Οι «New York Times» συνηθίζουν να ετοιμάζουν νεκρολογίες για σημαίνοντα πρόσωπα αρκετά πριν από τον θάνατό τους. Τώρα, λοιπόν, που επίκειται το τέλος της προεδρίας του Τζο Μπάιντεν, παραγγέλθηκε μια ελεγεία για τα οικονομικά επιτεύγματα της κυβέρνησής του, τις αποτυχίες της και τις χαμένες ευκαιρίες.

Οι επιτυχίες της κυβέρνησης είναι αυταπόδεικτες, τουλάχιστον για εκείνους τους αναλυτές που δεν έχουν παρωπίδες – αν και όχι, όπως φαίνεται, για τον μέσο ψηφοφόρο. Κατά την τετραετία Μπάιντεν, οι επιδόσεις των ΗΠΑ ήταν καλύτερες σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη ανεπτυγμένη οικονομία σε επίπεδο παραγωγής, απασχόλησης και αύξησης της παραγωγικότητας. Αν και κληρονόμησε ποσοστό ανεργίας της τάξης του 6,3% τον Ιανουάριο του 2021 και αυξημένη αβεβαιότητα ελέω πανδημίας, η κυβέρνηση το μείωσε στο 4% κατά το πρώτο 12μηνο και εκεί έμεινε σε όλη τη διάρκεια της θητείας Μπάιντεν. Ιδιαιτέρως εντυπωσιακά ήταν τα αποτελέσματα, μάλιστα, για τους Αφροαμερικανούς, για τους οποίους το αντίστοιχο ποσοστό έπεσε κάτω από το 6%, έναντι μέσου όρου 10% για τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα.

Είναι γεγονός ότι η κληρονομιά που παρέλαβε ο Μπάιντεν περιελάμβανε, επίσης, μια οικονομία η οποία είχε πληγεί από την πανδημία, κάτι που σήμαινε πως υπήρχε σημαντικό περιθώριο για καλές επιδόσεις σε επίπεδο παραγωγής και απασχόλησης. Ωστόσο, η εμπειρία από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-10 έδειξε ότι απλώς και μόνο η ύπαρξη οικονομικής χαλαρότητας δεν αποτελεί εγγύηση για ένα μακροοικονομικό άλμα και μια βιώσιμη ανάκαμψη. Τα στελέχη της κυβέρνησης Μπάιντεν έμαθαν καλά αυτό το μάθημα.

Βεβαίως, διαθέτοντας την πολυτέλεια της χρονικής απόστασης από εκείνη την περίοδο, θα είναι εύκολο κανείς να ισχυριστεί πως όλες οι τονωτικές ενέσεις προς την οικονομία είχαν υπερβολικές συνέπειες. Προκάλεσαν μια έκρηξη του πληθωρισμού, γεγονός που αποτέλεσε έναν καθοριστικό παράγοντα για την ήττα της εκλεκτής του Μπάιντεν για τη διαδοχή του, αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις.

Στο κόστος της συγκεκριμένης πολιτικής πρέπει να συνυπολογιστεί και η αύξηση του χρέους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης – αν και δεν πρέπει να μεγεθύνεται η σοβαρότητα του προβλήματος. Αλλωστε, το χρέος αυξήθηκε από το 94% του ΑΕΠ το 2021 στο 100% το 2024. Ορισμένοι θα θεωρήσουν αυτή την αύξηση ως μέτρια, άλλοι θα σημάνουν συναγερμό – και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, δεν σηματοδοτείται το άμεσο ξέσπασμα μιας κρίσης χρέους.

Ακολούθως, υπάρχει και η βιομηχανική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν. Αξιοποιώντας τα κίνητρα που τους δόθηκαν, οι εταιρείες δεσμεύτηκαν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις ύψους 400 δισ. δολαρίων στην παραγωγή ημιαγωγών. Η δε απερχόμενη κυβέρνηση εκτιμά ότι αυτές θα οδηγήσουν στη δημιουργία 115.000 νέων θέσεων εργασίας. Ομως, ακόμη και με αυτές τις επιδοτήσεις, παραμένει ασαφές το κατά πόσο προβληματικές εταιρείες όπως η Intel θα είναι σε θέση να ανταγωνιστούν μεγαθήρια σαν την ταϊβανέζικη TSMC και τη Samsung.

Πρακτικά, άλλωστε, η ενίσχυση της παραγωγικότητας και η δημιουργία αξιόλογων θέσεων εργασίας δεν αποτέλεσαν το βασικό σκεπτικό της κυβέρνησης. Αυτό ήταν κατά βάση γεωπολιτικό: να περιοριστεί η εξάρτηση των ΗΠΑ από την Κίνα – και από την Ταϊβάν, η οποία απειλείται από την Κίνα – σε προϊόντα τεχνολογίας αιχμής και, γενικότερα, να διασφαλιστεί ότι οι ΗΠΑ θα καταστούν αυτάρκεις στην ανάπτυξη και παραγωγή τους.

Οσον αφορά το περιβάλλον, οι επιδόσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν είναι ανάμεικτες. Σε επίπεδο δε εμπορίου και προστατευτισμού, ναι μεν δεν παρέτεινε τους χειρότερους δασμούς του Τραμπ, όμως διατήρησε εκείνους που αφορούσαν τις εισαγωγές από την Κίνα, ενώ το 2024 η κυβέρνησή του ανακοίνωσε υψηλότερους δασμούς σε επιπλέον κινεζικά προϊόντα, αξίας 18 δισ. δολαρίων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται ηλεκτρικά οχήματα, φωτοβολταϊκά, μπαταρίες, χάλυβας, αλουμίνιο και προστατευτικές μάσκες προσώπου.

Στο μεταξύ, ο Μπάιντεν δεν έκανε τίποτε προς την κατεύθυνση της μεταρρύθμισης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Για όλους εκείνους που πιστεύουν πως η παγκοσμιοποίηση έχει ανάγκη από κάθε είδους βοήθεια, οι επιδόσεις του στον συγκεκριμένο τομέα υπήρξαν απογοητευτικές – αν και δεν ήταν οι χειρότερες από κάθε άλλη πρόσφατη κυβέρνηση, ταυτόχρονα δεν ήταν και οι καλύτερες.

Ενα τελευταίο ζήτημα που άπτεται της οικονομικής πολιτικής έχει να κάνει με τη μετανάστευση, όπου ο Μπάιντεν μετακινήθηκε από τον προοδευτικό χώρο σε ένα πιο περιοριστικό πλαίσιο, ευθυγραμμιζόμενος πρακτικά με την κυριαρχούσα πολιτική τάση. Οι πολιτικές του, λοιπόν, κατέληξαν να μην ικανοποιήσουν ούτε τους υπέρμαχους ούτε και τους επικριτές της μετανάστευσης. Ανάμεσα στα άλλα, το νομικό καθεστώς πολλών μεταναστών παραμένει ασαφές, περιορίζοντας έτσι τα κίνητρα που έχουν ώστε να επενδύσουν στην εκπαίδευσή τους και να κάνουν επιπλέον βήματα που θα τους επιτρέψουν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας.

Θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει αναφορικά με το ποιος ευθύνεται για την αποτυχία μεταρρύθμισης του συστήματος της μετανάστευσης: μια κυβέρνηση η οποία μετατοπιζόταν από τη μία θέση στην άλλη ή ένα ελεγχόμενο από τους Ρεπουμπλικανούς Κογκρέσο το οποίο αντιμετώπιζε το χάος στα σύνορα ως κάτι που θα μπορούσε να του προσφέρει πολιτικό όφελος; (Προσωπικά, επιλέγω το δεύτερο). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το αποτέλεσμα συνιστά μια αποτυχία.

Αυτή είναι η οικονομική παρακαταθήκη του Μπάιντεν. Οσο για την πολιτική του, μπορεί να συνοψιστεί πιο σύντομα: αφήνει πίσω του ένα καυτό χάος. Εάν είχε αποσυρθεί νωρίτερα από την κούρσα για την προεδρία, ενδεχομένως να υπήρχαν σοβαρές πιθανότητες για τον ή τη διάδοχό του να συνεχίσει αρκετές από τις πρωτοβουλίες που είχε αναλάβει σε επίπεδο οικονομίας. Τώρα, όμως, θα διαπιστώσουμε πόσες από αυτές τις πολιτικές θα επιβιώσουν – εάν επιβιώσουν κάποιες – σε βάθος τετραετίας, υπό τον Τραμπ και τον Τζέι ντι Βανς.