Δικαίως θεωρείται ίσως ο πιο έντιμος πρόεδρος που πέρασε από τον Λευκό Οίκο. Ωστόσο, πριν πολλά χρόνια, ο Κάρτερ χάρισε μερικές στιγμές αγωνίας στις ελληνικές πολιτικές ελίτ, σε μια συνέντευξη Τύπου.

Τον Απρίλιο του 1977, η ελληνική διπλωματία ζούσε την αγωνία να διαπραγματευτεί την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, που μετά από χρόνια θα γινόταν η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Δεδομένου όμως ότι ο αμερικανικός παράγοντας δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να παραβλεφθεί, η Αθήνα είχε κολλημένα αυτιά και μάτια στην Ουάσιγκτον.

Έτσι, στη διάρκεια μιας συνέντευξης Τύπου, τη χρονιά εκείνη, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Δημοκρατικός Τζίμι Κάρτερ, έκανε μια δήλωση που ταρακούνησε τους Έλληνες: «Ασφαλώς θα καλωσορίσω την εισδοχή της Πορτογαλίας και της Ισπανίας» στην ΕΟΚ δήλωσε.

Αν και η Ελλάδα προηγούνταν στη σειρά της ένταξης στην ΕΟΚ, ο πλανητάρχης «ξέχασε» να την αναφέρει.

Μπορεί να έλεγε ένας ανώτατος αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι ήταν μια απλή παράληψη, αλλά στην Αθήνα δεν είχαν πειστεί. Μήπως οι ΗΠΑ είχαν αντιρρήσεις για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ;

Η αμερικανική πρεσβεία στις Βρυξέλλες, τη εποχή που η Αθήνα αγωνιούσε να ενταχτεί στο μπλοκ.

«Χαλάρωση των δεσμών»

Για τους Έλληνες τρία πράγματα διαμόρφωναν την αμερικανική στάση: οι σχέσεις Ελλάδας-ΝΑΤΟ, η προοπτική συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία ‒που γινόταν όλο και στενότερη‒ και η ανησυχία για τυχόν απομόνωση της Τουρκίας. Ειδικά αυτά τα περί Πολιτικής Συνεργασίας εκνεύριζαν τον Κίσινγκερ και τους Αμερικανούς ευρύτερα. Επειδή όμως οι Αμερικανοί ‒ειδικά τη δεκαετία του 1970‒ δεν ήταν και πολύ δημοφιλείς ‒σε Ελλάδα και Τουρκία‒ έπρεπε να κρατήσουν εκείνες τις περιοχές κοντά στη Δύση με τη βοήθεια των Ευρωπαίων.

Αλλά συνέβαινε το εξής: η μεταβίβαση πρωτοβουλιών και ισχύος (devolution) στους Ευρωπαίους ενείχε κινδύνους. Σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία του State Department, υπήρχε φόβος να «επιταχυνθεί η χαλάρωση των δεσμών» με τις ΗΠΑ χωρίς να παρέχει τίποτα «βιώσιμο» και «αποτελεσματικό» για την αντικατάσταση της Ουάσιγκτον.

Με άλλα λόγια, ναι μεν να δώσουμε στους φίλους μας Ευρωπαίους αρμοδιότητες, αλλά να μη μας γυρίσει μπούμερανγκ. Για παράδειγμα, η Ουάσιγκτον γνώριζε καλά ότι το Παρίσι ήταν το πλέον πρόθυμο στην ΕΟΚ «για να προσελκύσει τη Νότια Ευρώπη στην τροχιά της Κοινότητας» καθώς «θα ήταν ευχαριστημένο να γίνει σημαντικός αν όχι ο κύριος προμηθευτής όπλων και σημαντικός παράγοντας με επιρροή στην περιοχή».

Adverse effect

Η δε αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα έβλεπε τον Έλληνα Γενικό Γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών να ασχολείται τόσο πολύ με την ΕΟΚ που δεν θα του έμενε καθόλου χρόνος για τις αμερικανικές βάσεις.

Μπορεί οι περισσότεροι Ευρωπαίοι να «χρησιμοποιούσαν οποιαδήποτε επιρροή στους Νότιους Ευρωπαίους για να ενισχύσουν την καλή συμπεριφορά εντός του ΝΑΤΟ», αλλά αυτό ενδεχομένως να είχε κόστος για τις ΗΠΑ. Στην Ουάσιγκτον διέβλεπαν τον κίνδυνο αυτό να γινόταν με τρόπο που «να ανταγωνίζονται τις ΗΠΑ στην οικονομική επιρροή στην περιοχή» αναφέρουν τα αμερικανική αρχεία.

Συγκεκριμένα, για την Ελλάδα, ενόψει της ένταξης, υπήρχαν οικονομικής φύσεως ζητήματα που θα προκαλούσαν την Ουάσιγκτον και η ελληνική πλευρά το περίμενε αυτό. Ήδη από τα τέλη του 1975 η κυβέρνηση Τζέραλντ Φορντ είχε ενημερώσει την Αθήνα ότι δεν θα συμπεριλάβει την Ελλάδα στο αμερικανικό σύστημα γενικευμένων προτιμήσεων για εισαγόμενα προϊόντα στις ΗΠΑ από διάφορες χώρες. Οι δασμολογικές διευκολύνσεις που θα παρείχε μελλοντικά η Ελλάδα στις ευρωπαϊκές χώρες θα είχαν «adverse effect» στις αμερικανικές εξαγωγές.

Ενώ λοιπόν οι Έλληνες ευρωαριστεροί της εποχής εκείνης νόμιζαν ότι οι Αμερικανοί δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι την ένταξη της Ελλάδας στην «δημοκρατική» ΕΟΚ, η πραγματικότητα ήταν άλλη.

Το μυστήριο λύθηκε

Προς μεγάλη τους απογοήτευση, αλλά μεγάλη ικανοποίηση των Ελλήνων διπλωματών, οι ΗΠΑ έκαναν το αντίθετο: μεθόδευαν την ελληνική ένταξη. Ένα απόρρητο τηλεγράφημα του Έλληνα πρέσβη στις ΗΠΑ Μενέλαου Αλεξανδράκη, τον Φεβρουάριο του 1978. «Δεν μπορεί να θεμελιωθεί η άποψη ότι οι ΗΠΑ αντιτίθενται στην ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ». Οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν είχαν θέμα με την ένταξη «αλλά την ευνοούν» κιόλας, διαβεβαίωνε ο Διευθυντής Ελληνικών Υποθέσεων του State Department.

H ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ εντασσόταν σε μια ευρύτερη στρατηγική για να ασφαλίσουν εκ νέου τον ρόλο τους στη Νότια Ευρώπη τη δεκαετία του 1970. Κάτι ξέρανε οι Αμερικανοί που ήθελαν να «προσδέσουνε τις χώρες της Νότιας Ευρώπης πιο σταθερά σους βόρειους γείτονές τους».

Αυτό το βάπτισαν στρατιωτική «εκχώρηση» που θα προσπαθούσε να κάνει Γάλλους, Ιταλούς και Γερμανούς να παίξουν ρόλο στη δυτική άμυνα δημιουργώντας ανθεκτικές αμυντικές συμφωνίες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Για να υπηρετηθεί σωστά αυτή η στρατηγική, οι Αμερικανοί είχαν ανάγκη από μια “εκχώρηση” και σε… πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Τον ρόλο αυτόν θα τον έπαιζε η πλήρης ένταξη στην ΕΟΚ κρατών της Νότιας Ευρώπης.

Η επίσημη καταγραφή των γεγονότων από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ το λέει ξεκάθαρα: «Η πολιτική-οικονομική “εκχώρηση” θα σήμαινε τη στήριξη της στενής σύνδεσης ή την πλήρη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα των κρατών της Νότιας Ευρώπης». Όπως έλεγε και στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στον Έλληνα πρέσβη: η ένταξη «θα σημαίνει εκτός των άλλων και περαιτέρω ενίσχυση των δεσμών της Ελλάδος με τη Δύση».

Πάντως, ο Αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα βλέποντας τους Έλληνες διπλωμάτες εκτιμούσε, έστελνε ένα όχι και τόσο κολακευτικό ραπόρτο γι’ αυτούς, τονίζοντας ότι η ελληνική διπλωματική πλευρά είναι «αδύναμη» και «δίχως πολλά ταλέντα» στο ενεργητικό της.