Το 2025 η κύρια προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής θα συνεχίσει να είναι η Τουρκία, αλλά ίσως (και) από μια διαφορετική οπτική.
Οι καταιγιστικές εξελίξεις στη Συρία (ανατροπή καθεστώτος Ασαντ) με την προϋπόθεση ότι εμπεδώνεται η στενή σχέση της Αγκυρας με τη νέα ηγεσία στη Δαμασκό σημαίνουν ότι η Τουρκία περνά σε εντελώς άλλη κατηγορία γεωπολιτικής εμβέλειας στην περιοχή. Θα συμπεριφέρεται με την πεποίθηση/σύνδρομο της εν δυνάμει υπερδύναμης. Αυτό δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ότι θα τραυματίσει τη διμερή της σχέση με την Ελλάδα.
Μπορεί να συμβεί και το αντίθετο (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα σεβαστεί και τα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στο ενδεχόμενο οριοθέτησης ΑΟΖ με τη Συρία). Αλλά μια εν δυνάμει (πραγματική ή κατά φαντασίαν) υπερδύναμη Τουρκία χρειάζεται άλλη αντιμετώπιση από πλευράς ΕΕ και Ελλάδας. Και η αντιμετώπιση αυτή δεν μπορεί να γίνει με στερεότυπες προσεγγίσεις. Χρειάζεται μια νέα μακρόπνοη οραματική στρατηγική (που μπορεί όμως να εμπνέεται από το παρελθόν).
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα μαζί με τον (επανα)προσδιορισμό της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως «γεωστρατηγικής επιλογής» επιβάλλουν την επαναθεώρηση της διαδικασίας ένταξης της Τουρκίας. Η «υπερδύναμη» Τουρκία θα πρέπει υπό προϋποθέσεις να ενσωματωθεί στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, έστω με ειδικό καθεστώς (διαφοροποιημένης ένταξης).
Οπως υποστηρίζεται, δεν είναι νοητό να συζητάμε την ένταξη της Ουκρανίας και να αποκλείουμε την Τουρκία, μια γεωστρατηγικά σημαντικότερη ίσως χώρα. Εάν η Ενωση (μπορεί να) δείξει ότι διαθέτει στρατηγικό νου και όχι απλώς στερεοτυπική σκέψη, θα πρέπει να ξεπεράσει τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις της και να περιλάβει στο σύστημά της την Τουρκία. Αποτελεί στρατηγική ανάγκη. Και η Ελλάδα έχει τους ισχυρότερους στρατηγικούς λόγους να στηρίξει την επιλογή αυτή. Με αιρεσιμότητες βεβαίως (σεβασμός διεθνούς δικαίου, συνόρων, δημοκρατίας κ.ά. που μπορούν να συγκροτούν ένα πακέτο ρυθμίσεων παρεμφερές με το «Ελσίνκι 1999» – 25 χρόνια μετά).
Δεν θα είναι φυσικά μια εύκολη διαδικασία. Το ερώτημα είναι βεβαίως εάν θέλει η σημερινή επαμφοτερίζουσα Τουρκία ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Εμφανίζεται να θέλει. Ο πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε μόλις πριν από λίγες μέρες (17/12), και μάλιστα ενώπιον της πρόεδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ότι «η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση παραμένει στρατηγικός στόχος της Τουρκίας» και ζήτησε την πραγματοποίηση διάσκεψης κορυφής ΕΕ – Τουρκίας σύντομα.
Από την πλευρά της, η Ενωση σε κείμενο συμπερασμάτων που υιοθέτησε (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 19/12), ενώ αναγνωρίζει τον γεωστρατηγικό ρόλο της Τουρκίας και τονίζει την ανάγκη «ανάπτυξης συνεργατικής και αμοιβαίως επωφελούς σχέσης», αναφέρει ότι «οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις παραμένουν σε ακινησία και κανένα κεφάλαιο δεν μπορεί να ανοίξει ή κλείσει». Η ενταξιακή πορεία δηλαδή της Τουρκίας παραμένει παγωμένη. Αλλά εάν η Αγκυρα εννοεί αυτά που λέει για την ένταξή της, τότε ανοίγει μια ευκαιρία για ένα μεγάλο ίσως bargain ΕΕ, Ελλάδας (και Κύπρου) με την Τουρκία, στο οποίο θα τεθούν πολλά ζητήματα στο τραπέζι.
Το ερώτημα είναι εάν το πολιτικό σύστημα της χώρας μπορεί να διαμορφώσει το όραμα/στρατηγική και έχει τις αντοχές για να προχωρήσει προς την κατεύθυνση αυτή για την επίτευξη ενός φιλόδοξου (φαινομενικά ίσως ουτοπικού) στόχου – να κλείσει δηλαδή το εκκολαπτόμενο θηρίο Τουρκία στο κλουβί της ΕΕ.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ