Η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ για τη μετανάστευση υπήρξε από τα πιο αμφιλεγόμενα και εμβληματικά ζητήματα της προεδρίας του. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, υποσχέθηκε την εφαρμογή αυστηρών μέτρων στον τομέα της μετανάστευσης, προβάλλοντας τη μαζική απέλαση των «παράνομων» μεταναστών, ακόμα και με την ενεργοποίηση στρατιωτικών δυνάμεων, εφόσον αυτό κρινόταν αναγκαίο. Ενα από τα πιο εμβληματικά σημεία της μεταναστευτικής του πολιτικής είναι η πρόθεσή του να αναθεωρήσει το σύστημα αυτόματης απόδοσης ιθαγένειας για τα παιδιά που γεννιούνται στο αμερικανικό έδαφος, ένα καθεστώς που ισχύει στις ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες.

Ωστόσο, η επίτευξη αυτών των στόχων παραμένει αβέβαιη, καθώς κατά την προηγούμενη προεδρική του θητεία, παρά τις εξαγγελίες του, πολλές από αυτές τις υποσχέσεις δεν υλοποιήθηκαν. Παράλληλα, η σκληρή στάση του Τραμπ απέναντι στη μετανάστευση βρίσκει υποστήριξη στους οπαδούς του, οι οποίοι εκτιμούν ότι μια τέτοια πολιτική θα βοηθήσει στην «ανακαθορισμό» της αμερικανικής ταυτότητας, με έμφαση στην προστασία των θέσεων εργασίας και της κοινωνικής συνοχής.

Λίγες ημέρες πριν από την ανάληψη της προεδρίας του έχει προέκυψε μια έντονη συζήτηση γύρω από το πρόγραμμα βίζας Η-1B, το οποίο επιτρέπει την εισαγωγή εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης στις ΗΠΑ. Ενα σημαντικό τμήμα των υποστηρικτών του Τραμπ θεωρεί ότι η παραχώρηση αυτής της βίζας στους ξένους επαγγελματίες αφαιρεί θέσεις εργασίας από αμερικανούς πολίτες. Εντούτοις, ο Ιλον Μασκ, πρώην μετανάστης και νυν επιχειρηματίας, υπερασπίστηκε το πρόγραμμα μέσω δημόσιων δηλώσεων, τονίζοντας τη σημασία των εξειδικευμένων εργαζομένων για την ανάπτυξη των τεχνολογικών εταιρειών και της αμερικανικής οικονομίας. Ο Μασκ, έχοντας ο ίδιος αποκτήσει υπηκοότητα μέσω του Η-1B, τόνισε τη συμβολή των ξένων επιστημόνων και μηχανικών στην πρόοδο και την καινοτομία, επισημαίνοντας ότι οι εταιρείες του δεν θα είχαν αναπτυχθεί χωρίς την ύπαρξη αυτού του προγράμματος.

Ο Μασκ και άλλοι μεγιστάνες της τεχνολογίας βρίσκονται σε αντιπαράθεση με σφοδρούς επικριτές του συστήματος, όπως ο Στιβ Μπάνον, πρώην σύμβουλος του Τραμπ, ο οποίος έχει εκφράσει ανοιχτά την άποψη ότι η μετανάστευση αποτελεί απειλή για τον δυτικό πολιτισμό και την κοινωνική συνοχή. Αυτή η διαμάχη αναδεικνύει τη σύνθετη φύση του ζητήματος της μετανάστευσης και τις διαφορετικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές προτεραιότητες που το περιβάλλουν.

Παράλληλα, η συζήτηση αυτή φέρνει στο προσκήνιο τις αναλογίες με την κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπου η μετανάστευση είναι επίσης αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων. Στην ΕΕ, η έλλειψη εργατικών χεριών σε κρίσιμους τομείς, όπως η γεωργία, η υγειονομική περίθαλψη και οι υπηρεσίες, δημιουργεί σοβαρές προκλήσεις για τη σταθερότητα και την ανάπτυξη των οικονομιών. Ωστόσο, η έλλειψη ενός συνεκτικού και οργανωμένου πολιτικού πλαισίου για τη νόμιμη μετανάστευση οδηγεί συχνά σε αναποτελεσματικές λύσεις, όπως οι διμερείς συμφωνίες με τρίτες χώρες.

Η έλλειψη μιας ουσιαστικής πολιτικής για τη διαχείριση της ανθρώπινης κινητικότητας στην ΕΕ οδηγεί σε σοβαρές αντιφάσεις. Από τη μια πλευρά, η Ευρώπη έχει ανάγκη από νέους εργαζόμενους για να καλύψει τα κενά στην αγορά εργασίας, ενώ από την άλλη, οι συζητήσεις για την προσφυγική κρίση συχνά περιορίζονται σε μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις και σε ρητορική αποκλεισμού. Ενδεικτική είναι η συζήτηση περί επιστροφής σύρων προσφύγων στη Συρία, μια πρόταση που αγνοεί τις ελλιπείς συνθήκες ασφάλειας στη χώρα και παραβλέπει τη σύγχρονη πραγματικότητα της προσφυγικής κρίσης.

Η πραγματικότητα της ανθρώπινης κινητικότητας, είτε πρόκειται για μετανάστευση αναζήτησης καλύτερης ζωής είτε για προσφυγιά λόγω πολέμου, πολιτικής δίωξης ή καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι μία από τις σταθερές της ανθρώπινης ιστορίας. Η διαχείρισή της με όρους «προβλήματος» ενδέχεται να αποφέρει βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη, αλλά μακροπρόθεσμα δημιουργεί σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Η Ιστορία έχει δείξει ότι η ανθρώπινη κινητικότητα είναι αναπόσπαστο στοιχείο της εξέλιξης των κοινωνιών και της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Η υποκρισία που παρατηρείται σε πολλές περιπτώσεις, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, όπου η κοινωνία δείχνει αντιδράσεις απέναντι στους πρόσφυγες, αλλά αποδέχεται τις «χρυσές βίζες» για πλούσιους επενδυτές, αποκαλύπτει την έλλειψη μιας συνεκτικής και δίκαιης μεταναστευτικής πολιτικής. Ουσιαστικά, αναδεικνύεται το χάσμα μεταξύ του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι διάφοροι τύποι μεταναστών και προσφύγων, με βάση την οικονομική τους κατάσταση και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η πολιτική αυτή, αν δεν αναθεωρηθεί σε πιο ανθρωπιστική και ρεαλιστική βάση, θα συνεχίσει να εντείνει τις κοινωνικές εντάσεις και να θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή και την οικονομική ευημερία των χωρών που πλήττονται από τις επιπτώσεις της παγκόσμιας κινητικότητας.

Ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης είναι Διευθυντής του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες