Οπως έχει γράψει η Ροζίκα Πάρκερ στο δοκίμιό της «Ανατρεπτική βελονιά» υπάρχει κάτι ανησυχητικό στην εικόνα μιας γυναίκας που είναι βυθισμένη στο πλεκτό ή το κέντημά της. Γιατί η στάση του σώματος είναι η γλώσσα της και το εργόχειρό της αποτυπώνει τις σκέψεις της. Αυτό δηλαδή που δημιουργεί η εικαστικός Ηλιοδώρα Μαργέλλου μετουσιώνοντας σε καλλιτεχνικές βελονιές προσωπικές εμπειρίες, επιλέγοντας νήματα, χρώματα, χάντρες – η υλικότητα της ευαίσθητης γυναικείας της πλευράς – για να τα κεντήσει πάνω σε μεταλλική σήτα. Ενα μέσο αδρό και τραχύ για να αναμετρηθεί με τα αντικρουόμενα συναισθήματα απώλειας, τραύματος, μνήμης. Αφορμή της συνάντησής μας είναι μία ιδιαίτερη σύνθετη εγκατάσταση στις βιτρίνες του καταστήματος Hermès, όπου η καλλιτέχνις προσκλήθηκε να απαντήσει στη δημιουργική σπαζοκεφαλιά που συνηθίζει να αναθέτει ο παρισινός οίκος σε καλλιτέχνες ώστε να αποδώσουν το θεματικό μοτίβο της χρονιάς.
Η εγκατάσταση της Ηλιοδώρας Μαργέλλου βασίζεται στην ιστορία διακόσμησης των καταστημάτων Hermès, αντλεί έμπνευση από την ελληνική ναυτική παράδοση, συνδυάζεται με το θεματικό μοτίβο της χρονιάς «Esprit du 24 rue du Faubourg Saint-Honoré» και χρησιμοποιεί υλικά από το ΝΗΜΑ (Νηματουργία Μέντης-Αντωνόπουλος) του Μουσείου Μπενάκη. Και δίνει μορφή σε ένα στολισμένο πλοίο που αρμενίζει στη θάλασσα δημιουργώντας ένα έργο που αποδομεί την κλίμακα του μεγέθους, τους περιορισμούς των αναλογιών, τον ρυθμό, το επιτρεπτό και το ωραίο.
Διακοπές με τις γιαγιάδες μου
Γεννήθηκα στη Μινεσότα. Με υιοθέτησαν οι έλληνες γονείς μου (σ.σ. ο επιχειρηματίας Θεόδωρος Ντόρης Μαργέλλος και η μεταφράστρια γαλλικής λογοτεχνίας Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου) όταν ήμουν ενός έτους. Εκτοτε δεν ξαναπήγα εκεί. Λόγω δουλειάς του πατέρα μου μεγάλωσα στη Γενεύη και περνούσα τις καλοκαιρινές διακοπές με τις γιαγιάδες μου στην Ελλάδα, γυμνάσιο – λύκειο τελείωσα εδώ και μετά συνέχισα τις σπουδές μου στην Αμερική. Στο Yale University έγινα δεκτή για δύο ειδικότητες, Ιατρική και Καλές Τέχνες. Δεν ήταν συμβατά δύο τόσο απαιτητικά πτυχία και έμεινα στην τέχνη, συμπληρώνοντας με φωτογραφία και χαρακτική στο Columbia University School of the Arts.
Πάντα είχα επαφή με το κέντημα, από μικρή. Η γιαγιά μου κεντούσε σταυροβελονιές και τα καλοκαίρια μου ετοίμαζε τι θα έχω κεντήσει μέχρι τον Σεπτέμβριο που άρχιζαν τα σχολεία. Στα πρώτα χρόνια του προτεσταντικού ελβετικού σχολείου μας μάθαιναν ράψιμο. Το πρώτο μου εργόχειρο ήταν ένα μαξιλάρι στη Β’ Δημοτικού. Είχα κεντήσει μία κουκουβάγια. Οταν ήμουν έγκυος στη μεγάλη μου κόρη συμμετείχα σε μαθήματα κεντήματος στο Λονδίνο. Μετά τη γέννα συνέχισα και άφησα τη ζωγραφική με ακρυλικά χρώματα και τα κολάζ για να εκφράζομαι με βελόνες και νήματα.
Εμπνευση από την ελληνική ναυτική παράδοση
Για την εγκατάσταση στις βιτρίνες του καταστήματος χρησιμοποίησα νήματα, τρέσες, passementerie από το ΝΗΜΑ του Μουσείου Μπενάκη, ειδικά φτιαγμένες για το συγκεκριμένο έργο. Σκέφτηκα ένα στολισμένο καράβι που αρμενίζοντας στα μπλε νερά εισέρχεται στον μαγικό κόσμο του παρισινού οίκου. Καράβι βγαλμένο από την ελληνική παράδοση των σημαιοστολισμένων φωτεινών αντικειμένων στα σπίτια των ναυτικών. Αλλά και μία μεγαλοπρεπής ναυαρχίδα, όπως το ιστορικό κτίριο του Hermès στη 24 rue du Faubourg Saint-Honoré στο Παρίσι. Για ιστίο αυτού του φανταστικού καραβιού κέντησα την πρόσοψη μιας βιτρίνας του παρισινού καταστήματος πάνω σε ένα τελάρο φτιαγμένο από πάνλεπτο μεταλλικό σύρμα. Το κατάρτι είναι υπερμεγέθεις βελόνες κεντήματος. Από τα μάτια τους περνούν passementeries πλεγμένες σαν σκοινιά τα οποία απλώνονται διαπερνώντας ξύλινους κρίκους- βραχιόλια H. Σαν κλείσιμο του ματιού προς τη διατήρηση της χειροτεχνικής παράδοσης και υψηλής μαστορικής οι passementeries τυλίγονται αριστερά και δεξιά στις γωνίες της βιτρίνας γύρω από καπάκια που έχουν τη μορφή κλωστής κεντήματος σε καρούλι.
Σε μαθαίνει να καλλιεργείς την υπομονή
Το κέντημα με έχει βοηθήσει και στην προσωπική μου ζωή. Σε μαθαίνει να καλλιεργείς την υπομονή. Είναι συγκέντρωση, απόσυρση σε έναν κόσμο που χωρά τις δικές σου σκέψεις. Είναι ένας τρόπος για να μιλά το σώμα μέσα από το χέρι και το μάτι της κεντήστρας. Οταν κεντάς, δεν πλήττεις. Διαλογίζεσαι. Και το μάτι εποπτεύει το χέρι, το κρίνει, το διορθώνει, του επιβάλλει ρυθμό. Συνήθως κάνω μικρές σπουδές, μετά με μαθηματικό τρόπο τα μεγαλώνω. Δουλεύω κατευθείαν πάνω στην επιφάνεια, χωρίς προσχέδιο και κανένα τεχνολογικό μέσο. Είμαι προσηλωμένη στο εργόχειρο, ακολουθώ τη διαίσθηση της στιγμής και δεν έχω καμία εξοικείωση με ψηφιακές εφαρμογές και έξυπνες συσκευές.
Οταν αλλάζουν τα συναισθήματα, δεν επηρεάζεται η βελονιά και η επιλογή των χρωμάτων στα νήματα. Αλλάζουν όμως τα σχήματα των κεντημάτων, άλλες φορές είναι έντονα γεωμετρικά και άλλοτε έχουν οργανικές φόρμες. Ψυχαναλυτικά καταλαβαίνεις αν έχει μαλακώσει εσωτερικά ο κόσμος σου ή αν έχει σκληρύνει. Τώρα είμαι σε τάση που θέλω να μαλακώσω τα σχήματα.
Μου αρέσει πολύ το βιβλίο της Κατερίνας Σχινά «Καλή και Ανάποδη. Ο πολιτισμός του πλεκτού». Εχω ξεχωρίσει το κεφάλαιο που αναφέρεται στους άνδρες που έκαναν εργόχειρο ειδικά το διάστημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα βλέπω μία αντίστοιχη αναλογία στην τέχνη όπου τα φύλα έχουν μπλεχτεί και δεν είναι το εργόχειρο μόνο γυναικεία πρακτική.