Τις δύο όψεις (θετική και αρνητική) των social media φωτίζουν ολοένα και περισσότερες μελέτες, την ώρα που οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο σκύβουν στο κρίσιμο αυτό ζήτημα της ψηφιακής υπερκατανάλωσης από παιδιά και εφήβους, που απασχολεί τους γονείς σε κάθε γωνιά του κόσμου. Ισως όμως το πιο κομβικό ερώτημα είναι το εξής: «Μπορούν οι, έστω και καθυστερημένοι, περιορισμοί στη χρήση των ψηφιακών μέσων να ανατρέψουν τις δυσοίωνες ερευνητικές παρατηρήσεις που θέλουν τα κινητά να αλλάζουν ακόμη και τη δομή του εγκεφάλου των ανηλίκων;».

Οι ειδικοί παραδέχονται με ειλικρίνεια ότι η έρευνα πάνω στο πεδίο αυτό, στην πραγματικότητα, δεν έχει ολοκληρωθεί. Και αυτό διότι πρόκειται για ένα φαινόμενο εν εξελίξει. Δεν είναι τυχαίο πως λίγο – πολύ περιγράφουν τα όσα εξελίσσονται από το 2010 και μετά ως «κοινωνικό πείραμα», στο οποίο, θέλοντας και μη, τα παιδιά (μας) λαμβάνουν μέρος, χωρίς να έχει διαπιστωθεί πλήρως η επίπτωση της χρήσης των social media.

Απο την αλάνα στο tablet

Οι προειδοποιήσεις εντούτοις ολοένα και πληθαίνουν και οι χώρες – η μία μετά την άλλη – δηλώνουν παρούσες στη μάχη έναντι του ψηφιακού εθισμού αλλά και των λοιπών κινδύνων που παραμονεύουν στα διαδικτυακά μονοπάτια. Η Ελλάδα, δε, φαίνεται να πρωτοστατεί στην τάση αυτή ανακοινώνοντας μέτρα αλλά και επιδιώκοντας να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο καθιστώντας το θέμα αυτό πανευρωπαϊκό. Σε κάθε περίπτωση, τα έως τώρα δεδομένα είναι εύγλωττα, αποδεικνύοντας ότι ολοένα και περισσότερα Ελληνόπουλα έχουν αντικαταστήσει την αλάνα και τα επιτραπέζια παιχνίδια με το κινητό ή το tablet.

Οπως, άλλωστε, εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο Αντώνιoς Ντακανάλης, καθηγητής και επικεφαλής ερευνητής Ψυχιατρικής και Ψυχοθεραπείας στο Πανεπιστήμιο Μπικόκα του Μιλάνου, η κατασκευαστική δομή των ψηφιακών μέσων είναι τέτοια ώστε οι μικροί (αλλά και οι μεγάλοι) χρήστες να μην μπορούν να ξεκολλήσουν τα δάχτυλα και το βλέμμα από πάνω τους. «H έντονη χρήση των ψηφιακών μέσων και οθονών που βομβαρδίζουν με ισχυρά και διαρκώς μεταβαλλόμενα ερεθίσματα αλλάζει την αρχιτεκτονική λειτουργία του παιδικού, ανώριμου εγκεφάλου», εξηγεί ο ίδιος.

Και έπειτα αναλύει τον τρόπο που συμβαίνει αυτό: «Ο εγκέφαλός μας λειτουργεί μέσω “μονοπατιών” που μεταφέρουν πληροφορίες. Αυτά τα νευρωνικά μονοπάτια διαμορφώνονται και ενισχύονται όσο περισσότερο χρησιμοποιούνται. Ετσι, όταν ένα παιδί περνάει πολύ χρόνο μπροστά σε μια οθόνη, ο εγκέφαλός του προσαρμόζεται σε αυτό το περιβάλλον, δίνοντας προτεραιότητα στην επεξεργασία των πληροφοριών που λαμβάνει από τις οθόνες».

Συνεπώς, τα έντονα ερεθίσματα των οθονών, που μεταξύ άλλων είναι σχεδιασμένα να είναι ελκυστικά και να προκαλούν ευχαρίστηση, ωθώντας τους χρήστες στην επανάληψη αυτής της εμπειρίας, αναδιαμορφώνουν ουσιαστικά τον εγκέφαλο.

«Αλλάζουν τον τρόπο, δηλαδή, που ο παιδικός εγκέφαλος λειτουργεί, ενισχύοντας τα νευρωνικά μονοπάτια που σχετίζονται με την ανταμοιβή και την επεξεργασία των οπτικών ερεθισμάτων, των ήχων και των γρήγορων αλλαγών. Ως αποτέλεσμα, τα παιδιά μπορεί να δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν, να ελέγξουν τις παρορμήσεις τους και να αλληλεπιδρούν ουσιαστικά με τους άλλους».

Αυτές ακριβώς τις επιπτώσεις τεκμηριώνουν οι επιστημονικές μελέτες: η κοινωνική ανωριμότητα και ανασφάλεια αλλά και η διάσπαση προσοχής, η οποία έχει αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, είναι μερικές από τις συνέπειες που καταγράφονται.

«Με άλλα λόγια, τα παιδιά που κολλάνε στις οθόνες από νωρίς γίνονται ελλειμματικά σε κοινωνικές δεξιότητες και στη συναισθηματική νοημοσύνη, ενίοτε εκδηλώνουν φόβο ή ανασφάλεια στη διά ζώσης επικοινωνία και αλληλεπίδραση και δεν μπορούν να συγκεντρωθούν και να εστιάσουν σε ένα θέμα για πολλή ώρα ή να τηρήσουν το καθημερινό τους πρόγραμμα, κάτι που, όπως αντιλαμβάνεστε, δυσχεραίνει την εις βάθος μάθηση και δημιουργικότητα».

Πάνω από τρεις ώρες

Υπάρχουν, όμως, και καλά νέα, δεδομένου πως οι μεταβολές αυτές είναι αναστρέψιμες, αρκεί να περιοριστεί η χρήση των ψηφιακών μέσων. «Αυτό οφείλεται στη νευροπλαστικότητα, στην ικανότητα δηλαδή του εγκεφάλου να αλλάζει, να προσαρμόζεται και να δημιουργεί νέες συνάψεις ως αποτέλεσμα των εμπειριών της ζωής».

Ενδεικτικά είναι τα συμπεράσματα μελετών που δείχνουν ότι οι έφηβοι που περνούν περισσότερο από τρεις ώρες ημερησίως στα social έχουν διπλάσιο κίνδυνο να εμφανίσουν συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους. Αντίθετα, έχει καταγραφεί μείωση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων (κατά 78%) όταν περιορίστηκε ο χρόνος έκθεσης σε 30 λεπτά την ημέρα για τρεις εβδομάδες.

Ελπιδοφόρες είναι και οι παρατηρήσεις από τη Δανία που επιβεβαιώνουν πως τα παιδιά προσαρμόζονται εύκολα στα νέα δεδομένα, παρά τις αντιστάσεις και την γκρίνια που σήμερα εκφράζουν οι μαθητές και στη χώρα μας, μετά την πρόσφατη απόφαση για απαγόρευση του κινητού στα σχολεία. Πιο συγκεκριμένα, ιδιωτικό σχολείο στη Δανία ήταν το πρώτο στην Ευρώπη που… κλείδωσε τα κινητά έξω από τις μαθητικές αίθουσες. «Παρά τον θυμό και το αίσθημα άγχους που έδειξαν αρχικά οι μαθητές, ηλικίας 12-16 ετών, σταδιακά παρατηρήθηκε σημαντική θετική αλλαγή τόσο στη συμμετοχή και την ευημερία τους, όσο και στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται κοινωνικά και αλληλεπιδρούν εντός και εκτός τάξης», συμπληρώνει ο κ. Ντακανάλης με νόημα.

Εντούτοις, ο ίδιος διευκρινίζει ότι δεν θεωρεί «ρεαλιστική προσέγγιση την καθολική απαγόρευση των social media. Στα πλαίσια συμβουλευτικής, συζητάω καθημερινά με γονείς εντός και εκτός Ελλάδας και δεν σας κρύβω ότι είναι αμφίθυμοι – εκφράζουν την ανησυχία τους για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, ωστόσο δεν επιθυμούν να αποκλείσουν εντελώς τα παιδιά τους από την τεχνολογία».