Η ακρίβεια ξανασύστησε στους Ελληνες τα σπίτια τους και άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο προχωρούν στις αγορές τους. Μαγειρεύουν περισσότερο, μειώνουν την ψυχαγωγία εκτός σπιτιού, επιλέγουν φθηνότερα αγαθά και αυτά στην προσπάθεια για καλύτερη διαχείριση των οικονομικών τους.

Η τάση αυτή σύμφωνα με έρευνες δείχνει να είναι πιο ισχυρή στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες, με καταλυτικό παράγοντα στη διαμόρφωσή της την πληθωριστική κρίση της τελευταίας διετίας.

Είναι ενδεικτικό, σύμφωνα με την τελευταία παγκόσμια έρευνα της ΕΥ «Future Consumer Index 2024», η οποία περιλαμβάνει και την Ελλάδα, ότι οι πέντε στους δέκα έλληνες καταναλωτές το επόμενο διάστημα θα περνούν περισσότερο χρόνο στα σπίτια τους μεταφέροντας εκεί όχι μόνο τη διασκέδασή τους αλλά και καθημερινές ανάγκες που κάλυπταν εκτός, π.χ διατροφή.

Η τάση συγκέντρωσης μιας σειράς δραστηριοτήτων γύρω από το σπίτι, που ξεκίνησε την εποχή της πανδημίας, ενισχύεται σημαντικά, κατά την εποχή του υψηλού πληθωρισμού τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Ωστόσο, η παραμονή στο σπίτι έχει σήμερα διαφορετικά χαρακτηριστικά από την εποχή του εγκλεισμού, αφού πλέον αποτελεί επιλογή και όχι αναγκαία συνθήκη.

Mε φίλους στο σπίτι αντί στο μπαρ

Σύμφωνα με την παγκόσμια έρευνα της ΕΥ για το 2024 το σπίτι αποκτά πλέον έναν πιο βιωματικό και πολυσυλλεκτικό ρόλο και εξελίσσεται σε ένα πολυμορφικό hub όπου ο καταναλωτής θα μαγειρεύει, θα περνάει χρόνο και θα διασκεδάζει περισσότερο σε αυτό. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τάση αυτή διαπερνά όλες τις γενιές, συμπεριλαμβανομένων των νέων, που παραδοσιακά έτειναν πάντα προς την κοινωνικοποίηση εκτός σπιτιού.

Στο πλαίσιο αυτό, ένας στους δύο καταναλωτές εκτιμά ότι θα μαγειρεύει περισσότερο (50% από 39% πέρυσι), θα περνά περισσότερο χρόνο (41% από 29%) και θα διασκεδάζει περισσότερο στο σπίτι (40% από 28%). Ως προς τις δύο πρώτες τάσεις, ο έλληνας καταναλωτής βρίσκεται πλησιέστερα προς το παγκόσμιο δείγμα και τις ΗΠΑ και λιγότερο στους ευρωπαίους καταναλωτές. Η πρόθεση για περισσότερη διασκέδαση στο σπίτι είναι εντονότερη στην Ελλάδα, εγκαταλείποντας τα κέντρα διασκέδασης και τα εστιατόρια.

Tις τάσεις αυτές επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία της Focus Bari για τα φετινά Χριστούγεννα όπου σχεδόν οι τρεις στους τέσσερις Ελληνες δηλώνουν πως θα φτιάξουν στο σπίτι τα χριστουγεννιάτικα γλυκά. Μάλιστα από άλλα στοιχεία προκύπτει ότι το 38% των Ελλήνων τις περισσότερες μέρες παίρνει μαζί του μεσημεριανό από το σπίτι στη δουλειά, 46% γευματίζουν όλοι μαζί στο σπίτι, 54% των Ελλήνων ανεξαρτήτως ηλικίας δεν βγαίνουν συχνά για να πάνε σε μπαρ ή παμπ.

Πιο συγκρατημένη η κατανάλωση

Η επιστροφή στο σπίτι συνδέεται άμεσα με την οικονομική δυσπραγία των Ελλήνων καθώς τρεις στους πέντε καταναλωτές (60%) ανέφεραν ότι αυτή τη χρονιά ξοδεύουν λιγότερα χρήματα σε προϊόντα/είδη που δεν είναι πρώτης ανάγκης, 59% ότι το αυξανόμενο κόστος προϊόντων και υπηρεσιών τούς δυσκολεύει στις αγορές τους και 50% ότι αγοράζουν μόνο τα απαραίτητα. Συνολικά, ένας στους δύο έχει αλλάξει τις μάρκες που αγοράζει, ή αγοράζει περισσότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί.

Ο αντίκτυπος της οικονομικής πίεσης στις καταναλωτικές συμπεριφορές αντικατοπτρίζεται και στις απαντήσεις που έδωσαν οι συμμετέχοντες σε μία σειρά από ερωτήσεις σχετικά με τη σημερινή τους οικονομική κατάσταση, αν και οι απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές δεν διαφοροποιούνται αισθητά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια και σε ορισμένες περιπτώσεις παρουσιάζουν μικρή βελτίωση.

Συνολικά, ένας στους δύο καταναλωτές δηλώνει ότι έχει αλλάξει μάρκες στα προϊόντα που αγοράζει (50%), είτε επιλέγοντας άλλα brands/μάρκες για να μειώσει τα έξοδά του (31%, έναντι 33% παγκοσμίως και 29% στην Ευρώπη), είτε αγοράζοντας, πλέον, περισσότερο προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (37%, έναντι 28% παγκοσμίως και 26% στην Ευρώπη). Ενας στους τρεις καταναλωτές (34%) αναγνωρίζει ότι ο τρόπος που σκέφτεται τι είναι πραγματικά απαραίτητο έχει αλλάξει υπό το φως της τωρινής οικονομικής του κατάστασης και μόλις 5% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι δεν ανησυχούν για την οικονομική τους κατάσταση και φυσικά δεν δείχνουν να επηρεάζονται στην καθημερινότητά τους.

Eurostat – Χαμηλά παραμένει η αγοραστική δύναμη

Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα καταγράφει πτώση στα ημερομίσθια των εργαζομένων για το τρίτο τρίμηνο του 2024, ενώ παραμένει και πάλι προτελευταία (πάνω μόνο από τη Βουλγαρία) σε ό,τι αφορά την αγοραστική δύναμη των πολιτών της για το 2023.

Μάλιστα η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα που καταγράφηκε μείωση μισθών ενώ σε όλες τις υπόλοιπες αυξήθηκαν από 1% έως και 17,1%. Κατά το τρίτο τρίμηνο του 2024 οι μισθοί στο σύνολο της ευρωζώνης αυξήθηκαν κατά 4,4% σε σχέση το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023, ενώ στο σύνολο της ΕΕ η αύξηση ανήλθε στο 5%. Σε όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ και της ευρωζώνης καταγράφηκαν αυξήσεις των αποδοχών, το γ΄ τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023.

Η χαμηλότερη αύξηση εντοπίστηκε στο Λουξεμβούργο, ύψους 1%, και ακολουθούν το Βέλγιο με 2,6% και η Γαλλία με 2,7%, ενώ στη Γερμανία οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 4%. Οι υψηλότερες αυξήσεις στο ωρομίσθιο για το σύνολο της οικονομίας καταγράφηκαν στη Ρουμανία με 17,1%, στην Κροατία με 15,1%, στην Ουγγαρία με 14,1%, στη Βουλγαρία με 12,7%, στη Λετονία με 12,6%, στην Πολωνία με 12%, στη Λιθουανία με 11% και την ομάδα των χωρών με διψήφιο ποσοστό αύξησης κλείνει η Αυστρία με αύξηση 10%.

Την ίδια στιγμή, στην προτελευταία θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μετά τη Βουλγαρία, παραμένει η Ελλάδα αναφορικά με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, βάσει αγοραστικής δύναμης. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανήλθε στο 68% του μέσου όρου της ΕΕ (από 67% το 2022 και 66% το 2019) και ήταν υψηλότερο μόνο από αυτό της Βουλγαρίας, όπου αυξήθηκε στο 64% από 62% το 2022 και 55% το 2019.