Το 1999 ο γράφων επιχείρησε να προσεγγίσει το φτωχικό εξοχικό του Στέλιου Καζαντζίδη στον Αγιο Κωνσταντίνο μήπως και δει τον μύθο.

Οι ουρές των «προσκυνητών» δεν άφηναν περιθώριο ή ελπίδα. Επειτα από καιρό έμαθα πως η πολύ καλή γυναίκα του Στέλιου, η Βάσω, υπομονετικά έφτιαχνε δεκάδες ελληνικούς καφέδες για τους απρόσκλητους επισκέπτες-προσκυνητές κάθε μέρα μέχρι εξαντλήσεως.

Και ο λαϊκός βάρδος υπομονετικά επίσης άκουγε τον κόσμο ή δεχόταν κάπως αμήχανα τους τόνους αγάπης και λατρείας για τον ίδιο – μαζί με μπόλικες ιστορίες.

Την ίδια χρονιά ο γράφων πάλι, αξιώθηκε να δει τον Καζαντζίδη από κοντά.

Τώρα στην ταβέρνα του Κουμπούρα στον Κορυδαλλό όπου έτρωγε σχεδόν κάθε μεσημέρι. Χειμώνας και φορούσε έναν γούνινο σκούφο σαν ήρωας σοβιετικής ταινίας σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

Η φωνή του σε τόνο καστράτο, σιγανή, ψιλή και σε αντίστιξη με το ανδρογενές «αααα του κόσμου».

Αυτό που περιέγραφε κάποτε έξοχα ο Διονύσης Χαριτόπουλος.

Η φωνή του ενάρετη.

Με τη σιγουριά του πρώτου και καλύτερου όλων των ειδών του τραγουδιού. Είπε εξάλλου στην 67χρονη ζωή του και τούρκικα, δημοτικά, ποντιακά και στις παρέες του ελαφρά αφού λάτρευε τον Γούναρη (όπως και ο Τσιτσάνης).

Στην ταβέρνα του Κουμπούρα πολύς κόσμος που ήξερε το στέκι, την έστηνε για να τον δει. Να τον ακουμπήσει! Για χρόνια κυκλοφορούσε ο στενός του φίλος «καπετάνιος» με μια βαλίτσα με αντικείμενά του, που επίσης σε στενούς κύκλους εξέθετε σαν ιερά αντικείμενα ενός λαϊκού αγίου που το μόνον θαύμα ήταν η φωνή του.

ΠΩΣ ΕΡΜΗΝΕΥΕΤΑΙ;

Θα με συγχωρήσετε για όσα έχω ήδη γράψει αλλά για χρόνια ήξερα και νταραβερίστηκα αυτόν τον κόσμο.

Και με βασάνισε από πολύ παλιά τι κρυβόταν, πώς ερμηνευόταν ο μύθος του Στέλιου Καζαντζίδη.

Τι έκανε τον κόσμο της μετανάστευσης του ’60 να τον λατρεύει με όρους υστερίας;

Τι έκανε τον ελληνικό λαό να αγαπά έτσι έναν τραγουδιστή που βασικά για πολλά χρόνια δεν τραγούδαγε;

Θυμίζω: έκοψε τη νύχτα στα 35 του, ενώ από το 1975 μέχρι το 1987 δεν δισκογραφούσε καν. Ως στάση ζωής ή και λόγω του ξερού ποντιακού κεφαλιού του, που κουβαλούσε έναν κώδικα προ πολλού χαμένο.

Και τι κάνει σήμερα – και ενώ έχουν μεσολαβήσει 23 χρόνια απ’ τον θάνατό του – τις σκοτεινές αίθουσες να γεμίζουν για την ταινία «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου που βασίζεται στη ζωή του Καζαντζίδη;

Η νοσταλγία για τα λαϊκά είδωλα; Ενα λεπτό. Σήμερα τέτοια δεν υπάρχουν. Οι κοινοί θνητοί σπαμάρουν τους σελέμπριτι στα κοινωνικά δίκτυα. Το νέο είδος σταρ είναι συχνά ένας θνητός χωρίς δεξιότητες, αλλά με επιρροή στον νέο κόσμο του TikTok ή του Instagram.

Παλιές εκδηλώσεις λατρείας για ανθρώπους της τέχνης ή της πολιτικής, μοιάζουν σήμερα αδιανόητες.

Ολα αποδομούνται πριν καν ακόμη διαμορφώσουν το χνάρι τους.

Η γενιά Ζ δεν μασάει σε αγάπες και λυγμούς. Ή αγαπά (;) με άλλον τρόπο.

Κι όμως ο κόσμος γεμίζει τους σινεμάδες για να δει τον Καζαντζίδη σε ερμηνεία Χρήστου Μάστορα. Τραγουδούν μέσα στις αίθουσες. Το επιβεβαιώνει ο κριτικός μας Γιάννης Ζουμπουλάκης. Και στη συζήτηση στη δημόσια σφαίρα για την ταινία έχουν προς το παρόν λάβει μέρος άνθρωποι που και τον τραγουδιστή δεν κατάλαβαν και το φαινόμενό του δεν μπορούν να ερμηνεύσουν.

Συνήθως γιατί το κάνουν με εργαλεία μεταχρονολογημένης απομάγευσης.

Ακόμη και οι καλοπροαίρετοι αναλυτές δεν έχουν όλα τα κομμάτια του παζλ και οριοθετούν τη ματιά τους σε όρους όπως Πατριαρχία, Σεξισμός, Κλάψα, Λυρισμός, Κακούργα Μετανάστευση. Αδικα.

Μακριά από όσα πραγματικά έχουν συμβεί γύρω απ’ τον Στέλιο. Στο ερώτημα για τον μύθο Καζαντζίδη, προστίθεται το ερώτημα της επιτυχίας της ταινίας. Που απαντά ο ίδιος.

ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ.

Ο Καζαντζίδης αντικειμενικά ήταν ο τραγουδιστής με τις μεγαλύτερες δεξιότητες όλων.

Και τον μύθο του τον έκανε νωρίς και σε σύμπραξη με φωτισμένους δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού. Σε απάντηση για το «ρεπερτόριο της κλάψας» να πούμε πως είπε όλους τους μεγάλους συνθέτες και στιχουργούς της χώρας. Και να θυμίσουμε πως αν ήθελε να θησαυρίσει θα ήταν το πιο εύκολο για αυτόν. Αντίθετα.

Εζησε μια απλή ζωή. Σύχναζε σε συνεργεία στην Καλογρέζα.

Ψάρευε μανιωδώς στον Αγιο Κωνσταντίνο. Ετρωγε σε απλά μαγειρεία με στενούς του φίλους, που κανείς σχεδόν δεν ήταν γνωστός. Η Βάσω του, ο Τζανιδάκης, ο Καταμπάς, ο Σαββίδης, ο Τσερόλας, ο Γεωργιλάκης.

Η απουσία του για χρόνια ήταν τόσο ηχηρή που οι οπαδοί του φτιάξανε συλλόγους γι’ αυτόν σε όλη την Ελλάδα. Ενας Ελβις που όταν άνοιγε τη φωνή του σε κατάπινε. Ακόμη κι όταν έχανε το δίκιο του ή γινόταν οξύς.

Ενα μυστήριο για την ιντελιγκέντσια και μια παρηγοριά για τον απλό κόσμο.