Γεννήθηκα σε μια παράξενη, κατά μία έννοια, οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν ένας φανατικός για την καταγωγή του Κρητικός. Η μάνα μου, μια ντελικάτη Αθηναία που εξαιτίας του μετοίκησε στην Κρήτη, ποτέ της δεν έπαψε από όταν γεννήθηκαν τα παιδιά τους να τον πιέζει να γυρίσουν στην Αθήνα ώστε να μπορέσει να μας μορφώσει και να μας δώσει περισσότερες ευκαιρίες εκπαίδευσης.
Προφανώς γιατί η Κρήτη της δεκαετίας του ’50 ήτανε ένας τόπος απερίγραπτα φτωχός και εξαθλιωμένος από τον πόλεμο, χωρίς σχολεία και χωρίς ίχνος μιας επαγγελματικής προοπτικής.
Ητανε τα σκληρά χρόνια των ξενιτεμών, που όλοι οι νέοι Ελληνες φεύγαν με τρένα και καράβια να βρούνε να δουλέψουνε σε κάθε γωνιά του κόσμου. Πολλοί δεν γύρισαν ποτέ.
Τότε ήταν που φύγαμε κι εμείς από την Κρήτη και ήρθαμε στον Πειραιά. Πρώτα στον Πειραιά και μετά εγώ στην Αθήνα.
Εγώ χρειάστηκε να πάω στην Αθήνα μόλις τελείωσα το εξατάξιο, γιατί κατάφερα και μπήκα στη Σχολή Καλών Τεχνών, που ήταν τότε στην Πατησίων. Στη Σχολή ένιωσα αμέσως ότι αυτή η πόλη μού άνοιξε την αγκαλιά της, με δέχτηκε φιλόξενα και με έκανε να νιώσω ότι μέσα της μπορώ να ακουμπήσω με ασφάλεια τα νεανικά μου όνειρα, τις σκέψεις, τις αγωνίες, τις ιδέες και τα οράματα. Με δυο λόγια, μόλις βρέθηκα μέσα σ’ αυτή την πόλη, στάθηκα και είπα, εδώ θα μείνω, τέρμα. Κι έτσι ξεκίνησα εδώ. Πρωτοερωτεύτηκα σ’ αυτή την πόλη, περιπλανήθηκα μέσα της, έψαξα, βρήκα, έφτιαξα, χάλασα, κέρδισα, έχασα, έμαθα, όλα εδώ.
Αυτή λοιπόν είναι η πόλη μου, η ιδιαίτερη, δική μου πόλη, που για μένα δεν υπάρχει απλώς σαν μια ιστορική αλήθεια επειδή είναι η Αθήνα, με τα σπουδαία αρχαία της ιερά μνημεία, αλλά αποτελεί το βίωμά μου και ρέει ολοζώντανη με τα στραβά της και τα ίσια της μέσα μου. Είναι η καθημερινότητά μου. Η αλήθεια είναι πως είναι η μοναδική πόλη που γνωρίζω κάθε της γωνιά. Την ξέρω σαν το σπίτι μου!
Ξέρω όλα τα ωραία της κτίρια και συχνά σταματάω και ξαναθαυμάζω τις αρχιτεκτονικές τους λεπτομέρειες. Γνωρίζω απέξω κάθε της γειτονιά και κάθε γευστικό στέκι. Ξέρω αναρίθμητες τρύπες όπου πάω και ψωνίζω ό,τι χρειάζομαι για το θέατρο. Συνεργάζομαι με ράφτες και κατασκευαστές που υπάρχουν εξαφανισμένοι ψηλά σε βιοτεχνικούς ορόφους, σε άγνωστα υπόγεια και αποθήκες υλικών.
Και κάτι ακόμα που με κάνει ευτυχισμένο είναι το ότι η Αθήνα στη δική μου σκέψη, στη συνείδησή μου, δεν είναι αχανής. Μικραίνει όταν βγαίνω για να περπατήσω, γίνεται γνώριμη σαν ένα χωριό, έτσι που στο Μοναστηράκι όλοι με καλημερίζουνε μπροστά στα μαγαζιά τους, έμποροι, παλιατζήδες και τεχνίτες που κάποτε έτυχε και είχαμε συνεργαστεί. Ολοι αυτοί οι μισοάγνωστοι άνθρωποι που συναντώ και μ’ αντιμετωπίζουν με τόση οικειότητα, έρχονται να μου θυμίσουν τελικά το τι είναι και το πώς υπάρχει αυτή η πόλη μέσα μου.
Η Αθήνα από τότε που τη γνώρισα έχει αλλάξει. Αλλάζει συνεχώς και τώρα πρόσφατα με τα Airbnb θυμήθηκε ο κόσμος την καλαισθησία ξαφνικά. Μετά τη φρίκη των κατεδαφίσεων όπου δεν έμεινε όρθιο κτίριο για κτίριο, ξαναθυμήθηκαν τις όμορφες προσόψεις και τις επισκευάζουν με μανία. Για τα λεφτά, για λόγους κερδοσκοπικούς, για ό,τι να ‘ναι, επισκευάζονται επιτέλους τα εναπομείναντα κτίρια. Κτίρια εκθαμβωτικής ομορφιάς που αφέθηκαν άστοργα να ερειπώσουν για δεκαετίες. Μόνο εμείς οι ζωγράφοι, τα χρόνια των σπουδών μας, στηνόμαστε μπρος στα χαλάσματα με τα καβαλέτα και ζωγραφίζαμε τις πόρτες, τα φουρούσια, τα μπαλκόνια και τα ακροκέραμα της παρωχημένης τους δόξας.
Ομως, παρ’ όλα τα στραβά που της καταμαρτυρούν, συνήθως άνθρωποι που ποτέ δεν την αγάπησαν, η Αθήνα εξακολουθεί να είναι όμορφη. Αυτή η συγκινητική παραδοξότητα που συμβαίνει, η Ακρόπολη, παρά το ύψος των πολυκατοικιών που τη ζώνουν, μοιάζει να στέκεται επάνω στο κεφάλι της πόλης σαν στέμμα και είναι ορατή έτσι σε ολόκληρο το Λεκανοπέδιο, είναι πραγματικά ένα μοναδικό θέαμα.
Θυμάμαι, φοιτητής που πήγαινα Αθήνα – Πειραιά, εκεί προς το Μοσχάτο και την Καλλιθέα, ο ηλεκτρικός διέσχιζε άχτιστα χωράφια με μποστάνια και έβλεπες αγρότες που καλλιεργούσανε κηπευτικά.
Στις γειτονιές που κράταγαν το χρώμα τους γύρω από την Ακρόπολη, στις μπουάτ, σε σοκάκια και αυλές όλη τη νύχτα, η νεολαία μαζευόταν να γλεντήσει και να πει ερωτικά τραγούδια που έχουν γράψει ιστορία και ακόμα τραγουδιούνται.
Αυτά τα έντονα χρόνια της Αντιπολίτευσης που ζήσαμε, η Αθήνα έβραζε από ένα άνευ προηγουμένου αριστερό παραλήρημα κάθε τύπου. Κόμματα – εξισώσεις. Εκρηκτική ατμόσφαιρα και στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου οι διαμαρτυρίες, οι ατελείωτες αντιδράσεις, οι απεργίες, οι καβγάδες και οι αποχές ήταν στην ημερήσια διάταξη και γίνονταν για ψύλλου πήδημα. Και βέβαια ήταν πολύ δύσκολα διαχειρίσιμη αυτή η κατάσταση από πρυτάνεις και καθηγητές.
Εμένα δάσκαλός μου ήτανε ο Γιάννης Μόραλης. Σπουδαίος. Τον θυμάμαι έτσι όπως κατέφθανε τα πρωινά, κομψός, με διπλωμένη την εφημερίδα στη μασχάλη του, με το χαρακτηριστικό του χιούμορ και ένα μικρούλι γιασεμάκι στο πέτο. Αυτοί οι δάσκαλοι ανέπτυσσαν μια συναρπαστική σχέση με τους φοιτητές τους, τέτοια, που ακόμα και τα θέματα στα έργα τους, τα λόγια, το ήθος, ακόμα και η όψη τους είχαν πάνω τους το άρωμα των όσων δίδασκαν. Συχνά, καλλιτέχνες τότε αναφέρονταν στην εικόνα της πόλης, τη νεοκλασική, τη σύγχρονη, στα διάσπαρτα μνημεία της, αλλά και στις φυσιογνωμίες των αστών που την κατοικούσαν. Ετσι έκανε και ο Μόραλης. Αυτή η εικαστική αναζήτηση των ζωγράφων σηματοδοτούσε με την επιρροή τους έναν άλλο τρόπο, περισσότερο πνευματικό, ώστε να βρω την αθέατη πλευρά της ομορφιάς της πόλης.
Εχω ένα σπίτι εδώ στην Πλάκα, ένα νεοκλασικό επάνω στην οδό Τριπόδων. Τότε που αποφάσισα να το επισκευάσω, ήρθανε οι αρχαιολόγοι μέσα και κάνανε στο έδαφος τομές. Αργότερα έμαθα πως βρήκανε και πήρανε μαζί τους ένα πόδι. Ενα μαρμάρινο πόδι. Συχνά μου λένε «τι τυχερός που είσαι και έχεις δικό σου ένα τέτοιο σπίτι». Ή λένε «έχεις δικό σου το πιο όμορφο σπίτι της Πλάκας, Γιάννη». Ποιο σπίτι μου; Ενας νοικάρης είμαι κι εγώ σ’ αυτό. Ενας περαστικός. Οταν κι εγώ θα έχω πάει από εκεί που ήρθα, μπορεί να καταφθάσουν οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος και ίσως, ξανασκύβοντας, να μου βρούνε τα κλειδιά που έχασα κάπου εδώ μέσα και έκπληκτοι να πουν «με κάτι τέτοια οι άνθρωποι κάποτε ανοίγανε τις πόρτες τους σ’ αυτή την πόλη»! Ενας νοικάρης είμαι κι εγώ σ’ αυτό το σπίτι όπως όλοι μας σ’ αυτή την ένδοξη πόλη, που είναι στη μοίρα της να κατοικείται από πολλούς και να αλλάζει πρόσωπα, αιώνες τώρα!