Ας μην κοροϊδευόμαστε. Ολοι το ξέρουμε, αν όχι το υποψιαζόμαστε, ότι στις σύγχρονες κοινωνίες υπάρχουν προβλήματα που δεν λύνονται αμέσως. Προβλήματα τα οποία ίσως μάλιστα δεν λύνονται ποτέ. Προβλήματα που μένουν άλυτα και πρέπει τις συνέπειές τους να τις υφιστάμεθα μέχρι να αποκτήσουμε την πείρα, τις γνώσεις και τα μέσα για να τα ελέγξουμε.

Αυτό που λέω παραπάνω δεν είναι κάτι άγνωστο στην εξέλιξη του είδους μας. Ετσι γίνεται κάθε φορά με τις εφευρέσεις ή τα τεχνολογικά άλματα που ξαφνικά επεκτείνουν τις ανθρώπινες δυνατότητες. Ετσι έγινε, λ.χ., με την εφεύρεση του πυροβόλου όπλου και, όπως βλέπουμε, τόσους αιώνες μετά, στις ΗΠΑ ακόμη δεν έχουν καταφέρει να ελέγξουν τη χρήση του, επειδή η οπλοκατοχή είναι συνταγματικό δικαίωμα με ρίζες στην ιστορία τους. Το θλιβερό αποτέλεσμα είναι ότι οι Αμερικανοί σκοτώνονται κάθε μέρα και όσο και αν φρίττουν και οι ίδιοι με την κατάσταση, κανείς τους δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Και δεν χρειάζεται να κοιτάζουμε τόσο μακριά. Το ίδιο δεν συμβαίνει με εμάς τους Ελληνες και τον κινητήρα εσωτερικής καύσεως; Τόσες δεκαετίες πέρασαν, θεσπίσαμε εξετάσεις, διπλώματα, κώδικες και τα συμπαρομαρτούντα, φτιάξαμε δρόμους, βάλαμε σηματοδότες, ωστόσο ακόμη σκοτωνόμαστε με τα αυτοκίνητα στους δρόμους, σε αριθμούς ντροπιαστικούς για ευρωπαϊκή χώρα.

Ομως, ζούμε σε κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, στις οποίες όλοι έχουν ελευθερία γνώμης και η γνώμη του καθενός μας διαμορφώνει εν τέλει την ψήφο του. Επομένως, καμμία κυβέρνηση δεν μπορεί να αγνοήσει την ανησυχία του κόσμου για ένα μεγάλο πρόβλημα, ακόμη και αν τα στελέχη της γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει τρόπος αυτό να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Η πρόκληση αυτή για τις δημοκρατικές κυβερνήσεις γίνεται ακόμη δυσκολότερη, επειδή η πολυπλοκότητα του κόσμου μας και των θεσμών του, σε συνδυασμό με τον εξαντλητικό σύγχρονο τρόπο ζωής, κάνουν ακόμη πιο απρόσιτη την κατανόηση των θεμάτων. Ποιος έχει σήμερα τον χρόνο που χρειάζεται για να διαβάσει σχετικά με ένα από τα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας σε λίγο μεγαλύτερο βάθος από εκείνο που προσφέρει η ενημέρωση των ΜΜΕ; Ελάχιστοι. Ολοι μας όμως περιμένουμε από τις κυβερνήσεις μας να βρουν τις λύσεις. Και πολύ καλά κάνουμε, γιατί αυτή είναι η δουλειά τους.

Αυτή η λογική εξηγεί γιατί στις δημοκρατίες οι κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να φλυαρούν για προβλήματα που δεν επιδέχονται άμεση λύση. Το Δημογραφικό, η εξάρτηση από τα κινητά, η κλιματική κρίση κ.ά. είναι μερικά μόνο από τα δύσκολα θέματα για τα οποία εκδηλώνεται η κατά συνθήκην φλυαρία των κυβερνήσων. Υπό το πρίσμα αυτό, λοιπόν, πρέπει κι εμείς να εκτιμήσουμε τις πρωτοβουλίες που ανακοίνωσε η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός προσωπικώς για την αντιμετώπιση της εξάρτησης των παιδιών από τα κινητά τηλέφωνα. Δεν υποτιμώ καθόλου την αξία της πρωτοβουλίας τους και είμαι σίγουρος ότι οπωσδήποτε κάτι θετικό θα προκύπτει, αλλά ως εκεί. Κυρίως όμως η παρέμβαση αυτή ήταν μια επιβεβλημένη επίδειξη ανησυχίας από την πλευρά της κυβέρνησης. Οπως, λ.χ., όταν ακούμε διάφορους ευρωπαίους πολιτικούς να ονειρεύονται την ευρωπαϊκή κοινή αμυντική πολιτική, ενώ την ίδια ώρα ουσιαστικά δεν υπάρχει κυβέρνηση ούτε στο Παρίσι ούτε στο Βερολίνο…

ΠΟΛΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Δεν δόθηκε, φοβάμαι, η προσοχή που άξιζε στην είδηση, έπεσε κιόλας μέσα στις γιορτές και πέρασε σχετικώς απαρατήρητη. Με αφορμή λοιπόν τον θόρυβο για την επιρροή της Τουρκίας στο νέο καθεστώς της Συρίας, ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν, από τις τουρκικές φυλακές όπου κρατείται, έστειλε μήνυμα urbi et orbi, κατά την παπική ορολογία, με το οποίο τονίζει ότι όχι μόνο «είναι επιτακτική η ανάγκη για συνεννόηση με την Τουρκία», όσον αφορά τις εμπλεκόμενες πλευρές στο ζήτημα, αλλά και «για όλους τους λαούς» γενικώς.

Αυτή η γενίκευση υποψιάζομαι ότι περιλαμβάνει και εμάς. Επειδή, λοιπόν, στην Ελλάδα κάποτε τον θαύμαζαν τόσο πολύ αυτόν τον κύριο κάποιοι πολιτικοί, όπως ο κ. Πάνος Καμμένος, ώστε τον επισκέπτονταν στα στρατόπεδά του μέσα στην Τουρκία και φωτογραφίζονταν μαζί του, τέλος επειδή γίναμε διεθνώς ρεζίλι ως χώρα όταν μας τσάκωσαν να τον κρύβουμε μαζί με τις φιλενάδες του στην πρεσβεία μας στο Ναϊρόμπι, για όλους αυτούς τους λόγους καλό θα ήταν να προσέξουμε τι λέει. Οχι, βέβαια, επειδή έχουν κάποια αξία τα λεγόμενά του, γιατί δεν έχουν καμία. Για να ξέρουμε, όμως, πόσο Κολοκοτρώνης ήταν ο άνθρωπος και να προσέχουμε την επόμενη φορά…