Πέρα από τις κινηματογραφικές «αναπαραστάσεις», τα στερεότυπα, τα αξιολογικά ψευτοδιλήμματα (του τύπου «Μπιθικώτσης ή Καζαντζίδης»;) και τις υπερβολές των οπαδών, υπάρχει το τραγούδι. Ετσι όπως πέρασε στη δισκογραφία διαφορετικών εποχών.

Στο «Πέλαγο είναι βαθύ» ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα «υποτάσσονται» στον ήχο που θέλει ο Μάνος Χατζιδάκις. Ο λαϊκός ερμηνευτής χαμηλώνει και αφήνει να τραγουδήσει εδώ ένα πληγωμένο παιδί που ακόμα ονειρεύεται. Πιο λαμπερός και εξωστρεφής – όσο λίγες φορές – θα είναι στο «Εχω μι’ αγάπη όλο δική μου» των Μίκη Θεοδωράκη – Τάσου Λειβαδίτη από την ιστορική «Πολιτεία Α’». Και εδώ «διαγράφει» την προϋπηρεσία του στη νύχτα συμμετέχοντας στη μουσική άνοιξη. Από την ίδια συνεργασία το «Παράπονο» και το «Σαββατόβραδο» θα αποτελούν έκτοτε ερμηνευτικά μέτρα στην επικράτεια της προσωπικής του μυθολογίας.

Ας μην ξεχνάμε ότι ο Θεοδωράκης προσκαλεί τον τραγουδιστή ύστερα από μια άλλη κομβική στιγμή: την ηχογράφηση της «Συννεφιασμένης Κυριακής» το 1959 στην τριφωνία με τη Γιώτα Λύδια και τη Μαρινέλλα: σαν ένα αργό γκόσπελ που ακούγεται μέσα από εκκλησία. Ο Τσιτσάνης, άλλωστε, ήδη από τη δεκαετία του 1950 έχει συμβάλει όσο λίγοι στην ανάδειξη των φωνητικών ικανοτήτων του Καζαντζίδη. Το ίδιο και ο Μανώλης Χιώτης που παραλαμβάνει μία φωνή με θητεία στα «θανατερά» για να τη μεταμορφώσει ως το κανταδόρικο «Την έδιωξα κι όμως την αγαπώ».

Ο Καζαντζίδης είναι μια ξεχωριστή περίπτωση ερμηνευτή και την ίδια στιγμή ανήκει στη δισκογραφική «βιοτεχνία ονείρων» της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η τελευταία προφανώς και περνάει στα αυλάκια των δίσκων τις επιθυμίες, τις προσδοκίες, τις ματαιώσεις και την ανημπόρια των πολλών ή εκείνων που εγκαταλείπουν την Ελλάδα. Οι ετικέτες, ωστόσο, δεν μπορούν να ερμηνεύσουν την έκταση του φαινομένου. Ναι, τραγούδησε για τους μετανάστες και ξεκίνησε κερδοφόρες περιοδείες. Ναι, έπαιξε με τις λυγμικές νότες για να «εκφράσει» την αδικία. Αλλά είναι περισσότερο «συμφιλιωτικός» απ’ όσο αντέχουν οι προκαταλήψεις, για παράδειγμα, στα τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα: «Αν είν’ η μοίρα μου σακατεμένη/ δεν φταίει ο κόσμος ούτε κι εσύ» και «Θα σου κλείσω το στόμα με χίλια φιλιά/ και ας παν στην ευχή τα παλιά».

Σ’ αυτή τη μεγάλη δισκογραφική περιοχή της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970 δεν υπάρχουν μόνο τα τραγούδια-στάμπες που καθορίζουν την κυρίαρχη εικόνα του. Υπάρχουν και όσα περιμένουν στη δεύτερη και τρίτη γραμμή. Στο «Εκλεισε μια ιστορία θλιβερή» των Γκούτη – Μπακάλη αλλάζει και πάλι «κοστούμι» για να αποδώσει μια ρούμπα.

Στο «Ποιος είδε γλάρο στα βουνά» των Δερβενιώτη – Βίρβου γίνεται απρόσμενα δωρικός, στο «Πάψε να ρωτάς» χρησιμοποιεί τζαζ γυρίσματα (κάτι που ξανακούμε στο «Ποια είσαι εσύ» από το «Υπάρχω» του Χρήστου Νικολόπουλου). Προφανώς τα μόλις 6 τραγούδια του Ακη Πάνου – με σημαία το «Η ζωή μου όλη» – μένουν εκτός συναγωνισμού για οποιαδήποτε σύγκριση. Σε αυτά άλλωστε ανήκει και ένα από τα ελάχιστα δείγματα σύνθετου στίχου που ερμηνεύει: «Τα όνειρα που χτίζονται».

Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι ίδιες μεταμορφώσεις συνεχίζονται στις επόμενες δεκαετίες – μετά την πολυθρύλητη δισκογραφική επιστροφή του –, όταν η εποχή θα μοιάζει ξένη στο ρεπερτόριο που επιμένει να υπερασπίζεται. Η κοινωνική κινητικότητα συμπαρασύρει τα πάντα στη δίνη της επιθυμίας, της τεχνολογίας και των νέων ηθών στη διασκέδαση, αλλά ο Καζαντζίδης τραγουδάει μόνος το λαϊκό τραγούδι από ένα «κατώι μυστικό» της δεκαετίας του ’60. Εστω κι έτσι, ερμηνεύει Μάνο Ελευθερίου («Αν ρωτάς να σου πω»), απογειώνει σε δεύτερη εκτέλεση το «Τι γυρεύεις παλικάρι» του Γιώργου Μητσάκη και αφήνει σφραγίδες, όπως το «Αδειες φεύγουνε οι νύχτες» των Νίκου Λουκά – Τάκη Σούκα. Το «Είμαι ένα κορμί χαμένο» σε live εκτέλεση το φαντάζεται κανείς ερμηνευμένο σε ένα μικρό ανοιχτό θέατρο.

Για το τέλος, μια εικόνα από την Ελευσίνα – Πολιτιστική Πρωτεύουσα δείχνει ίσως τη μεταμοντέρνα διάσταση που έχει αποκτήσει η μυθολογία. Σε ένα από τα δρώμενα της τελετής έναρξης τα ηχεία της εγκατάστασης στο συνεργείο αυτοκινήτων παίζουν ένα από τα τέσσερα τραγούδια που έχει γράψει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος για τον Καζαντζίδη. Και αυτό από την πίσω πλευρά της δισκογραφίας («Και πού Θεός»): «Οταν περνώ απ’ τις γειτονιές/ κι ανθίζει κάποιο γέλιο/βουρκώνουνε τα μάτια μου/να μη με λένε Στέλιο». Μπιζάρισμα: «Τι θέλεις από μένανε», με την απόχρωση ενός κρούνερ που ανεβοκατεβαίνει μουσικές περιοχές.