Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν φέτος μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη από την Ευρώπη. Αν οι άνθρωποι ψήφιζαν με υλιστικά κριτήρια, κάτι που ακούγεται λογικό, η αμερικανική πολιτική σκηνή θα ήταν σταθερότερη και υγιέστερη από την ευρωπαϊκή. Αλλά οι Αμερικανοί είναι οργισμένοι. Και ψήφισαν τον Τραμπ.
Τη δεκαετία του ’80, η ιρλανδική οικονομία ήταν μια από τις φτωχότερες της Ευρώπης. Σήμερα είναι μια από τις πλουσιότερες. Από τόπος εξόδου, η Ιρλανδία έγινε τόπος εισόδου. Μια τέτοια μεταμόρφωση θα έπρεπε κανονικά να ευνοεί τα συστημικά κόμματα. Ομως την ίδια περίοδο, το Σιν Φέιν – που παλιότερα αποκαλούσαμε πολιτικό σκέλος του IRA – εκτίναξε το ποσοστό του από 1% σε 19%.
Ο αρθρογράφος Τζάναν Γκανές των Financial Times, στον οποίο ανήκουν οι πιο πάνω παρατηρήσεις, επικαλείται κι ένα τρίτο παράδειγμα. Η Ελλάδα, που την περασμένη δεκαετία είχε μια τραυματική οικονομική εμπειρία και θα δικαιολογούνταν να στραφεί στα άκρα, έχει έναν πρωθυπουργό που είναι «το καμάρι των ανά τη γη μετριοπαθών» (ναι, έτσι το γράφει ο μπαγάσας). Η Ιταλία πάλι, που προχώρησε σε λιγότερο ριζικές μεταρρυθμίσεις, κυβερνάται από μια λαϊκίστρια.
Τελικά τι κάνει σήμερα τους ανθρώπους να θυμώνουν; Αν θέλουμε να μείνουμε στο μέτωπο της οικονομίας, ίσως να μετράει περισσότερο η σύγκριση με την προηγούμενη γενιά, παρά με τους πολίτες άλλων χωρών. Αυτό εξηγεί την άνοδο του λαϊκισμού στη Γαλλία, όχι όμως και στην Πολωνία. Η εξήγηση δεν έχει να κάνει ούτε αμιγώς με την αγοραστική δύναμη: ο Τραμπ εξελέγη σε περίοδο υψηλού πληθωρισμού (2024), αλλά και χαμηλού πληθωρισμού (2016). Οι λαϊκιστές φαίνεται επίσης να ευημερούν τόσο σε ελεύθερες αγορές με τεράστιες ανισότητες (όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες), όσο και σε χώρες με σοσιαλδημοκρατική παράδοση και ισχυρό κοινωνικό κράτος (όπως η Γαλλία).
Η αναζήτηση των αιτίων της οργής πρέπει λοιπόν να είναι ευρύτερη. Ενας λόγος είναι η μετανάστευση, που δεν εξηγεί όμως γιατί η οργή είναι ελεγχόμενη σε χώρες όπως η Αυστραλία ή η Ελλάδα. Ενας άλλος λόγος είναι η ύπαρξη ή απουσία κάποιου φορέα στον οποίο να μπορεί να διοχετευθεί η οργή. Στην Ελλάδα, ένας τέτοιος φορέας ήταν για ένα διάστημα η Χρυσή Αυγή, έως ότου αποδείχθηκε ότι είχαμε να κάνουμε με μια εγκληματική οργάνωση. Αν υπήρχε σήμερα ένας πειστικός λαϊκιστής είτε στα δεξιά είτε στα αριστερά, οι «ανά τη γη μετριοπαθείς» ίσως να αναζητούσαν άλλο πρότυπο.
Ο Τζάναν Γκανές, που του αρέσει να προκαλεί, επινόησε έναν άλλο όρο για να εξηγήσει τις παραπάνω αντιφάσεις: «ηδονιστική προσαρμογή». Οσο αυξάνονται τα εισοδήματα, τόσο αυξάνονται και οι απαιτήσεις. Η οικονομία πράγματι σχετίζεται με την οργή, αλλά με διαφορετικό τρόπο απ’αυτόν που θα φανταζόμασταν. Ο δυτικός φιλελευθερισμός, με την έμφαση στις επενδύσεις, έχει φτάσει στα όριά του. Εκτός από την αγάπη, το χρήμα δεν μπορεί να αγοράσει ούτε την ηρεμία.