Παρακολουθούσα το βίντεο της πρόσφατης συνέντευξης Τύπου του Ντόναλντ Τραμπ και, αναφερόμενος στο πλεονέκτημα που αποκτά η Τουρκία στη Συρία μετά την πτώση του Ασαντ, ο άνθρωπος αυτός, που σε λιγότερο από έναν μήνα θα γίνει ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ, είπε κάτι το οποίο με συγκλόνισε! Για να γίνω πιο ακριβής, κάτι που με έκανε να πεταχτώ από την καρέκλα μου από τα γέλια: «Το ήθελαν για χιλιάδες χρόνια και το κατάφεραν!». Πώς είπατε; Χιλιάδες χρόνια; Μα οι Τούρκοι πρωτοεμφανίζονται στη Μικρά Ασία τον 11ο αιώνα. Δεν έχουν συμπληρώσει ακόμη χίλια χρόνια παρουσίας στην περιοχή, πώς γίνεται λοιπόν να ήθελαν για «χιλιάδες χρόνια» τον έλεγχο της περιοχής που ονομάζουμε σήμερα Συρία; Ισως θα πρέπει οι ιστορικοί να προσέξουν αυτή τη θεωρία του Τραμπ, ιδίως εκείνοι που προσπαθούν να εξηγήσουν τα αίτια των μετακινήσεων πληθυσμών από τις στέπες της Ασίας προς Δυσμάς, που σημειώνονται κατά τους πρώτους αιώνες της προηγούμενης χιλιετίας. Δεν ήταν οι Μογγόλοι και η Χρυσή Ορδή τους (που προσφέρεται τόσο εύκολα για φθηνά λογοπαίγνια…), όπως νομίζαμε. Ηταν οι Τούρκοι που ήθελαν να αποκτήσουν τον έλεγχο της Συρίας.

Υπάρχει εντούτοις και η περίπτωση η συγκεκριμένη δήλωση να εξηγείται λογικά, βάσει διαφορετικής αντίληψης του χρόνου που έχει ο πρόεδρος Τραμπ. Το υποστηρίζω, επειδή είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι είχαν στην αυτοκρατορία τους, την Οθωμανική, ολόκληρο το Λεβάντε επί αιώνες. Τα εδάφη αυτά τα έχασαν μαζί με την αυτοκρατορία, εξαιτίας της ήττας τους κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το δε σύγχρονο τουρκικό κράτος ιδρύεται μόλις το 1923, μετά τον δικό τους πόλεμο της ανεξαρτησίας. Υποθέτω ότι οι Τούρκοι ηγέτες της εποχής εκείνης θα είχαν πολύ σοβαρότερα προβλήματα να τους απασχολούν και ότι η νοσταλγία τους για τη Συρία θα ήταν το τελευταίο. Ομως, ακόμη και αν δεχτούμε ότι η νοσταλγία ξεκίνησε από την πρώτη κιόλας μέρα, έκτοτε έχουν περάσει 101 χρόνια. Ετσι τουλάχιστον το αντιλαμβανόμαστε οι περισσότεροι, διότι για τον Τραμπ το χρονικό διάστημα από το 1923 ως το 2024 είναι χιλιάδες χρόνια…

Εμείς μπορεί να διασκεδάζουμε με τα μορφωτικά κενά στη συγκρότηση του Ντόναλντ Τραμπ, αυτό όμως δεν αλλάζει την πραγματικότητα ότι αυτός ήταν το σημαντικότερο πρόσωπο της χρονιάς που τελειώνει, παγκοσμίως. Ο χαρακτηρισμός δεν είναι αξιολογικός, δεν υπονοεί δηλαδή τίποτα είτε για την ποιότητα του Τραμπ ως ανθρώπου είτε για την ποιότητα της πολιτικής επιλογής που αντιπροσωπεύει. Ομως, είτε τον απεχθάνεται κάποιος είτε όχι, οφείλει να αναγνωρίσει ότι κανένα άλλο πρόσωπο, με τη δράση του και τις αποφάσεις του σε ατομικό επίπεδο, δεν είχε μεγαλύτερη και αμεσότερη επίδραση στη διεθνή πραγματικότητα από τον Τραμπ. Ισως με την εξαίρεση του αλ-Τζολάνι, του ισλαμιστή που κατάφερε να ενώσει την ένοπλη αντίσταση στο καθεστώς Ασαντ και να το ανατρέψει. Ομως ο άθλος που πέτυχε ο Τζολάνι, όπως και η εξέλιξη που θα έχει το εγχείρημα του οποίου ηγείται, επισκιάζονται από την ιστορική επανεκλογή του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ.

Με το ένστικτό του ως άνθρωπος της αγοράς, επιχειρηματίας και σόουμαν, ο Τραμπ αντελήφθη τις αλλαγές που εξελίσσονταν στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας και εξέφρασε πολιτικά τις ανάγκες των πολλών – η ιστορική αναλογία εδώ με τον Αντριου Τζάκσον δεν είναι αβάσιμη. Ο Τραμπ μεταμόρφωσε το κόμμα των Ρεπουμπλικανών, με τρόπο που κανείς άλλος πριν από τον Ρόναλντ Ρέιγκαν δεν είχε καταφέρει και, με τη νίκη του, έγραψε την αρχή του τέλους της παλαβομάρας που μάθαμε να λέμε «woke». Οχι μόνο στο επίπεδο της κουλτούρας και της ιδεολογίας, αλλά και πολιτικά. Επί 25 χρόνια, οι εκλογικές τάσεις ακολουθούσαν τη λογική του κοινωνικού κατακερματισμού που υπαγόρευε η λογική του «woke», έτσι, οι μαύροι ψήφιζαν τους δικούς τους, οι Λατίνοι ομοίως κ.ο.κ. Στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, αυτή η παράδοση έσπασε: ο Τραμπ κέρδισε την πλειοψηφία των μαύρων ανδρών, των λατίνων ανδρών, όπως και των λευκών γυναικών. Η υποχώρηση του «woke», με την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια, έχει ήδη ξεκινήσει.

Δεν είναι βέβαιο ότι ο Τραμπ θα εκπληρώσει την υπόσχεση που αντιπροσωπεύει πολιτικά για τις ΗΠΑ, ως εκ τούτου και για τον υπόλοιπο κόσμο. Ομως το γεγονός ότι κέρδισε την ευκαιρία να αναμορφώσει τις ΗΠΑ, με μια ατζέντα μάλιστα πολύ ριζοσπαστική και φιλόδοξη, είναι σίγουρα η επιτυχία της χρονιάς.