Το 2024 ήταν – πολιτικά – μια χρονιά σπασμένη στα δύο. Στην πρώτη περίοδο, προ των ευρωεκλογών, η κυβέρνηση κινούνταν μόνη της, συχνά αυτάρεσκα έως αλαζονικά και πάντως με την πολυτέλεια να καλύπτει πολλά, ξεφεύγοντας από δικές της δύσκολες στιγμές, χάρη στους… απέναντι. Στη δεύτερη περίοδο, τη μετεκλογική, αυτό άλλαξε και η ΝΔ διαπίστωσε ξαφνικά ότι δεν έβρισκε πια χαλί για να το σηκώσει και να βάλει από κάτω τα προβλήματά της. Δεδομένων των πολλαπλών αναταράξεων σε διάφορες μεριές του πολιτικού συστήματος και σε κάθε πιθανή ένταση, κατά το τελευταίο εξάμηνο, το οποίο δεν θύμιζε σε τίποτα το πρώτο εξάμηνο του 2024, τόσο η κυβερνητική παράταξη όσο και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κλείνουν το έτος σχετικά καλά. Στο παρά πέντε πήραν πολύτιμες ανάσες που τους προσφέρουν κάποια άνεση να θέσουν με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και σε ρεαλιστικές βάσεις την αφετηρία (των στόχων τους) για την επόμενη χρονιά.

Από τη μία η ΝΔ πέτυχε την έστω μικρή δημοσκοπική ανάκαμψη που κυνηγούσε για μήνες και ταυτόχρονα άνοιξε παρένθεση στις εσωκομματικές ταλαντώσεις του προηγούμενου διαστήματος – τουλάχιστον, δεν είναι ορατές σε αυτή τη φάση. Από την άλλη το ΠΑΣΟΚ πέτυχε τη σταθεροποίηση που αρχικά επιζητούσε με το αφήγημα της «χρήσιμης αντιπολίτευσης», εξασφαλίζοντας ξεκάθαρη εδραίωση στη δεύτερη θέση, και είδε ξανά τη διείσδυσή του στον μεσαίο χώρο. Εκεί, στους ψηφοφόρους οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως μετριοπαθείς κεντρώοι και οι οποίοι δείχνουν σε κρυφά και φανερά γκάλοπ να (μετα)κινούνται ανάμεσα σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, θα παιχτεί το παιχνίδι του 2025. Η πρόκληση δεν είναι απλή για κανέναν από τους δύο βασικούς διεκδικητές. Αμφότεροι ετοιμάζονται για (άλλον) έναν χρόνο σε δύο κομμάτια.

Η πρώτη περίοδος, ή αλλιώς το άμεσο πολιτικό ορόσημο, περιλαμβάνει την προεδρική εκλογή: μια εξίσωση που προφανώς δεν είναι απαιτητική μόνο για τη μία πλευρά και από την οποία θα διεκδικήσουν πολιτικά «κέρδη» τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ. Η δεύτερη περίοδος θα σηματοδοτηθεί (μετά το καλοκαίρι) από τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης. Και μαζί αυτά τα δύο κεφάλαια θα διαμορφώσουν (θα δοκιμάσουν καλύτερα) τα όρια των πολιτικών δυνάμεων.