Ο Τζο Μπάιντεν δεν έχει ακόμα αποχωρήσει, κι όμως, υπό μία έννοια, δεν είναι πια πραγματικά εκεί.
Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, στις 5 Νοεμβρίου, τον καταδίκασε σε πολιτική αφωνία.
Η φωνή του 82χρονου προέδρου είναι ούτως ή άλλως πια ένας ψίθυρος.
Επιπλέον, μίντια, παρατηρητές, μέλη του Κογκρέσου, ακόμα και οι ξένοι ηγέτες μοιάζουν ήδη στραμμένοι προς τη νέα κυβέρνηση Τραμπ, η οποία υπόσχεται μια ρήξη ιδιαίτερα απειλητική για το κράτος δικαίου και τις παραδοσιακές συμμαχίες των ΗΠΑ.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος μετέβη στο Παρίσι για την επαναλειτουργία της Νοτρ Νταμ σαν να βρισκόταν ήδη στο τιμόνι, συναντώντας μάλιστα στο Ελιζέ τον Εμανουέλ Μακρόν και τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Στο μεταξύ, στην Παναγία των Παρισίων, μία βουβή Τζιλ Μπάιντεν εκπροσωπούσε τον σύζυγό της.
Το τελευταίο κεφάλαιο της καριέρας (και της ζωής…) του Μπάιντεν μοιάζει βαθιά μελαγχολικό. Και το χειρότερο είναι πως όσοι βιάζονται να φανταστούν ήδη από τώρα το πώς θα τον κρίνει η ιστορία δεν είναι καθόλου επιεικείς μαζί του.
Ο Μπάιντεν, γράφει στους λονδρέζικους «Times» ο Ανταμ Σμιθ, καθηγητής αμερικανικής πολιτικής και πολιτικής ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, εγκαταλείπει τον Λευκό Οίκο με μεικτές επιδόσεις.
«Αλλά εν καιρώ, κανείς δεν θα θυμάται τις λεπτομέρειες των αποτυχιών και των επιτυχιών της πολιτικής του.
Οι πιο σημαντικοί πρόεδροι είναι οι μετασχηματιστές που αλλάζουν την κατεύθυνση της χώρας ή δημιουργούν βιώσιμους θεσμούς.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ιστορικοί δίνουν το όνομά τους ακόμα και σε “εποχές”. Αυτή δεν θα είναι η μοίρα του καημένου του γερο-Τζο Μπάιντεν, του μοναδικού προέδρου εκτός από τον Μπέντζαμιν Χάρισον (ποιος τον θυμάται άραγε αυτόν;) τον οποίο διαδέχεται ο άνθρωπος που είχε νικήσει.
Υπό μία έννοια, είναι σχεδόν σαν να μη συνέβη ποτέ ο “θρίαμβος του 2020″», σαν να μην κέρδισε ποτέ αυτός ο βετεράνος, αέναα υποτιμημένος πολιτικός με τη βαθιά ενσυναίσθηση, τον νάρκισσο που αρνιόταν να παραδεχθεί την ήττα του και οργάνωσε μια πρωτοφανή επίθεση στο Καπιτώλιο.
Γράφοντας στο περιοδικό «Atlantic», ο βιογράφος του Μπάιντεν, ο Φράνκλιν Φόερ, τον καταδικάζει απερίφραστα επειδή άνοιξε «τον δρόμο για την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ. Αυτό είναι το κληροδότημά του. Ολα τα άλλα είναι αστερίσκοι», αποφαίνεται.
Η αλήθεια είναι πως οι εκλογές του 2024 προαναγγέλλονταν εξαρχής δύσκολες για τους Δημοκρατικούς, και τελικά βρέθηκαν, με την Κάμαλα Χάρις να γίνεται υποψήφια στο παρά πέντε, λιγότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες πίσω από τον νικητή. Αλλά αυτό, σημειώνει ο Ανταμ Σμιθ, δεν απαλλάσσει τον Μπάιντεν από τις συνέπειες της ύβρεώς του.
Αν είχε ξεκαθαρίσει πριν από δύο χρόνια ότι δεν επρόκειτο να θέσει υποψηφιότητα, πιθανόν ο Τραμπ να είχε κερδίσει και πάλι. Ε
ξίσου πιθανό όμως είναι να είχε βρει το αναζωογονημένο Δημοκρατικό Κόμμα, μέσω μιας ανοικτής προκριματικής διαδικασίας, έναν υποψήφιο που θα μπορούσε να είχε αποστασιοποιηθεί από τον αντιδημοφιλή απερχόμενο αρκετά ώστε να βρει έναν τρόπο να κόψει πρώτος το νήμα.
Ισως, σε ένα τέτοιο εναλλακτικό σύμπαν, αντιμετωπίζοντας έναν νέο και δραστήριο Δημοκρατικό, οι αμφιταλαντευόμενοι Ρεπουμπλικανοί να είχαν αντισταθεί στην αταβιστική έλξη του Τραμπ. Ισως. Αυτό το «τι θα είχε συμβεί αν» όμως θα στοιχειώνει τα χρόνια του Μπάιντεν για πάντα.
Για να είμαστε δίκαιοι, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα διαγραφεί όλο το έργο του Μπάιντεν. Ομως η νέα κυβέρνηση θα ορίσει θεμελιωδώς τον εαυτό της σε αντιδιαστολή με όλα όσα πίστευε ο απερχόμενος πρόεδρος όλη του τη ζωή.
Ο Τραμπ δεν θέλει η Αμερική να «ηγηθεί του κόσμου», όπως ο Μπάιντεν – βλέπει τις διεθνείς σχέσεις ως εντελώς συναλλακτικές.
Εν τω μεταξύ, το οικοδόμημα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που έχτισε ο Ρούσβελτ – το εθνικό κράτος που προσπάθησε να θεσπίσει μια δίκαιη κοινωνία – θα δεχτεί νέα επίθεση, καθώς οι δημόσιοι υπάλληλοι απολύονται ή εκφοβίζονται και η ομοσπονδιακή προστασία για τα πάντα, από τις επιστροφές χρημάτων από τις αεροπορικές εταιρείες μέχρι την ποιότητα του νερού, διαβρώνεται.
Ο Φόερ, εκτιμά ο Σμιθ, έχει σίγουρα δίκιο όταν λέει ότι η προεδρία του Μπάιντεν θα μείνει στην ιστορία, στην καλύτερη περίπτωση, ως ένα περίεργο μεσοδιάστημα μεταξύ των θητειών Τραμπ. Ηθελε να είναι ο άνθρωπος που θα αποκαθιστούσε την κανονικότητα μετά την εκτροπή της πρώτης θητείας του Τραμπ.
Αντ’ αυτού ο Μπάιντεν θα είναι ένας χαρακτήρας στην ιστορία του Τραμπ.