Το πολιτικό τοπίο που μας έδωσαν οι εξελίξεις τους τελευταίους μήνες του 2024 είναι εμφανώς διαφορετικό από αυτό των προηγούμενων ετών. Η χώρα φαίνεται ότι σταδιακά εισέρχεται στην ανασύνταξη ενός συστήματος όπου διακρίνονται δύο μετριοπαθή κόμματα. Στην πορεία θα δούμε αν, και υπό ποιους όρους, αυτή η εξέλιξη θα δώσει προοπτική εναλλαγής στην εξουσία. Προσώρας, όμως, οι περσινές συζητήσεις περί νέας Κεντροαριστεράς έχουν παγώσει, ενώ η ΝΔ φαίνεται ότι έχει οριοθετήσει την άνοδο της άπω Δεξιάς.

Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν νομοτελειακή, αλλά ούτε και προϊόν της τύχης. Ειδικά ως προς τον διπολισμό, τόσο η κυβερνητική προοπτική όσο και ο κίνδυνος απώλειας της εξουσίας συσπειρώνουν. Ετσι, το μεν ΠΑΣΟΚ έχει ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας, το οποίο ο Πρωθυπουργός μπορεί να επικαλείται για να συσπειρώνει τους οπαδούς του. Υπάρχει όμως και μια ακόμη διάσταση που δεν έχει επαρκώς κατανοηθεί. Και τα δύο κόμματα αποτελούν τον μετριοπαθή πόλο στο αντίστοιχο πολιτικό ημισφαίριο. Τα άλλα κόμματα ή τάσεις βρίσκονται είτε δεξιότερα είτε αριστερότερα. Και αξίζει να δει κανείς το είδος της αμφισβήτησης που αναπτύσσεται. Στον δεξιό χώρο, η αμφισβήτηση υπήρξε αντιδραστική. Αρχικά ακούγονταν ψίθυροι για αλλαγή του εκλογικού νόμου προς διατήρηση βουλευτικών εδρών. Στη συνέχεια, γινόταν λόγος για κομματικό Πρόεδρο Δημοκρατίας. Και ιδεολογική επωδός όλων, γιατί να επιτραπεί ο γάμος στα ομόφυλα ζευγάρια; Στον χώρο της Αριστεράς ουδείς ενδιαφέρθηκε να παραδεχθεί γιατί εκλέχτηκε τόσο εύκολα ο κ. Κασσελάκης πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτά δεν σημαίνουν ότι τα δύο μεγαλύτερα κόμματα έχουν κοινές αντιλήψεις. Αυτό ούτε συμβαίνει ούτε θα ήταν ευκταίο να συνέβαινε. Ο χώρος του Κέντρου είναι περισσότερο μια κατεύθυνση που επιτρέπει να έχει πεδίο ο κομματικός ανταγωνισμός. Και η ιστορία δείχνει ότι ο ανταγωνισμός είναι υγιής όταν προσεγγίζει τις επιδιώξεις και τις ανάγκες του ενδιάμεσου ψηφοφόρου. Ετσι έχουμε μεγαλύτερη συμπερίληψη και μετριοπάθεια.

Αποτρέπουν αυτές οι εξελίξεις την αστάθεια; Προσώρας ναι. Η αθροιστική ισχύς των δύο κομμάτων είναι ζήτημα, αλλά νομίζω όχι της παρούσης. Οι εξελίξεις αποτυπώνουν και μία εξημέρωση, μία συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει ένας φλογοβόλος τρίτος δρόμος να συσπειρώσει σε αδιέξοδες πορείες. Ωστόσο, τα βαθύτερα προβλήματα, που δεν αντιμετώπισε ο παλαιός δικομματισμός και όξυνε η προηγούμενη δεκαετία, παραμένουν: έλλειψη παραγωγικότητας, περιορισμένη διάχυση της ανάπτυξης, κράτος μη φιλικό προς τη δημιουργικότητα.

Εδώ η βασική πρόκληση αφορά την κβέρνηση. Πρωτίστως, διότι εκείνη κυβερνά. Δευτερευόντως, διότι δεν έχει απέναντί της όσους πειραματίζονταν δέκα χρόνια πριν, το πρώτο εξάμηνο του 2015, και δεν μπορεί εσαεί να στηρίζεται στην (προφανή) σημασία της κανονικότητας. Δεχόμαστε τον αντίλογο ότι το πρόβλημα υπερβαίνει τις διαχειριστικές ικανότητες οποιασδήποτε κυβέρνησης. Στονδιεθνή χώρο βλέπουμε να ορθώνονται νέες διαχωριστικές γραμμές στη θέση του παραδοσιακού πολιτικού φάσματος. Που ανάγονται στην αδυναμία του παλαιού κόσμου και του consensus που αυτός διαμόρφωσε να δώσει λύσεις. Το αισιόδοξο, με το οποίο η εορταστική περίοδος επιβάλλει

να καταλήξουμε είναι ότι στη χώρα μας αυτά είναι πολιτικώς αδιαφοροποίητα. Διαχέονται. Προσώρας;

Ο Νίκος Παπασπύρου είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή (ΕΚΠΑ)