Την τελευταία μέρα του 2024 μια έκθεση του Γραφείου του Υπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου περιέγραψε την τραγική κατάσταση του συστήματος υγείας στη Γάζα, εκεί όπου σύμφωνα με τις παλαιστινιακές αρχές ανάμεσα στον Οκτώβριο του 2023 και τον Ιούνιο του 2024 τα 22 από τα 38 νοσοκομεία που λειτουργούσαν στην πυκνοκατοικημένη περιοχή κατέστησαν μη λειτουργικά, με τα υπόλοιπα 16 να έχουν σοβαρά προβλήματα. Η έκθεση καταγράφει αναλυτικά τα τεράστια προβλήματα από τη στοχοποίηση των νοσοκομείων από τις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις, επισημαίνοντας ότι αποτελούν την άμεση συνέπεια μιας περιφρόνησης του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και του δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η έκθεση συνέπεσε με τη διεθνή κατακραυγή για τη σύλληψη του δρ. Χουσάμ Αμπού Σαφίγια, του παιδίατρου διευθυντή του νοσοκομείου Καμάλ Αντουάν, του τελευταίου μεγάλου λειτουργικού νοσοκομείου της Βόρειας Γάζας, ύστερα από μία επιδρομή των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων σε αυτό. Η συστηματική καταστροφή των ιατρικών υποδομών μιας ολόκληρης περιοχής – συμπεριλαμβανομένης και της εξόντωσης του προσωπικού της καθώς σύμφωνα με τις παλαιστινιακές αρχές 1.057 εργαζόμενοι στην υγεία έχουν σκοτωθεί από την 7η Οκτωβρίου και μετά – είναι σαφές ότι όχι μόνο προστίθεται στο τεράστιο κόστος από τις συνεχιζόμενες πολεμικές επιχειρήσεις – πάνω από 45.00 νεκροί – αλλά και υπονομεύσει συνολικά τη δυνατότητα επιβίωσης σε μια περιοχή όπου μέχρι τον Οκτώβριο του 2024 είχαν πέσει συνολικά 75.000 τόνοι εκρηκτικών, ένας τρομακτικός όγκος, εάν υπολογίσουμε τη μικρή έκταση του θύλακα. Εάν σε αυτά προσθέσουμε την παράλληλη καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους του οικιστικού αποθέματος της περιοχής και μεγάλου μέρους των βασικών υποδομών, από το ηλεκτρικό και τηλεπικοινωνιακό δίκτυο μέχρι τα τουλάχιστον 123 σχολεία και πανεπιστήμια που καταστράφηκαν, είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια συνθήκη που απειλεί την επιβίωση ενός ολόκληρου πληθυσμού.
Ή για να το πούμε διαφορετικά δύσκολα κανείς να αποφύγει τη διαπίστωση – που έχουν ήδη κάνει αρκετοί ειδικοί – ότι όλα αυτά ολοένα και περισσότερο παραπέμπουν στα τέσσερα πρώτα κριτήρια της Σύμβασης του ΟΗΕ από το 1948 για την πρόληψη του εγκλήματος της γενοκτονίας: θανάτωση μελών της ομάδας, σοβαρή βλάβη σωματική ή διανοητική ακεραιότητα των μελών της ομάδας, με πρόθεση υποβολή της ομάδας σε συνθήκες διαβίωσης που μπορούν να φέρουν τον φυσικό της αφανισμό εν συνόλω ή εν μέρει, μέτρα που αποβλέπουν την παρεμπόδιση των γεννήσεων στο εσωτερικό μιας ομάδας.
Ωστόσο, η κυρίαρχη ρητορική – και σε μεγάλο βαθμό η επίσημη κρατική πολιτική – των δυτικών χωρών, σε σαφή αντίστιξη ομολογουμένως με τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου, επιμένει να αντιμετωπίζει αυτή την πραγματικότητα με έναν ανεστραμμένο τρόπο. Οπως επισημαίνει και ο ιταλός ιστορικός Εντσο Τραβέρσο, στο σημαντικό δοκίμιό του «Η Γάζα μπροστά στην Ιστορία» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σε μετάφραση του Νίκου Κούρκουλου, η δυτική ρητορική εξακολουθεί να σφραγίζεται από το στερεότυπο που θέλει το Ισραήλ μια «δημοκρατική νησίδα μέσα στον σκοταδιστικό ωκεανό του αραβικού κόσμου» και σε μια περιγραφή της Γάζας ως ένα «λίκνο του κακού, όπου αγριωποί δολοφόνοι δρούνε ατιμώρητα χρησιμοποιώντας τους αμάχους σαν “ανθρώπινες αλυσίδες”».
Μόνο που αυτή η ρητορική, που συχνά συνδυάζεται με τη συστηματική και βαθιά δυσφημιστική προσπάθεια να παρουσιάζεται η αυτονόητη κριτική στις πρακτικές του κράτους του Ισραήλ και η αλληλεγγύη στους Παλαιστινίους ως αντισημιτισμός, δεν μπορεί να αναιρέσει την πολύ απλή πραγματικότητα που επισημαίνει εύστοχα ο Τραβέρσο, ότι δηλαδή «το διακύβευμα σήμερα δεν είναι η ύπαρξη του Ισραήλ, αλλά η επιβίωση του παλαιστινιακού λαού. Αν ο πόλεμος στη Γάζα καταλήξει σε μια δεύτερη Νάκμπα, η νομιμότητα του Ισραήλ θα μπει οριστικά σε κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή, ούτε τα αμερικανικά όπλα, ούτε τα δυτικά μίντια, ούτε η γερμανική κρατική λογική, ούτε η διαστρεβλωμένη και εξευτελισμένη μνήμη της Σοά θα μπορέσουν να το λυτρώσουν».