Με τη φωνή του να αιχμαλωτίζει την ψυχή και την ερμηνεία του να αναδεικνύει την αβρότητα της ανθρώπινης ευαισθησίας, ο Ιβάν Μαγκρί αποτελεί έναν από τους καταξιωμένους τενόρους της σύγχρονης οπερατικής σκηνής. Γνωστός στο ελληνικό κοινό από τη συμμετοχή του στον «Φάουστ» το 2022, ο Ιταλός επιστρέφει στην Αθήνα για λογαριασμό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, πρωταγωνιστώντας στη νέα της παραγωγή «Μποέμ» του Τζάκομο Πουτσίνι που κάνει πρεμιέρα αύριο. Η συγκεκριμένη δουλειά αποτελεί αναβίωση της παράστασης που είχε σκηνοθετήσει το 2007 ο Γκρέιαμ Βικ κι αποτέλεσε ορόσημο για το λυρικό θέατρο της χώρας μας. Τη νέα της εκδοχή υπογράφει η Κατερίνα Πετσατώδη, ζωντανεύοντας έναν κόσμο γεμάτο φως και σκιές, νιότη, έρωτα αλλά και θάνατο.

«Η “Μποέμ” είναι μια υπέροχη όπερα γιατί και μόνο που την ακούς, ανατριχιάζεις επειδή ολοκληρώνει τα πάντα. Eίναι η τέλεια όπερα», αναφέρει ο Ιβάν Μαγκρί μιλώντας στο «Νσυν». Ο ίδιος υποδύεται τον Ροντόλφο, έναν ονειροπόλο ποιητή που ερωτεύεται τη ράφτρα Μιμή και ζει για εκείνη από τη στιγμή που πρωτοσυναντιούνται έως τον θάνατό της από φυματίωση. «Ο Ροντόλφο είναι ένας άφραγκος ποιητής που προσπαθεί να κάνει από κάθε συναίσθημα ένα ποίημα και έτσι όταν συναντάει τη Μιμή, μια ματιά είναι αρκετή για να βγει από μέσα του η ποίηση. Είναι επίσης ένα αγόρι γεμάτο φόβους, ανασφάλειες. Οταν ανακαλύπτει την ασθένεια της Μιμής, συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει πολύς χρόνος και η ποιητική ρομαντική πλευρά του τον οδηγεί στο να το σκάσει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει», δηλώνει ο τενόρος, ο οποίος παραδέχεται ότι γοητεύεται από τον συγκεκριμένο ρόλο.

Η εγγύτητα

«Από μικρός, επειδή ο παππούς μου ήταν σικελός ποιητής, μου αρέσει να γράφω. Οπότε με γοητεύει αυτή η εγγύτητα που έχω μαζί του. Ακόμα κι όταν ήμουν μικρός, μερικές φορές συναντούσα το βλέμμα ενός κοριτσιού που με κοίταζε και στη συνέχεια, χωρίς να το γνωρίζω, θα έγραφα γι’ αυτό το βλέμμα. Επειδή τυχαίνει να κάνω χαρακτήρες που είναι εντελώς αντίθετοι από τον δικό μου, με γοητεύει στον Ροντόλφο αυτή η εγγύτητα μ’ εμένα, με την παιδική μου ηλικία, με τον τρόπο που προσεγγίζω ορισμένες καταστάσεις και βέβαια η ποίησή του», τονίζει ο πρωταγωνιστής.

Ο Πουτσίνι με τη μουσική του στην «Μποέμ», μεταφέρει με τρόπο συγκλονιστικό στον θεατή όλη την παλέτα των συναισθημάτων. Αυτή η ένταση λοιπόν της ανεμελιάς, της χαράς, του μεγάλου έρωτα και της απόγνωσης, περνάει και στους τραγουδιστές της παράστασης. «Ακόμα και έπειτα από τόσες παραγωγές που έχω κάνει, στην “Μποέμ” συχνά κλαίω επί σκηνής. Εχω ρίγη στο σώμα μου. Ο Πουτσίνι μού ξυπνάει τα συναισθήματα, τις συγκινήσεις, ακόμα και τη θλίψη και τη χαρά που έχω βιώσει. Οπότε συναισθηματικά έχει πάντα μια πολύ ισχυρή επίδραση πάνω μου. Φωνητικά, είναι μια υπέροχη πρόκληση όπου βρίσκω πάντα διαφορετικά χρώματα που με συναρπάζουν και με διεγείρουν πολύ», λέει με νόημα ο Ιβάν Μαγκρί, ο οποίος παίζει δίπλα στη Νοτιοκορεάτισσα υψίφωνο Αννα Σον.

Οικουμενικά στοιχεία

Σύμφωνα με την ανάγνωση του Βικ στην «Μποέμ», η δράση της παράστασης μεταφέρει από το παγωμένο χριστουγεννιάτικο Παρίσι του 19ου αιώνα στην Αθήνα του 21ου, αναδεικνύοντας έτσι τα οικουμενικά στοιχεία του έργου. «Η προσέγγιση αυτή είναι τέλεια γιατί σε κάνει να βλέπεις την όπερα, αυτή τη μουσική ως επίκαιρη. Αυτή η ιστορία αγγίζει το κοινό, ακόμα και τους νεότερους γιατί βλέπουν τον εαυτό τους ακόμα περισσότερο μέσα σε αυτή», λέει ο τενόρος και συνεχίζει. «Ολοι μας, ελπίζω, έχουμε συναντήσει την αγάπη. Οχι απαραίτητα την αγάπη ενός κοριτσιού ή αγοριού αλλά εκείνη ενός γονέα, παιδιού, ξαδέρφου, συγγενούς, αδελφού. Πολλοί είχαν επίσης την απώλεια αυτής, από το κοινό, εμάς τους ίδιους που τραγουδάμε και τους μουσικούς που παίζουν. Ολοι λένε ότι είναι σαν μια χορδή που δονείται πάντα στο σώμα μας, στο μυαλό μας. Κι αυτή η χορδή πάντα αγγίζεται, πάντα παίζεται. Είναι ζωντανή μέσα μας, ακόμα και όταν φαίνεται να έχει αποκοιμηθεί λίγο, να έχει πνιγεί. Μια τέτοια μουσική και ένα τέτοιο έργο καταφέρνει πάντα να ακουστεί εκείνη η νότα που μας κάνει να δονηθούμε και μας συγκινεί πραγματικά», σημειώνει ο λυρικός τραγουδιστής, προχωρώντας σε μια προσωπική αποκάλυψη που τον δένει με την «Μποέμ».

Μου θυμίζει τη μητέρα μου

«Ημουν πολύ μικρός, όταν έχασα τη μητέρα μου, ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο για μένα. Από τότε που το τραγούδησα για πρώτη φορά αυτό το έργο με συγκινεί, γιατί στο τέλος είναι σαν να θυμάμαι την αδυναμία μου να βλέπω την αρρώστια της. Η μητέρα μου ήταν ηθοποιός, κόρη καλλιτεχνών. Είχε την τέχνη στο αίμα της. Ετσι, υποβάθμιζε το πρόβλημά της και μέχρι την τελευταία στιγμή προσπαθούσε να χαμογελάσει και να κάνει τους άλλους να χαμογελάσουν. Οπότε η Μιμή μού δίνει λίγο αυτή την αίσθηση. Η “Μποέμ” με κάνει να ζω πολύ τη συνθήκη του χαμού της. Φαντάζομαι τον πατέρα μου, το ότι ήμασταν πέντε παιδιά κι εκείνη πολύ νέα, μόλις 43 χρόνων. Πάντα φαντάζομαι το χαμόγελό της και μπορώ να το νιώσω στην όπερα, αντηχεί μέσα μου, ακόμα και έπειτα από τόσα χρόνια, μαζί με τη δύναμη, την ομορφιά, την ενέργεια και την αδυναμία της. Θυμάμαι όμως και τον πατέρα μου, αυτόν που έκανε ό,τι μπορούσε για να βρει θεραπεία. Ο φόβος, η ανημποριά του μπροστά στην αρρώστια πραγματικά αναδύεται στην επιφάνεια μέσα μου στις τελευταίες πράξεις του έργου. Νιώθω πολύ σαν τον Ροντόλφο που γράφει ποίηση γι’ αυτή την αγάπη γιατί δεν ξέρει πώς να τη νικήσει ενώ θα ήθελε να κάνει κάτι. Για μένα αυτό το έργο είναι πολύ αγαπητό γιατί καταφέρνει να φέρει πίσω ορισμένα συναισθήματα, συγκινήσεις. Αλλά και χάρη στο χαμόγελο της μητέρας μου, μπορώ να χαμογελάσω γι’ αυτό, γιατί είναι πάντα στην πρώτη σειρά, παρόλο που δεν είναι πια εκεί».