Την εντόπισα με το βλέμμα μου αμέσως μόλις ανέβηκα τη μαρμάρινη σκάλα που οδηγεί στο καφέ του Ιδρύματος Θεοχαράκη, απέναντι από το κτίριο της Βουλής, όπου είχαμε δώσει ραντεβού, να κάθεται σε μια ήσυχη γωνιά και να μιλά στο τηλέφωνο. Την αναγνώρισα αμέσως, διότι μπορεί να μην είχαμε γνωριστεί διά ζώσης ως εκείνη τη στιγμή, αλλά «συναντιόμαστε» σχεδόν κάθε εβδομάδα, καθώς συμμετέχει μέσω τηλεδιάσκεψης στις συνεδριάσεις του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, διότι ζει μόνιμα στην Πάτρα. Μέχρι να καταλήξουμε, γρήγορα ομολογουμένως, στο ότι θα συζητήσουμε συντροφιά μόνο με ένα ρόφημα η καθεμιά μας – εκείνη τσάι και εγώ καφέ –, καθώς συναντηθήκαμε σε ένα κενό του δύσκολου προγράμματός της στο πλαίσιο μιας επίσκεψης – αστραπής στην Αθήνα (γεγονός που δεν μας επέτρεπε να γευματίσουμε καταπώς θέλει ο τίτλος της στήλης) και πριν ακόμη ξεκινήσει η ηχογράφηση, έχει μια σύντομη συνδιάλεξη με τον ηγούμενο της Παλαιάς Μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας. Είναι το μοναστήρι στο καθολικό του οποίου η εδώ και μία δεκαετία προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας Ανίτα (από Αναστασία, εξού και το ένα νι) Κουμούση εντόπισε το μοναδικό πορτρέτο εν ζωή του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου, είδηση που συζητήθηκε, βρέθηκε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και προκάλεσε διεθνές ενδιαφέρον. Το οποίο αποτέλεσε και την αφορμή για τη δική μας συνάντηση – εξαίρεση στην απόφασή της να μην αφήσει τα φώτα της δημοσιότητας να στραφούν πάνω της λόγω της συγκεκριμένης, εθνικής σημασίας, όπως τη χαρακτηρίζει, ανακάλυψης.

«Θεωρώ ότι είναι το τελευταίο λιθαράκι και το πιο σημαντικό στην καριέρα μου. Με τα σημερινά δεδομένα είναι το μεγαλύτερο και το τελευταίο σύνολο της παλαιολόγειας και άρα της βυζαντινής ζωγραφικής. Δεν περίμενα, ωστόσο, ότι θα υπάρξει αυτό το ενδιαφέρον από τους δημοσιογράφους κι από τον κόσμο. Συνειδητοποίησα τον αντίκτυπο όταν διαπίστωσα ότι το τηλέφωνό μου δεν σταματούσε να χτυπάει και κλείστηκα στο καβούκι μου. Δεν με ενδιέφερε να γίνω “μαϊντανός” ύστερα από 40 χρόνια δουλειάς. Για μένα εκείνο που έχει σημασία είναι να το έχω τεκμηριώσει πλήρως, να το έχω δέσει από παντού, όπως λέμε, ότι πρόκειται για τον Παλαιολόγο. Εχω χαρεί και συγκινηθεί τόσο με το εύρημα όσο και με την ανταπόκριση του κόσμου, αλλά επειδή έχει κατασταλάξει μέσα μου, επειδή έχω κάνει πολύ μεγάλη έρευνα πριν το ανακοινώσω, το αντιμετωπίζω ως ένα κομμάτι της δουλειάς μου. Τώρα πάμε για άλλα», λέει με σταθερή φωνή, δίνοντας όντως την αίσθηση ότι αναφέρεται σε ένα κεφάλαιο που για την ίδια, σε επιστημονικό τουλάχιστον επίπεδο, έχει κλείσει.

Η συνάντηση µε τον Μαρµαρωµένο Βασιλιά

Να ευθύνεται για την προσέγγισή αυτή και το γεγονός ότι η πρώτη της συνάντηση με τον θρυλικό Μαρμαρωμένο Βασιλιά έγινε ένα κρύο φθινοπωρινό πρωινό του 2016, όταν τυλιγμένη σε ένα χοντρό μπουφάν παρακολουθούσε τους συντηρητές να δουλεύουν με γάντια που άφηναν ακάλυπτα τα δάχτυλά τους και υπό το φως ενός προβολέα που τροφοδοτούσε η γεννήτρια, καθώς στο Παλαιομονάστηρο, όπως είναι γνωστό, δεν υπάρχει ρεύμα; Ή μήπως το ότι η ανακοίνωσή της για τη με έντονα σημάδια φθοράς από πυρκαγιά και ξεπλυμένη με λάστιχο, τη δεκαετία του 1970, τοιχογραφία είχε τεθεί στην κρίση της επιστημονικής κοινότητας ήδη από το καλοκαίρι του 2021, οπότε και την είχε παρουσιάσει σε αρχαιολογικό συνέδριο στην Καλαμάτα; «Από την πρώτη στιγμή που αντίκρισα το πρόσωπο που βρισκόταν σε ύψος 5 μ. από το έδαφος ήξερα ποιος είναι. Δεν είχα καμία αμφιβολία ούτε για το αν είναι κοσμικός ούτε για την ταυτότητά του. Ωστόσο η εμπειρία μου που ξεπερνά τις τέσσερις δεκαετίες δεν μπορούσε να αποτελέσει επιστημονικό επιχείρημα. Χρειάστηκε πολύ μεγάλη έρευνα στις ιστορικές πηγές για να κάνω όλες τις διασυνδέσεις και πολλή μελέτη έως ότου τεκμηριωθούν διάφορα ζητήματα που σχετίζονται με το ευρύτερο αρχαιολογικό του περιβάλλον, ώστε να γίνει κατανοητή η παρουσία του στον συγκεκριμένο χώρο», υποστηρίζει η Ανίτα Κουμούση, η οποία έχει ενισχύσει τα επιχειρήματά της και με τη χρήση φυσικοχημικών, μη καταστρεπτικών μεθόδων, όπως και με τη δειγματοληψία χρωστικών και κονιαμάτων. Και εν τέλει αποδίδει την καθυστέρηση της δημοσιοποίησης και στο γεγονός ότι τα πρακτικά του συνεδρίου κυκλοφόρησαν στα τέλη Οκτωβρίου, οπότε και ήταν σε αναμονή της τελικής έγκρισης της μελέτης της από την επιστημονική επιτροπή της έκδοσης.

Μπορεί πλέον να έχουν περάσει οκτώ χρόνια από την ημέρα εκείνη που βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι στον Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο, ωστόσο ανακαλεί στη μνήμη της κάθε λεπτομέρεια. «Παρακολουθούσα τους συντηρητές όταν σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά και παρατήρησα μια δέσμη φωτός που έπεφτε στους εστεμμένους δικέφαλους αετούς. Ανέβηκα στη σκαλωσιά και αντίκρισα το πρόσωπό του σε απόσταση 30 εκ., πιο κοντά από όσο βρισκόμαστε εμείς τώρα. Κοιταχτήκαμε δεν ξέρω για πόση ώρα και δεν σκεφτόμουν τίποτα. Ηξερα ποιος είναι. Το πρώτο ερώτημα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν για ποιο λόγο απεικονίζεται στο μνημείο εφόσον δεν ήταν ο ίδιος αλλά τα αδέλφια του, οι δεσπότες Δημήτριος και Θωμάς, οι χορηγοί της ανακαίνισης. Ασυναίσθητα έστρεψα το βλέμμα μου στον απέναντι τοίχο, οπότε και τους είδα – τον Θωμά με καστανά μαλλιά και τον μεγαλύτερο, τον Δημήτριο, με λευκά – σε ένα κοινό πλαίσιο. Τότε συνειδητοποίησα πως, επιλέγοντας να αποτυπώσουν τη μορφή του αυτοκράτορα στο μνημείο, από τη μια πλευρά τον τιμούν και αναγνωρίζουν τον συμφιλιωτικό του ρόλο στη μεταξύ τους έριδα – γεγονός που μας επιτρέπει να χρονολογήσουμε με μεγάλη ακρίβεια την τοιχογραφία, πιθανότατα μετά τη λήξη του πρώτου μεταξύ τους εμφύλιου πολέμου (1449-1450), που επιτεύχθηκε με τη «διαιτησία» τού Κωνσταντίνου, όπως αναφέρει ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης – και από την άλλη τονίζουν τη σύνδεσή τους μαζί του και το ισότιμο δικαίωμά τους στη διαδοχή. Κατέβηκα και ξανανέβηκα έπειτα από λίγα λεπτά με την επικεφαλής του τμήματος συντήρησης για να εξετάσουμε εκ νέου το πορτρέτο. Παρατήρησα το βλέμμα του, γεμάτο προβληματισμό και εγκαρτέρηση. Σε όλο αυτό το διάστημα που έγινε η μελέτη υπήρξε απόλυτη εχεμύθεια. Υπάρχουν εργαζόμενοι που αν και ήταν μέλη της ομάδας που δούλευε στο Παλαιομονάστηρο, τώρα έμαθαν τη σημασία του συγκεκριμένου έργου», λέει η δρ Κουμούση.

Αρκετοί, ωστόσο, ήταν εκείνοι που διατύπωσαν τον προβληματισμό πως μια ανδρική μορφή που φορά φωτοστέφανο και της οποίας η ταυτότητα δεν επιβεβαιώνεται από επιγραφή μπορεί να δηλώνεται με βεβαιότητα ότι απεικονίζει ένα ιστορικό πρόσωπο, και μάλιστα του βεληνεκούς του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Η αρχαιολόγος όμως, της οποίας η διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης έχει θέμα τη βυζαντινή ζωγραφική, εξηγεί ότι η ύπαρξη του φωτοστέφανου δεν την απασχόλησε καθόλου διότι ήδη από τον 10ο αι. οι αυτοκράτορες εμφανίζονται με φωτοστέφανο. Οσο για την επιγραφή, επισημαίνει ότι ελέγχθηκε επανειλημμένως ο χώρος εκατέρωθεν της επίμαχης παράστασης με πολυφασματική κάμερα, αλλά διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει κανένα σχετικό ίχνος. «Ηταν αναμενόμενο», σχολιάζει η αρχαιολόγος. «Ολα τα διάσημα του αυτοκράτορα – ο πολυτελής λώρος πάνω από τον ανοιχτόχρωμο σάκο, το διάλιθο στέμμα και το σταυροφόρο σκήπτρο, όπως και το γεγονός ότι ο χρυσοΰφαντος πορφυρός του μανδύας στερεώνεται µε τη βοήθεια πόρπης και διακοσμείται με μετάλλια, στα οποία εγγράφονται δικέφαλοι αετοί με στέμμα ανάμεσα στις κεφαλές τους – ήταν αρκετά για να καταστήσουν τη μορφή αναγνωρίσιμη», εξηγεί και μου δείχνει στις εικόνες που πλαισιώνουν το επιστημονικό της άρθρο «Παλαιά Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας: η αναχρονολόγηση της ίδρυσης στους μεσοβυζαντινούς χρόνους και η προσωπογραφία του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα» (Πρακτικά της Γ’ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης για το αρχαιολογικό έργο στην Πελοπόννησο) καθετί που περιγράφει, ενώ όταν χρειάζεται να γίνει πιο αναλυτική σχεδιάζει σκαριφήματα πάνω σε μια λευκή κόλλα. «Πρόκειται για ένα έργο υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας δημιουργού που είχε τεχνοτροπικά καταβολές από την Κωνσταντινούπολη, γνώριζε τα μνημεία του Μυστρά και αντιγράφει το Αφεντικό και την Παντάνασσα. Εξαιτίας της παραμονής του εκεί είχε δει τον Κωνσταντίνο και για αυτό αποτύπωσε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του στο συγκεκριμένο πορτρέτο».

Πιο κοντά στον τρούλο

και στον Χριστό

Συνειδητοποιώ ότι ο Παλαιολόγος έχει μονοπωλήσει τη συζήτηση, ωστόσο δεν κατάφερα να αντισταθώ και να μη διατυπώσω την απορία: «Αν αποφάσισαν να απεικονίσουν τον αυτοκράτορα, για ποιο λόγο τον τοποθέτησαν 5 μ. πάνω από τα κεφάλια των πιστών; Ποιος θα μπορούσε να τον διακρίνει και ακόμη περισσότερο να τον αναγνωρίσει;». «Δεν μπορώ να σας απαντήσω με βεβαιότητα, αλλά το σίγουρο είναι πως όσο πιο κοντά στον τρούλο και στον Χριστό – διότι το καθολικό είχε τρούλο που δεν σώζεται – τόσο πιο τιμητική η θέση», υποστηρίζει η αρχαιολόγος.

Η αποκάλυψη του αυτοκρατορικού πορτρέτου, ωστόσο, έχει εξάψει την περιέργεια του κοινού που θέλει να πληροφορηθεί πότε θα μπορέσει να το περιεργαστεί από κοντά. Πρόκειται όμως, σύμφωνα με την προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας, για ένα ζήτημα που έχει ξεπεράσει την υπηρεσία και πλέον θα το διαχειριστεί η ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού. «Υπάρχει περίπτωση η μονή να μας κρύβει κι άλλες εκπλήξεις;», τη ρωτώ, ενώ απολαμβάνει το τσάι της, κοιτάζοντας διακριτικά το ρολόι της, καθώς θα πρέπει να ξεκινήσει σε λίγο το ταξίδι της επιστροφής προς την Πάτρα. «Οχι, απλώς πρέπει να δημοσιευτεί στο σύνολό της για να φανεί πόσο σημαντική ήταν», απαντά.

Οση ώρα η Ανίτα Κουμούση περιγράφει το μοναστήρι, θυμάται τις φορές που επέστρεψε για να συναντήσει ξανά και ξανά τον τελευταίο βυζαντινό αυτοκράτορα, αλλά και τις ώρες που πέρασε σε βιβλιοθήκες για να τεκμηριώσει την έρευνά της, το τηλέφωνό της δεν έχει σταματήσει να χτυπά. Οι εκκρεμότητες στην Εφορεία Αχαΐας πολλές, καθώς πέρα από τις καθημερινές γραφειοκρατικές υποχρεώσεις και τη διαχείριση περί των 190 υπαλλήλων έχει τη διεύθυνση των συστηματικών ανασκαφών στην Αιγείρα και την Τριταία Αχαΐας, αλλά και ανασκαφών μεγάλης κλίμακας στο πλαίσιο υλοποίησης δημόσιων έργων μεταξύ πολλών αναστηλωτικών και μουσειακών, με πλέον πρόσφατο την ανακαίνιση και επαναλειτουργία του Αρχαιολογικού Μουσείου Αιγίου. Προλαβαίνει μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα – όπως παραδέχεται, συχνά δεν έχει χρόνο ούτε για φαγητό – να είναι συνεπής στις οικογενειακές της υποχρεώσεις, καθώς είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών; «Είχα και έχω υποστήριξη από τον σύζυγό μου και πλέον τα παιδιά μου είναι 35 και 33 ετών, οπότε δεν με χρειάζονται. Οταν ήταν μικρότερα, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Ωστόσο, ποτέ δεν ήμουν λάτρις της μαγειρικής. Εφτιαχνα πέντε φαγητά, καλά, αλλά ως εκεί. Διαβάζω τα βιβλία που μου αρέσουν στις διακοπές. Στην καθημερινότητά μου αυτό που φροντίζω να κάνω για μένα είναι να είμαι κοκέτα. Δεν διαμαρτύρομαι για τίποτα. Είμαι φιλόδοξη και κυνηγάω τη δουλειά μου».

Φανταζόταν ποτέ ότι θα προσέθετε στο βιογραφικό της μια τόσο μεγάλη επιτυχία; «Για να είμαι ειλικρινής, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Χαίρομαι διότι έπεσα έξω με την Αχαΐα. Πήγα στην Πάτρα λόγω του συζύγου μου που κατάγεται και εργάζεται εκεί. Ως βυζαντινολόγος, του έλεγα πολλές φορές “χάθηκε να είσαι από τη Θεσσαλονίκη που έχει τόσα βυζαντινά μνημεία;”. Να όμως που η Αχαΐα μάς έκανε την έκπληξη».