Σε λίγες μέρες μας αποχαιρετά το 2024 και δεν παρατηρείται κάποια ουσιαστική μεταβολή στα πολιτικά μας πράγματα.

Ο «δικομματισμός» αποτελεί μακρινή ανάμνηση. Ακόμη και στην πιο ήπια εκδοχή του, το άθροισμα των δύο πρώτων κομμάτων έχει να περάσει το 80% από τις εκλογές του 2004.

Τελευταία φορά δηλαδή συνέβη πριν από είκοσι χρόνια.

Ο «διπολισμός», έννοια αμφιλεγόμενη και συχνά απροσδιόριστη, δεν βρίσκει σημεία αναφοράς. Κυρίως ελλείψει «δεύτερου πόλου».

Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ο ένας πόλος είναι η κυβέρνηση, αποκλείεται να μετρήσουμε ως άλλο πόλο ένα συνονθύλευμα που εκτείνεται από τη Ζωή ή τους πάσης φύσεως «συριζογενείς» αλλά περνώντας από το ΠΑΣΟΚ φτάνει έως τον Βελόπουλο και τον Νατσιό.

Συνεπώς ούτε «διπολισμός» υπάρχει με εννέα ή δέκα κόμματα στη Βουλή. Υπάρχουν μόνο κάποιοι επιτήδειοι που τον παπαγαλίζουν για δικούς τους λόγους.

Τι έχουμε λοιπόν;

Κάτι πολύ υγιές. Εναν κλασικό πολυκομματισμό σαν εκείνον που έχουν ζήσει κατά καιρούς και χωρίς να πάθουν καμία ζημιά όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες.

Προφανώς σε ένα πολυκομματικό σύστημα όλα τα κόμματα δεν είναι ισοδύναμα, ούτε κυβερνούν όλοι το ίδιο.

Με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Γερμανίας όπου για δεκαετίες κυριαρχούσαν οι Χριστιανοδημοκράτες και της Σουηδίας όπου κυριαρχούσαν οι Σοσιαλδημοκράτες.

Αυτή η κυριαρχία ενός κόμματος όμως δεν κατέστησε τη Γερμανία ή τη Σουηδία χειρότερες ή επιλήψιμες δημοκρατίας.

Με άλλα λόγια, θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι ένας πολυκομματισμός ακόμη και μεταξύ άνισων κομμάτων είναι μια απολύτως φυσιολογική κατάσταση της δημοκρατίας που απλώς οδηγεί σε συμμαχίες.

Για πολλούς μάλιστα είναι μια κατάσταση πιο επιθυμητή από έναν τυπικό δικομματισμό ή διπολισμό που εύκολα παρασύρεται στην πόλωση.

Αν έχει καταλυθεί σχεδόν παντού η διαχωριστική γραμμή Δεξιάς – Αριστεράς και αν η έλλειψή της αποτελεί παράγοντα αποδιάρθρωσης του δημοκρατικού συστήματος, τότε η απάντηση δεν είναι να αναπαραχθεί τεχνητά και με τον βούρδουλα όπως εισηγείται περίπου ο Τομά Πικετί («Le Monde», 15-16/12).

Αλλά να δημιουργηθούν νέες σανίδες πολιτικής και κοινωνικής συνοχής ή αντιπαράθεσης.

Σε αυτήν την κατά τα άλλα φυσιολογική κατάσταση λοιπόν ο ενδεχόμενος κίνδυνος δεν προέρχεται από την ανισομερή κατανομή της δύναμης των κομμάτων αλλά από τον κατακερματισμό τους.

«Ο πολυκομματισμός τροφοδοτεί έναν κίνδυνο αυξανόμενου κατακερματισμού» που είναι «πολιτικός, οικονομικός και στρατηγικός» παρατηρεί ο Τιερί Σοπέν, καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης και στην Πολυτεχνική Σχολή.

Κι εξηγεί. «Ενα κατακερματισμένο ευρωπαϊκό σύστημα θα έχει μεγαλύτερες δυσκολίες να απαντήσει σε αυταρχικά καθεστώτα».

Την ίδια στιγμή μάλιστα που στις ΗΠΑ «ο λαϊκισμός οδηγεί σε ακραία πόλωση» («Le Monde», 21/12).

Με άλλα λόγια, την ευρωπαϊκή δημοκρατία (αλλά και τη δική μας) δεν απειλεί η έλλειψη δικομματισμού ή διπολισμού αλλά ο κίνδυνος περαιτέρω αποδιάρθρωσης και ξεχαρβαλώματος του κομματικού συστήματος.

Από την άλλη πλευρά βεβαίως συντηρείται μια ακατάσχετη κινδυνολογία για τη δημοκρατία.

«Η κατάσταση της δημοκρατίας είναι χειρότερη από εκείνην της δεκαετίας του ’30» αποφαίνεται ο Στάφαν Ινγκεμαρ Λίντμπεργκ, διευθυντής του Ινστιτούτου Εκδοχές της Δημοκρατίας.

Υποψιάζομαι όμως πως δεν μιλάμε για το ίδιο πράγμα. Διότι ο Λίντμπεργκ διαχωρίζει τη «φιλελεύθερη δημοκρατία» από την «εκλογική δημοκρατία» και θεωρεί ότι η δεύτερη επεκτείνεται σε βάρος της πρώτης («Le Monde», 22/12).

Δεν καταλαβαίνω όμως τη λογική. Αν η αποδυνάμωση του δημοκρατικού συστήματος προκύπτει από τον κατακερματισμό των κομμάτων, τότε το πρόβλημα δεν βρίσκεται στον ελλειμματικό φιλελεύθερο χαρακτήρα του αλλά στην αδυναμία των κομμάτων που το αποτελούν.

Για να πάμε και στα ελληνικά. Κι εδώ η κινδυνολογία έχει ξεπεράσει τα συνηθισμένα παρ’ όλο που μάλλον την κουβαλάμε στο αίμα μας.

Αν λοιπόν η Βουλή έχει γεμίσει αδύναμα ή απροσάρμοστα κόμματα που με το ζόρι διακρίνονται μεταξύ τους, δεν έχει πρόβλημα η δημοκρατία. Τα κόμματα έχουν.

Και θα συμφωνήσουμε πως αν σε αυτή την κοινοβουλευτική διάταξη η αντιπολίτευση είναι από ανύπαρκτη έως ανεπαρκής, πάλι δεν φταίει η δημοκρατία. Φταίει η αντιπολίτευση.

Τα υπόλοιπα περί θεσμικής ανισορροπίας ή ανισομέρειας είναι απλώς κολοκύθια τούμπανα για τους αφελείς. Κανένας κανόνας δεν έχει αλλάξει και τίποτα θεμελιωδώς διαφορετικό δεν έχει εισαχθεί.

Απλώς έχουμε μια τυπική στρέβλωση λογικής όπου μια προφανής κομματική αδυναμία αναδεικνύεται σε πρόβλημα δημοκρατίας για να σκεπάσει την αδυναμία.

«Δεν φταίμε εμείς, οι άλλοι δεν μας αφήνουν!».

Και η αδυναμία αυτή εξελίσσεται σε δομικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος όχι επειδή δεν υπάρχει «δεύτερος πόλος» ή αντιπολίτευση (από αντιπολίτευση να φάνε κι οι κότες…) αλλά επειδή δεν κυκλοφορεί κανένα σχέδιο πειστικής εναλλακτικής διακυβέρνησης.

Ρίξτε μια ματιά στις «επιλογές πρωθυπουργού» όλων των δημοσκοπήσεων. Ο Μητσοτάκης προηγείται με 25-30 μονάδες του δεύτερου.

Την ίδια στιγμή φυσικά τίποτα δεν εμποδίζει την κυβέρνηση να ασκεί διακυβέρνηση κατά το Σύνταγμα και να εισηγείται νόμους, τη Βουλή να νομοθετεί και να ελέγχει την κυβέρνηση, τη Δικαιοσύνη να εφαρμόζει τον νόμο προς όλες τις κατευθύνσεις, τις άλλες συνταγματικές Αρχές να κάνουν τη δουλειά τους και όποιους διαφωνούν να το φωνάζουν.

Κανείς δεν τους υποχρεώνει όλους αυτούς να συμφωνούν μεταξύ τους, ούτε επιβάλλεται να εγκρίνει ο ένας τις αποφάσεις, τις απόψεις ή τις επιλογές του άλλου.

Ακόμη λιγότερο υποχρεούνται όλοι να συμφωνούν με την κυβερνητική πολιτική ή την αντιπολιτευτική κριτική ή τις δικαστικές ετυμηγορίες ή τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις ή τις φωνές του δρόμου.

Ετσι λειτουργεί η δημοκρατία.

Κι αν δεν μας αρέσει να λειτουργεί έτσι, τότε δεν φταίει η δημοκρατία. Φταίει το κακό μας το κεφάλι.