«Αν είχαμε τα χρήματα, θα έπρεπε να το μελετήσουμε σοβαρά, είναι case study», ανέφερε μια διαφημίστρια στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Μόνο ένα ήταν το βασικό θέμα συζήτησης σε παρέες δημοσιογράφων, επικοινωνιολόγων και μαρκετίστας αυτές τις μέρες: η μήνυση που υπέβαλε η Μπλέικ Λάιβλι στον σκηνοθέτη και συμπρωταγωνιστή της στην τελευταία της ταινία, Τζάστιν Μπαλντόνι, και στον παραγωγό Τζέιμι Χιθ, για σεξουαλική παρενόχληση στη διάρκεια των γυρισμάτων.
Η υπόθεση, που έφεραν στη δημοσιότητα οι «New York Times», δεν είναι γι’ αυτό ξεχωριστή: στο δικαστικό έγγραφο, η Λάιβλι αποκαλύπτει βήμα προς βήμα, μέσω της άρσης απορρήτου των μηνυμάτων των καταγγελλομένων που διέταξε ο εισαγγελέας, πώς συντελείται μια επιχείρηση «δολοφονίας χαρακτήρα».
Πώς ξεκίνησε η υπόθεση
Πώς ξεκίνησαν όλα; Η Λάιβλι και ο Μπαλντόνι συμπρωταγωνιστούσαν στην ταινία «Τελειώνει με εμάς», που ήταν βασισμένη στο ομώνυμο μπεστ-σέλερ της Κόλιν Χούβερ για την ενδοοικογενειακή βία.
Τα γυρίσματα διακόπηκαν, όταν η Λάιβλι μίλησε στο στούντιο για τον τρόπο συμπεριφοράς του Μπαλντόνι – μεταξύ άλλων, ο ηθοποιός αποπειράθηκε να προσθέσει σκηνές σεξ που δεν υπήρχαν στο σενάριο, αυτοσχεδίαζε πάνω σε σκηνές φιλιών, έμπαινε στο καμαρίνι της χωρίς να χτυπήσει την πόρτα την ώρα που θήλαζε ή ήταν ημίγυμνη και σχολίαζε με άβολο τρόπο το σώμα της.
Θέλοντας ωστόσο να ολοκληρώσουν την ταινία, όλες οι πλευρές βρέθηκαν μαζί, στο ίδιο τραπέζι μιας σύσκεψης, όπου συμφωνήθηκε γραπτώς πως ο Μπαλντόνι θα αλλάξει συμπεριφορά, ενώ βρέθηκαν δικλίδες ασφαλείας ώστε η ηθοποιός να νιώθει ασφαλής.
Στην ίδια σύσκεψη συμφωνήθηκε, ξανά γραπτώς, πως κανείς εκ των παρισταμένων δεν θα κινηθεί εναντίον της Λάιβλι εξαιτίας όσων συνέβησαν. Επειτα από αυτό, όλοι επέστρεψαν στη δουλειά τους, σε βελτιωμένες συνθήκες.
Λίγο καιρό μετά το τέλος των γυρισμάτων, ο Μπαλντόνι φέρεται να διαπίστωσε πως ο σύζυγος της Λάιβλι (και επίσης διάσημος ηθοποιός, Ράιαν Ρέινολντς) τον είχε μπλοκάρει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – κάτι που θα γινόταν αντιληπτό από τους χρήστες, όταν θα άρχιζε επισήμως η προωθητική καμπάνια.
Η ανησυχία του πως η συμπεριφορά του μπορεί με κάποιον τρόπο να έβγαινε στη δημοσιότητα τον έσπρωξε να προσλάβει μια εταιρεία διαχείρισης κρίσεων όχι για να διαμορφώσει τη δική του εικόνα, αλλά για να καταστρέψει την εικόνα της Λάιβλι.
Για να της στερήσει, δηλαδή, αξιοπιστία, ώστε σε περίπτωση που μιλούσε δημόσια για όσα συνέβησαν στα γυρίσματα κανείς να μην την πιστέψει.
Η μάνατζερ που ανέλαβε την υπόθεση, η Μελίσα Νέιθαν, είχε πριν από μερικά χρόνια έναν ακόμα γνωστό πελάτη: τον Τζόνι Ντεπ, με τον οποίο συνεργάστηκαν την περίοδο της δίκης για το διαζύγιό του από την Αμπερ Χερντ.
Ο Τζεντ Γουάλας, που ανέλαβε το διαδικτυακό κομμάτι, αυτοαποκαλούνταν μέχρι πρότινος ψηφιακός «εμπειρογνώμονας» στο Linkedin, με την ίδια ακριβώς έκφραση που στα αγγλικά περιγράφεται ο «πληρωμένος δολοφόνος» («hired gun»).
Τα μηνύματα μεταξύ όλων των πλευρών είναι ενδεικτικά του τι συνέβη: «Πρέπει να έχουμε ένα σχέδιο στην περίπτωση που κάνει το ίδιο όταν η ταινία βγει στο σινεμά», γράφει ο Μπαλντόνι για το μπλοκάρισμα στη βοηθό του, υπεύθυνη για τις δημόσιες σχέσεις.
«Θέλει να νιώσει πως μπορεί να τη θάψει», λέει εκείνη στη Νέιθαν.
«Φυσικά, αλλά ξέρετε, όταν στέλνουμε έγγραφα, δεν μπορούμε να στείλουμε τη δουλειά που θα κάνουμε ή θα μπορούσαμε να κάνουμε, γιατί αυτό θα μπορούσε να μας βάλει σε πολλά προβλήματα», απάντησε η Νέιθαν, προσθέτοντας: «Δεν μπορούμε να γράψουμε ότι θα την καταστρέψουμε».
Χρησιμοποίησε τα πάντα εναντίον της
Κι όμως, αυτό προσπάθησαν να κάνουν – και ενδεχομένως σε άλλη περίπτωση να τα είχαν καταφέρει.
Η αρνητική καμπάνια για τη Λάιβλι διήρκεσε, στο κύριο μέρος της, από τα μέσα Μαΐου, που ξεκίνησε η βασική διαφημιστική προώθηση της ταινίας, έως τα τέλη Αυγούστου, λίγο αφότου βγήκε στις αίθουσες.
Είχε δύο πλευρές: από τη μια, τη διοχέτευση πληροφοριών σε κίτρινες στήλες και περιοδικά για τον κακό χαρακτήρα της Λάιβλι, για τις υπερβολικές απαιτήσεις της και τον τρόπο που χειρίστηκε τις διαφωνίες που είχε με τον Μπαλντόνι για τη σκηνοθεσία και το μοντάζ της ταινίας – η δημόσια παραδοχή της πως μια σκηνή ξαναγράφτηκε από τον σύζυγό της εξέθρεψε την εικόνα της ντίβας, που θέλει πάντα να περνάει το δικό της αν κάτι δεν της αρέσει.
Από την άλλη, υπήρξε διαμόρφωση της κοινής γνώμης «από τα κάτω», ένα μουρμουρητό κοινών φημών που ξεκινούσε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (αλλά κανείς δεν μπορούσε να εντοπίσει τον πρώτο που τις ξεκίνησε) και έφτανε σε κάθε έναν που καταναλώνει περιεχόμενο.
Σύμφωνα με τα έγγραφα, εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια ξοδεύτηκαν στο Tik-Tok, στο X, ακόμα και στο πιο γνωστό φόρουμ παγκοσμίως, το Reddit, ώστε οι φήμες αυτές όχι απλώς να εμφανιστούν σε μια ανάρτηση ή ένα βίντεο, αλλά να διαχυθούν, να συζητηθούν, να μπουν στην προσωποποιημένη διαλογή περιεχομένου κάθε λογαριασμού πιθανού θεατή της ταινίας. Στόχος ήταν, μεταξύ άλλων, να φαίνονται αυθεντικά, αδιαμεσολάβητα, από αγνώστους για αγνώστους, ώστε να μη «μυρίζουν» συκοφαντία και συμφέροντα.
«Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι δεν χρησιμοποιούμε bots», ήταν η απάντηση της Νέιθαν στον φόβο του Μπαλντόνι πως «θα τους καταλάβουν» από τους ψεύτικους λογαριασμούς – οποιαδήποτε ομάδα ψηφιακού περιεχόμενου, εξήγησε η μάνατζερ, είναι πολύ έξυπνη για να χρησιμοποιήσει «κάτι τόσο προφανές».
Ο Μπαλντόνι χρησιμοποίησε τα πάντα εναντίον της, ειδικά όταν άρχισε να συζητείται η δική του συμπεριφορά – γιατί, προφανώς, η πλευρά της Λάιβλι δεν έμεινε επικοινωνιακά με κατεβασμένα χέρια.
Οταν μαθεύτηκαν τα σχόλια που είχε κάνει για τα κιλά της, διέρρευσε πως απλώς ενδιαφέρθηκε γιατί έπρεπε σε μια σκηνή να τη σηκώσει και είχε χρόνιο πρόβλημα με τη μέση του. Παρότι τα συμβόλαια τόσο εκείνης όσο και του ίδιου έλεγαν πως την προωθητική καμπάνια την καθορίζει το στούντιο παραγωγής, και αυτό επέβαλλε στους συντελεστές να μιλούν για το μήνυμα της γυναικείας ενδυνάμωσης χωρίς πολλές αναφορές στην ενδοοικογενειακή βία που πραγματεύεται η ταινία, άφησε τη Λάιβλι να εκτεθεί (σε ένα ήδη διαμορφωμένο κοινωνικό κλίμα εναντίον της) και ο ίδιος έκανε ακριβώς το αντίθετο.
«Μην ανησυχείς, δεν τη σκότωσα και σ’ την έστειλα σε ένα κουτί στο σπίτι», γράφει κάποια στιγμή σε μήνυμα η Νέιθαν στη βοηθό του Μπαλντόνι. «Η πλειονότητα των σόσιαλ είναι τόσο υπέρ του Τζάστιν και δεν συμφωνώ καν με τους μισούς από αυτούς». Σε άλλη στιχομυθία, η βοηθός της απαντάει: «Είναι πραγματικά λυπηρό, γιατί δείχνει ότι οι άνθρωποι θέλουν πολύ να μισούν τις γυναίκες».
Μάχη αφηγημάτων
Ολοι μπορούν να πιστέψουν τα πάντα, αν λέγονται ή περιγράφονται πειστικά; Αν η Λάιβλι δεν είχε την πρόσβαση και την ψυχραιμία που επέδειξε, αν δεν υπήρχαν οι γραπτές συμφωνίες της σύσκεψης, δεν θα μπορούσε να αποδείξει ούτε μία λέξη – θα ήταν ο δικός της λόγος απέναντι στον δικό του, με τη ζυγαριά να γέρνει σχεδόν από την πρώτη στιγμή προς το μέρος του.
Τώρα παίζει στα ίσια ένα παιχνίδι αποκατάστασης και της δικής της φήμης, διαλέγοντας έξυπνα να διαρρεύσει τα έγγραφα λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, ώστε οι αντιδράσεις να μην έρθουν αμέσως και να κερδίσει την εύνοια στα τραπέζια των γιορτών.
Αν αυτό που της συνέβη είναι η τελειοποιημένη εκδοχή μιας αρνητικής καμπάνιας, τότε είναι βέβαιο πως αυτό δεν έχει συμβεί μόνο στο Χόλιγουντ – σε μια εκλογική διαδικασία, για παράδειγμα, που κανένα πρακτικό δεν υπάρχει, ο καθένας μπορεί να παρουσιάζει τη δική του βερσιόν της αλήθειας χωρίς φόβο.
Χτυπώντας κάτω από τη μέση τον αντίπαλό του όχι μέσα από κουτσομπολίστικα δημοσιεύματα, στρέφοντας κατά το δοκούν τις κρίσιμες ομάδες ψηφοφόρων με τρόπο που δεν γίνεται καν αντιληπτός με την πρώτη ματιά. «Αν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι το νέο καφενείο, τότε φαντάσου να μπαίνει ένας άγνωστος και να σου λέει διάφορα», ειπώθηκε στο ίδιο χριστουγεννιάτικο τραπέζι στη δική μας πλευρά του Ατλαντικού.
«Εσύ δεν γνωρίζεις τίποτα γι’ αυτόν, αλλά γι’ αυτόν είσαι ανοιχτό βιβλίο: ξέρει την καταγωγή σου, μιλάει γλώσσα που καταλαβαίνεις, σε συνδέει με την κοινωνική σου τάξη, αναγνωρίζει την οικονομική σου κατάσταση.
Ξέρει τις επαφές σου, τα πιστεύω σου, τις προκαταλήψεις σου, μπορεί να μαντέψει περίπου τι ψήφισες στις προηγούμενες εκλογές. Αυτά τα στοιχεία τα έχεις προσφέρει εσύ, έχεις δώσει τη συναίνεσή σου. Δεν χρειάζεται να συμπαθείς “τον δικό μας”, κερδίζει έστω κι αν απλώς αντιπαθείς αρκετά τον απέναντι».
Τόσο δυνατή είναι (ή μπορεί να γίνει) η σημερινή επικοινωνία – είναι αρκετή ακόμα και να σκεπάσει μια υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης.