Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην «καρδιά» της Αθήνας, στα σύνορα μεταξύ Φιλοπάππου και Πετραλώνων.

Οι μνήμες μου ξεκινάνε μαζί με τη δεκαετία του 1960.

Η πρώτη μου ανάμνηση είναι από τη μετακόμιση που κάναμε όταν χτίσαμε έναν δεύτερο όροφο στο παλιό μας σπίτι.

Η περιοχή, τότε, ουδεμία σχέση είχε με αυτό που ξέρουμε σήμερα. Χωματόδρομοι και έλλειψη στοιχειωδών υποδομών, δεν υπήρχε καν αποχετευτικό δίκτυο.

Αλλά αυτοί οι χωματόδρομοι,

ήταν στην απόλυτη διάθεσή μας, έξω γυρνούσαμε και παίζαμε όλη την ημέρα.

Εκτός γειτονιάς σπάνια βγαίναμε, οι παρέες μας ήταν από τους γύρω δρόμους. Σήμερα, κάποιος θα έλεγε ότι ήμασταν, κατά κάποιον τρόπο, ιδρυματοποιημένοι αλλά δεν νομίζω ότι ήταν κακό, μια χαρά περνούσαμε.

Εκείνη την εποχή άλλωστε οι γειτονιές είχαν πολύ έντονο το ταξικό στοιχείο. Το Κουκάκι, ένα χιλιόμετρο παραπέρα, ήταν μια αστική περιοχή όπου έμεναν καθηγητές, γιατροί, νομικοί.

Η δική μας περιοχή ήταν λαϊκή, έμεναν κυρίως πρόσφυγες.

Είχαμε όμως ζήσει, μαγικές στιγμές εκεί. Δίπλα στην Πνύκα, από την πλευρά του περιφερειακού του Θησείου, υπήρχε μία αλάνα όπου παίζαμε ποδόσφαιρο. Ποδόσφαιρο δίπλα στην Πνύκα. Κι έχω διαβάσει σε μια συνέντευξη του Στέλιου Ράμφου ότι, μικρός, είχε παίξει μπάλα μέσα στον Παρθενώνα. Πόσα παιδιά έχουν ζήσει την ευλογία, ακόμη κι αν τότε δεν το συνειδητοποιούσαμε, να παίζουν δίπλα σε τόσο σπουδαία μνημεία;

Την Αθήνα άρχισα να τη γνωρίζω

αργότερα όταν μαζί με τον πατέρα μου που ήταν καθηγητής Φυσικής Αγωγής, πηγαίναμε στο γυμναστήριο του Φωκιανού. Ξεκινούσαμε πολύ πρωί, πριν τις έξη, παίρναμε το τρόλεϊ, κατεβαίναμε στη στάση επί της Αμαλίας και διασχίζαμε όλο το Ζάππειο. Εκείνη τη μυρωδιά των χειμωνιάτικων, ιδίως, πρωινών, δεν θα τη ξεχάσω ποτέ. Οι περαστικοί ήταν ελάχιστοι και ακούγονταν μόνο το σπουργίτια και τα περιστέρια. Ηταν μία συγκλονιστική, μοναδική αίσθηση αυτή η πρώτη μου σύνδεση με την πόλη.

Η «μεγάλη έξοδος» από τη γειτονιά έγινε όταν πήγα στο Γυμνάσιο,

στο Πρώτο της Πλάκας. Ενα πολύ καλό σχολείο, με καλούς καθηγητές – αν και οι συνθήκες ήταν δύσκολες λόγω δικτατορίας – και, όπως συνήθως συμβαίνει, με αντιστρόφως ανάλογες εγκαταστάσεις. Ξεκινούσαμε, παρέα ολόκληρη, παίρναμε τον περιφερειακό, εκεί που είναι το θέατρο της Δόρας Στράτου, βγαίναμε, από του Μακρυγιάννη, στην Πλάκα και φτάναμε μέχρι την οδό Ηπίτου όπου ήταν το σχολείο. Πηγαίναμε πάντα με τα πόδια και γυρίζαμε με το λεωφορείο. Η στάση ήταν στη Φιλελλήνων και θυμάμαι ότι, περνώντας από την Απόλλωνος, τρώγαμε και τα σουβλάκια μας στα ωραία σουβλατζίδικα κάποια από τα οποία υπάρχουν ακόμη.

Στα χρόνια της Δραματικής Σχολής

τα στέκια μου μεταφέρθηκαν γύρω από την πλατεία Βικτωρίας. Για μια γενιά, οι «μακαρονάδες της πλατείας Βικτωρίας» είναι αναφορά. Οπως και τα μπάνια στο Εδεμ και τον Αλιμο σε εποχές που η Βούλα ήταν μακρινός προορισμός. Και η πόλη πιο φιλική με τους κατοίκους της. Σήμερα, εκείνη την Αθήνα των νιάτων μου την ξαναβρίσκω στο Παγκράτι, στην πλατεία Προσκόπων, σ’ αυτήν την περιοχή που ναι μεν έχει αλλάξει λόγω του κόσμου και των αυτοκινήτων, αλλά η δομή της παραμένει ίδια.

Η πόλη που θυμάμαι από παλιά δεν υπάρχει πια, δεν μου αρέσει όμως το κόλλημα με τη νοσταλγία.

Εκείνη η Αθήνα είχε τα καλά της,

είχε όμως και πολλές πληγές. Εχουμε, οι νεότεροι κυρίως, μια ψευδαίσθηση της Αθήνας, από τις ελληνικές ταινίες της εποχής που – επειδή οι άνθρωποι ήθελαν να ζήσουν το όνειρο της μεταπολεμικής περιόδου – την παρουσίαζαν πολύ ωραία, πολύ χρωματιστή, πολύ λαμπερή.

Δεν ήταν όμως έτσι.

Υπήρχε και μια άλλη Αθήνα, αυτή που περιγράφει ο Αλεξανδράκης στη «Συνοικία το όνειρο» η οποία ήταν πολύ κοντά στο πατρικό μου. Ακούω τώρα κάποιους να λένε «Τι κρίμα που χάσαμε τα ποτάμια της Αθήνας». Ποια ποτάμια; Θυμάμαι που κατεβαίναμε να παίξουμε στον Ιλισό, πριν κλείσει το ρέμα της Καλλιρρόης. Ενα ελεεινό ποτάμι ήταν, μέσα στις μύγες, τα κουνούπια και τη βρώμα.

Η Αθήνα σήμερα μοιάζει με ένα πρόβλημα

αλλά θεωρώ ότι μεγάλο μέρος του προβλήματος είμαστε κι εμείς, οι κάτοικοί της. Που, λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης εξαιτίας κυρίως του Εμφυλίου – οι άνθρωποι ήθελαν να «χαθούν» μέσα στη μεγάλη πόλη – μεταφέραμε στην πρωτεύουσα τα ήθη της υπαίθρου. Και η ύπαιθρος διακρίνεται από μία ιδεολογική ακινησία, ουδείς θέλει να κινηθεί το οτιδήποτε. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι της υπαίθρου είναι πιο συντηρητικοί από τους αστούς.

Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν έχουμε επαφή με την Ιστορία της πόλης, με τους ανθρώπους που πατούσαν τα ίδια χώματα. Δεν ξέρουμε τα μνημεία της Αθήνας.

Δεν ξέρουμε την Ιστορία της, ούτε τη νεότερη ούτε την αρχαία. Από πού ξεκίνησαν τα Δεκεμβριανά, γιατί ο Περικλής έφτιαξε έναν τόσο επιβλητικό ναό σαν τον Παρθενώνα, το κόστος του οποίου είχε προκαλέσει πολλές αντιδράσεις, τι ήθελε να δείξει;… Μοιάζει σαν μην έχουμε όρεξη να τα γνωρίσουμε αυτά ή σαν να φοβόμαστε να τα πλησιάσουμε. Τα θεωρούμε γραφικά γιατί τα έχουμε συνηθίσει.

Τα εμπεριέχουμε όμως ερήμην μας.

Γιατί η Ιστορία δεν αρχίζει από τώρα. Και όταν απομακρύνεται, ειδικά ένας νέος άνθρωπος, από την Ιστορία του, όταν αρχίζει να μη γνωρίζει το παρελθόν, φοβάται το μέλλον και θα το βρει μπροστά του. Αυτό είναι θέμα Παιδείας. Το πρωτοκύτταρο του Πολιτισμού που υποτιμάται από το επίσημο κράτος.