπασματική παράθεση των αναμνήσεων ή των επιστολών της μπορούν να γεμίσουν από τη φαντασία του αναγνώστη, ακόμα καλύτερα όμως από την ανάγνωση των δύο τόμων με τα διηγήματά της που έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Στερέωμα, επίσης μεταφρασμένα από την Κατερίνα Σχινά.

Τα χρόνια πριν από τον θάνατό της,

η Λουσία εργαζόταν πάνω σ’ ένα βιβλίο με αδημοσίευτα αυτοβιογραφικά σχεδιάσματα και τίτλο Καλωσόρισες σπίτι, όπου, μέσα από είκοσι ένα κεφάλαια, εξιστορούσε τη ζωή και τις περιπλανήσεις της μεταξύ της γέννησής της και του 1965.

Χρόνια αργότερα, o ένας από τους τέσσερις γιους της, ο Τζεφ Μπερλίν, συγκέντρωσε, οργάνωσε και επιμελήθηκε αυτό το χειρόγραφο σαν έναν μοναδικό, τρυφερό φόρο τιμής στην περιπετειώδη, ρομαντική και τραγική ζωή της μητέρας του.

Από την Αλάσκα στο Αϊνταχο, από το Ελ Πάσο του Τέξας στην Αλμπουκέρκη του Νέου Μεξικού, από το Κεντάκι στο Ακαπούλκο, την Οαχάκα, την Πόλη του Μεξικού και από το Σαντιάγο της Χιλής στη Νέα Υόρκη, ο κόσμος της Μπερλίν ήταν ευρύτατος.

Η Λουσία περιγράφει εδώ με ζωντανές πινελιές τα μέρη στα οποία έζησε και τους ανθρώπους που γνώρισε με το ύφος, το πνεύμα, το σθένος και το χιούμορ το οποίο διαπνέει τα διηγήματά της. Καθώς περιλαμβάνει επίσης μέρος της αλληλογραφίας της όπως και φωτογραφίες τόπων, παιδιών, φίλων και εραστών, το Καλωσόρισες σπίτι είναι ένα ιδανικό συμπλήρωμα της διηγηματογραφίας της και ένα ενδιαφέρον περίγραμμα της ζωής μιας από τις πιο πηγαίες και σημαντικές αμερικανίδες συγγραφείς του 20ού αιώνα.

Η Λουσία Μπερλίν πέρασε από νωρίς ποικίλες δυσκολίες, συναισθηματικές, οικονομικές και υγείας: με τη σκολίωσή της η οποία είχε διαγνωσθεί από νωρίς, με τους γάμους και τα διαζύγιά της, την ανατροφή τεσσάρων αγοριών, τα ποικίλα επαγγέλματα, τον επίμονο αλκοολισμό της, τις αγωνιώδεις, όπως αποδεικνύεται εδώ, συγγραφικές της απόπειρες δίπλα σε ποικίλες καλλιτεχνικές και άλλες διασημότητες. Εγινε γνωστή για τα διηγήματά της αρκετά νωρίς. Δίδαξε σε σχολεία, ιδρύματα και πανεπιστημιακές σχολές.

Ωστόσο, μόλις το 2015, έντεκα χρόνια μετά τον θάνατό της, οι ιστορίες της επανανακαλύφθηκαν ως διαμάντια και βγήκαν οι δύο συλλογές που έχουμε στα χέρια μας και στα ελληνικά, σε εγγυημένη από την Κατερίνα Σχινά μετάφραση.

Τώρα πια τοποθετείται από τους πολλούς πιστούς οπαδούς της στο επίπεδο ενός Ρέιμοντ Κάρβερ, ενός Τζον Τσίβερ ή και μιας Αλις Μονρό.

Ωστόσο είναι εντελώς ιδιαίτερος ο κόσμος της και η ευκολία που βουτάει στις πιο ετερόκλητες καταστάσεις, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και σε ποικίλες εκδοχές των πραγμάτων, μέσω της επεξεργασίας μιας και μόνο ζωής.

Ο πατέρας της Λουσία Μπερλίν ήταν μεταλλειολόγος μηχανικός.

Οι μετακινήσεις της οικογένειας σε ορυχεία και μεταλλεία περιοχών απόμακρων – από την Αλάσκα, όπου γεννήθηκε η συγγραφέας, ως το Αϊνταχο, τη Μοντάνα, το Νέο Μεξικό και την Αριζόνα – κι ακόμη τα συναρπαστικά εφηβικά της χρόνια στη Χιλή, χάραξαν τη ζωή της.

Από αυτά τα πρώιμα χρόνια προκύπτουν ορισμένα από τα πιο απαστράπτοντα διηγήματά της.

Η πρώτη συλλογή της που διαβάσαμε στην Ελλάδα ήταν το Οδηγίες προς Οικιακές Βοηθούς, που μας είχε αιφνιδιάσει με την ικανότητα ανάδυσης των χαρακτήρων μέσω της γλώσσας και των χειρονομιών των ανθρώπων, με την αμεσότητα, το κομψό χιούμορ, τον ελευθεριάζοντα ερωτισμό και την πίστη στην ύπαρξη ομορφιάς ακόμη και μέσα στα πιο άσχημα πράγματα.

Τα διηγήματά της είχαν ένα ακόμη, διάχυτο  χαρακτηριστικό: ανεξάντλητα κοιτάσματα ενσυναίσθησης ακόμη και προς κατ’ αρχήν μοχθηρούς χαρακτήρες – πράγμα που αποδεικνύει πως η Μπερλίν άντλησε απ’ τη ζωή ό,τι καλύτερο μπορούσε.

Αγαπούσε τα τραύματά της, αγαπούσε και τους τρεις συζύγους της που της προσέφεραν τους τέσσερις γιους οι οποίοι βρίσκονται διάσπαρτοι στην αυτοβιογραφικού τύπου διηγηματογραφία της.

Το υλικό των κάπου εβδομήντα πέντε ιστοριών που δημοσίευσε κατά τη διάρκεια της ζωής της είναι, εκτός από αυτοβιογραφικό, ενίοτε αλληλοεπικαλυπτόμενο.

Κάποιοι το είδαν αυτό ως ελάττωμα. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι η ποικιλία των ερεθισμάτων και καταστάσεων που αναδύονται από μία και μόνο ζωή μπορούν να τροφοδοτήσουν πλουσιοπάροχα το συγγραφικό έργο,  υπό τον όρο βέβαια ότι θα μεταποιηθούν κατάλληλα και θα αποκτήσουν την απαιτούμενη αντικειμενική ματιά – ή αλλιώς αυτοτέλεια από τα πράγματα.

Εδώ πάντως δεν έχουμε την αυτοβιογραφία μιας εσωστρεφούς, ναρκισσευόμενης γυναίκας, αλλά φέτες από τη ζωή της, επεισόδια με σάρκα και οστά, ακόμη και δραματικές καταστάσεις που καταλήγουν κάπου. Αυτό το κάπου είναι, πιστεύω, η ελπίδα μέσα από το σκοτάδι, κι ακόμα η αίσθηση του πόσο πολύτιμο, μπορεί κι αστραποβόλο, να είναι το παρελθόν – δηλαδή εν τέλει η ζωή μας.

Δεν είναι περιηγητικά τα βιβλία της Μπερλίν.

Μεγάλο μέρος των ιστοριών της αφορά, όπως είπαμε, τους γάμους και τα τέσσερα αγόρια της.

Ακόμη και οι κάποιες ετερώνυμες ηρωίδες των αφηγημάτων της έχουν τέσσερις γιους, ποικίλους συζύγους και ουκ ολίγους εραστές. Αγωνίζονται να επιβιώσουν σε διαρκώς ανανεούμενες συνθήκες στις νοτιοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, στο Σαν Φρανσίσκο ή τη Νέα Υόρκη.

Παντού υπάρχουν επεισόδια ζωών με αντιξοότητες, αλλά και αφάνταστη γοητεία στην καθημερινότητά τους. Οι ηρωίδες της είναι γενικά μορφωμένες, μιλούν γλώσσες, είναι προνομιούχες [όπως και η ίδια], κι αν γίνονται πρόσκαιρα απόβλητες, σύντομα θα ανακάμψουν. Η νέα κινητικότητα έχει φέρει στον κόσμο διαρκώς ανανεωμένες ευκαιρίες, ερωτικές ή επαγγελματικές.

Η Μπερλίν είναι μια ερωτεύσιμη συγγραφέας που άφησε πίσω της μια μοναδική στο είδος της πνευματική διαθήκη – μια εκδοχή μαθημάτων ζωής.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

«Μεταξύ ευτυχίας και δυστυχίας»

Εδώ έμαθα τον φόβο (σ.σ.: στην Αλμπουκέρκη του Νέου Μεξικού). Τον φόβο μου για τους εμπόρους ναρκωτικών, τον φόβο μου για τις ψυχοτρόπες ουσίες, τον φόβο των τοξικομανών για τους αστυνομικούς της δίωξης, τον φόβο του ενός για τον άλλο, τον φόβο ότι δεν θα βρουν εγκαίρως δόση. Το σπίτι, απομονωμένο καθώς ήταν, με τους χοντρούς του τοίχους που απέκλειαν κάθε εξωτερικό θόρυβο, ενίσχυε την αίσθηση ότι πάντα κρυβόσουν, πάντα γλιστρούσες λαθραία. Μαζί με τον εθισμό έρχεται το κρύψιμο, το ψέμα, η καχυποψία. «Τώρα πια κοιτάς τα μάτια μου μόνο και μόνο για να δεις αν η κόρη έχει γίνει σαν το κεφάλι της καρφίτσας», μου έλεγε ο Μπάντι (σ.σ.: ο τρίτος σύζυγός της). Ήταν αλήθεια.

Εκείνα τα πρώτα χρόνια στη λεωφόρο Ίντιθ πέρασαν μ’ εκείνον να μπαινοβγαίνει στον κόσμο της ηρωίνης, και όλους μας να ακροβατούμε μεταξύ ευτυχίας και δυστυχίας. Κάθε φορά που περνούσε μια φάση με ναρκωτικά κι ύστερα άλλο ένα σύνδρομο στέρησης, ορκιζόμουν πως είχε έρθει το τέλος.

Δεν ήταν μόνο σαγηνευτής ή γόης. Βέβαια, ήταν κι αυτό. Ήταν σέξι και γοητευτικός, έξυπνος και πενυματώδης. Η ενέργειά του φώτιζε τα πάντα αμέσως μόλις έμπαινε σ’ ένα δωμάτιο. Όταν τον έβλεπαν τα αγόρια, δεν έλεγαν απλώς “Γεια σου, μπαμπά!”, μα έτρεχαν αμέσως να τον αγγίξουν, να τον αγκαλιάσουν. Το ίδιο κι εγώ.

Σκαρφαλώσαμε στα βουνά Ακόμα, εξερευνήσαμε το Μπαντελίερ και το Μέσα Βέρντε, πήγαμε σε ινδιάνικους χορούς, σε τελετές, σε συναντήσεις. Κατασκηνώσαμε στο Φαράγγι Τσέλι και στο Τσάκο. Άγρυπνοι αργά τη νύχτα κάτω απ’ τ’ άστρα, αναρωτιόμασταν πώς ήταν άραγε οι άνθρωποι που ζούσαν κάποτε εδώ […]

Πετούσαμε συχνά ως το Πουέρτο Βαγιάρτα, μια μικρή πόλη εντελώς απομονωμένη εκείνη την εποχή, χωρίς αυτοκινητόδρομο ή εμπορικές πτήσεις.

Το καλοκαίρι, όταν ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, οι τέσσερίς μας ανεβαίναμε προς την εγκαταλελειμμένη πόλη Μπονάντζα για να δούμε το ηλιοβασίλεμα πάνω από την Αλμπουκέρκη, πετώντας χαμηλά πάνω από τους φλεγόμενους, κατακόκκινους πρόποδες των λόφων κι ύστερα κάναμε στροφή για ν’ ακολουθήσουμε τη διάχυση και την ανάμειξη των χρωμάτων ως την Αριζόνα και επιστρέφαμε ακριβώς την ώρα του λυκόφωτος.

Κάθε φορά, τα αγόρια βυθίζονταν στον ύπνο τη στιγμή της προσγείωσης.

Το καλοκαίρι κάναμε μπάρμπεκιου στη λεωφόρο Ίντιθ, μεγάλα πάρτι όπου τρώγαμε αστακούς και μύδια που είχαμε φροντίσει να έρθουν από το Μέιν. Η πισίνα ήταν πάντα γεμάτη παιδιά -τα αγόρια και οι φίλοι μας έπαιζαν ως αργά το βράδυ στην έρημο και στις μάντρες γύρω από το σπίτι μας.

Όταν ο Μπάντι έμπαινε στη φάση των ναρκωτικών, το σπίτι μας μετατρεπόταν σε μπούνκερ, με πόρτες πάντοτε κλειστές και κλειδωμένες. “Ο Μπάντι είναι άρρωστος”, έλεγα, όπως ακριβώς και η Μάμι. Από το σπίτι περνούσαν μόνο ο Τζούνι ή ο Φράνκι, ο Νάτσο, ο Πιτ, ο Νουντλς. Τα αρπακτικά που τον ακολουθούσαν στη δουλειά, στην τράπεζα, που χτυπούσαν τη νύχτα στην πόρτα μας. Ψίθυροι. Γέλια στο σκοτάδι.

Γεννήθηκε ο Ντέιβιντ. Ο Μπάντι έπρεπε να μ’ αφήσει στο νοσοκομείο για να πάει σπίτι να πάρει τη δόση του, οπότε ήταν το δεύτερο παιδί μου που γεννήθηκε “χωρίς άντρα να μου κρατάει το χέρι”. Κι όμως, ήταν πανευτυχής με το όμορφο μωρό μας, ήθελε απελπισμένα να κόψει την πρέζα”.