«Μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση» είχε πει ο Μάο Τσετούνγκ, με τα λόγια του να μιλούν και σήμερα στην καρδιά μερικών. Οπως είναι, για παράδειγμα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, καθώς Τουρκία και Ισραήλ συγκαταλέγονται, κατά γενική ομολογία, στους κερδισμένους της παρτίδας που παίζεται στη «μεγάλη σκακιέρα» της Μέσης Ανατολής, με έπαθλο τη Συρία.
Από την άλλη, βεβαίως, υπάρχουν και εκείνοι που κάθε άλλο παρά χαίρονται, μια και η εικόνα δεν μοιάζει ευνοϊκή για τα συμφέροντά τους. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος αναγκάστηκε να «πουλήσει» και να φυγαδεύσει όπως όπως τον μέχρι πρότινος στενό του σύμμαχο, ενώ δεν αποκλείεται σύντομα να βάλει λουκέτο και στις δύο μεγάλες ρωσικές βάσεις στο συριακό έδαφος.
Ετσι, όσο κι αν ο ίδιος επέμεινε, στην ετήσια συνέντευξη Τύπου την οποία παραχώρησε την Πέμπτη, ότι η Ρωσία «δεν ηττήθηκε» στη Συρία, δύσκολα θα μπορέσει να πείσει για αυτό ακόμα και τους πιο πιστούς του συμμάχους.
Από την πλευρά του, ο επανεκλεγείς πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος αναλαμβάνει επισήμως καθήκοντα στις 20 Ιανουαρίου, μοιάζει να παρακολουθεί τις εξελίξεις από… ασφαλή απόσταση, έχοντας δηλώσει ότι «αυτός είναι ένας πόλεμος που δεν μας αφορά».
Οι πάντες γνωρίζουν ωστόσο ότι το «μακρύ χέρι» των ΗΠΑ εξακολουθεί, με τη δύναμη που διαθέτει, να κινεί τα νήματα στην περιοχή, ενώ το ενδιαφέρον τους αποδείχθηκε και από το γεγονός ότι ο Αντονι Μπλίνκεν έσπευσε στην Αγκυρα.
Ο ίδιος δε ο Τραμπ παραδέχθηκε όχι μόνο ότι η Τουρκία βρίσκεται πίσω από την πτώση του καθεστώτος Ασαντ, αλλά και ότι ο Ερντογάν «κρατά το κλειδί» των εξελίξεων στη Συρία -κάτι που, ουσιαστικά, είπε και η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Αναλένα Μπέρμποκ, η οποία επισκέφθηκε χθες την τουρκική πρωτεύουσα.
Ο Ερντογάν, πάντως, χθες έκανε λόγο για «νέα εποχή» στις σχέσεις Τουρκίας και Συρίας, δεσμευόμενος παράλληλα για την εξάλειψη των «τρομοκρατών» στη δεύτερη.
Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι βέβαιο.
Οι τέσσερις συγκεκριμένες χώρες και οι ηγέτες τους, είτε ανήκουν στους κερδισμένους είτε στους χαμένους αυτής της φάσης, διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Από τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς και τις συμμαχίες, από τις λυκοφιλίες και τους «γάμους συμφέροντος», θα κριθούν πολλά για την επόμενη μέρα.
Μαζί και το εάν αυτή θα ξημερώσει σχετικά ειρηνικά ή θα συνοδευθεί από νέο γύρο πολεμικών συγκρούσεων – κάτι που μοιάζει ανοιχτό μετά τις εκατέρωθεν απειλές ανάμεσα σε Τουρκία και Ισραήλ, αλλά και την απειλή που αντιπροσωπεύει η πρώτη για τους (μέχρι σήμερα) στενότερους συμμάχους των Αμερικανών στη Συρία, τους Κούρδους.
Σε αυτό το φόντο, ορισμένα «δίδυμα» παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Οπως, για παράδειγμα, αυτό ανάμεσα στον Ερντογάν και τον Πούτιν – «τους φίλους που στη Συρία είναι εχθροί», όπως έγραψε ο «Monde» πριν από μερικές ημέρες.
Οχι τυχαία βεβαίως, καθώς η γαλλική εφημερίδα θυμίζει ότι οι σχέσεις των δύο έχουν περάσει από «σαράντα κύματα» και, παρ’ όλα αυτά, έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά ανθεκτικές.
Σε βαθμό, μάλιστα, που ο πρόεδρος της Τουρκίας να δηλώσει στις 8 Δεκεμβρίου – την ημέρα δηλαδή που έπεσε η Δαμασκός στα χέρια των ανταρτών – ότι «σήμερα έχουν απομείνει στον κόσμο μόνο δύο ηγέτες, εγώ και ο Πούτιν».
Δεν έχει υπάρξει, βεβαίως, εξίσου… γαλαντόμος σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν.
Στα τέλη του 2015, για του λόγου το αληθές, μετά την κατάρριψη ενός ρωσικού μαχητικού από τουρκικά πυρά στον εναέριο χώρο της Συρίας, ο Ερντογάν είχε κάνει λόγο για «εγκλήματα πολέμου» που διαπράττει η Ρωσία στη Συρία – για να λάβει την απάντηση του Πούτιν πως το συγκεκριμένο συμβάν ισοδυναμούσε με «πισώπλατη μαχαιριά», που έφερε τα «διαπιστευτήρια τρομοκρατών».
Ακολούθησε δε ένα εμπάργκο της Μόσχας
στις αφίξεις τουριστών στην Τουρκία, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που προέβλεπαν μια στρατιωτική απάντηση στην τουρκική πρόκληση.
Αντ’ αυτού όμως, οι δύο ηγέτες απέδειξαν ότι διέθεταν «κρύο αίμα» και αντί για ρήξη ανέπτυξαν ταχύτατα μια σχέση που έχει στρατηγικά χαρακτηριστικά.
Η Τουρκία, μάλιστα, έφτασε στο σημείο να διακινδυνεύσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, αγοράζοντας το πυραυλικό σύστημα S-400, ενώ σταδιακά μετατράπηκε στη βασική «πύλη» για τη διέλευση του ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου προς τις διεθνείς αγορές, παρά το εμπάργκο που επέβαλε η Δύση μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία. Παράλληλα, η Rosatom ανέλαβε την κατασκευή των πρώτων πυρηνικών αντιδραστήρων στην Τουρκία, βαθαίνοντας περαιτέρω την ενεργειακή της εξάρτηση.
Το νόμισμα αυτό, βεβαίως, έχει δύο πλευρές, καθώς και η Ρωσία έχει ανάγκη την Τουρκία σε πολλά επίπεδα. Γι’ αυτό και ο «Monde» προβλέπει πως το πιθανότερο σενάριο είναι ότι, τελικώς, θα υπερισχύσουν τα αμοιβαία συμφέροντα και δεν θα υπάρξει σύγκρουση Ερντογάν – Πούτιν στα ερείπια της Συρίας.
Ακόμα κι έτσι, φυσικά,
η διαπίστωση δεν αλλάζει: ο πρώτος βγαίνει ενισχυμένος και ο δεύτερος «λαβωμένος» από τις τελευταίες ανατροπές.
Και η Τουρκία δεν μοιάζει διατεθειμένη να γίνει ο «ατζέντης» των ρωσικών συμφερόντων στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, καθώς οι φιλοδοξίες του προέδρου της πάνε πιο μακριά…
Μόνο που στον δρόμο του είναι πιθανό να συναντήσει το Ισραήλ του Νετανιάχου καθώς, όπως σημειώνει η «Wall Street Journal», «οι δύο σύμμαχοι της Αμερικής, οι ήδη τοξικές σχέσεις των οποίων έφτασαν σε οριακό σημείο μετά την έναρξη του πολέμου στη Γάζα πέρυσι, κινούνται σε τροχιά σύγκρουσης, στη Συρία και πέρα από αυτή».
Πώς θα λυθεί το κουβάρι;