Ο βασιλιάς τους φορά πανοπλία που είναι χάρµα οφθαλµών. Τα άλογά του είναι λευκά σαν το χιόνι και γρήγορα σαν τον άνεµο και το άρµα του είναι καµωµένο από χρυσό κι ασήµι. Είναι ο Ρήσος, ο βασιλιάς των Θρακών, και η περιγραφή του ανήκει στον Οµηρο, ο οποίος στο Κ της «Ιλιάδας» αναφέρεται στους συµµάχους της Τροίας που έσπευσαν προς βοήθειά της µόλις τον τελευταίο χρόνο του πολέµου.

Και μπορεί η εικόνα που δίνει ο ποιητής να είναι συνοπτική, είναι όμως χαρακτηριστική για τον κόσμο των Θρακών στα 2.000 χρόνια που θα ακολουθούσαν. Κι αυτό διότι στην «Ιλιάδα» γίνεται σαφές πως η περιοχή διαθέτει άφθονα μεταλλεύματα και άλογα. Επιπλέον διαθέτει ικανή στρατιωτική δύναμη για να συμμετέχει σε μια μείζονος σημασίας πολεμική σύγκρουση και τέλος βρίσκεται σε μια στρατηγική θέση ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Η ταυτότητα και ο ρόλος του βασιλείου της Θράκης βρίσκονται στο επίκεντρο της έκθεσης «Η αρχαία Θράκη και ο κλασικός κόσμος: θησαυροί από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ελλάδα» στο Μουσείο Γκέτι στο Λος Αντζελες, που είναι ανοιχτή για το κοινό έως τις 3 Μαρτίου 2025.

Ποιοι ήταν οι Θράκες;

Φυλές αποτελούμενες από ικανούς ιππείς, μεταλλοτεχνίτες και πολεμιστές που μετανάστευσαν από τη στέπα της Ευρασίας και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή των Βαλκανίων από το 1700 π.Χ. έως το 300 μ.Χ., σύμφωνα με τους επιμελητές της έκθεσης Γενς Ντένερ και Σάρα Ε. Κόουλ. Η συνεχής επαφή με τους Ελληνες ξεκίνησε από τον 6ο αιώνα π.Χ. μέσω εμπορικών σταθμών που δημιούργησαν οι τελευταίοι για να διαχειρίζονται τον μεταλλευτικό πλούτο της περιοχής. Και οι ελληνικές πηγές είναι εκείνες από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για τους κατοίκους της συγκεκριμένης περιοχής. «Ξέρουμε τι σκέφτονταν οι Ελληνες για τους Θράκες», σημειώνει η Σάρα Ε. Κόουλ, «αλλά η ανασύνθεση της ιστορίας των Θρακών είναι μια πρόκληση: πώς οι Θράκες όριζαν τους εαυτούς τους και τον πολιτισμό τους;».

Την απάντηση επιχειρεί να δώσει η έκθεση μέσω των αντικειμένων που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη – αγγεία, γλυπτά και κοσμήματα, στην πλειονότητά τους κτερίσματα τάφων που χρονολογούνται από τον 5ο έως τον 3ο αι. π.Χ. – και ταξίδεψαν στο Λος Αντζελες από 14 βουλγαρικά, ελληνικά και ρουμανικά μουσεία και ιδρύματα.

Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα ευρήματα από τον τάφο του βασιλιά Σεύθη Γ΄ που ανασκάφηκε το 2004, αποκαλύπτοντας ένα σπάνιο και ιδιαίτερα πλούσιο σύνολο πολυτελών αντικειμένων, που προσφέρουν στον θεατή μια «αίσθηση δέους», όπως είπε ο Ντένερ, «για την αξεπέραστη ομορφιά των πολυτελών έργων μεταλλοτεχνίας που έρχονται από τη Θράκη».