Το πιο συγκλονιστικό χαρακτηριστικό του χαλύβδινου αλλά αιθέριου αγάλματος της Μαρίας Κάλλας, που κοσμεί εδώ και δέκα μέρες την είσοδο του βενετσιάνικου Teatro La Fenice, είναι η ελληνική σημαία που πέφτει σαν σάλι στους ώμους της Καρυάτιδος! Εξαίρω, λοιπόν, τον αρκάδα δημιουργό για την επιλογή του να προβάλλει την Ελλάδα ολόκληρη μέσω του εθνικού συμβόλου. Αναφέρομαι στο εθνικό σύμβολο και έρχεται ένας χείμαρρος από πρόσωπα πολλών ανθρώπων, φίλων, συντρόφων ή συνεργατών, οι οποίοι μάλλον αυτοχαρακτηρίζονται ως προοδευτικοί και κατά συνέπεια παρουσιάζουν φλυκταινώδη αλλεργία στις αναφορές περί την πατρίδα, τη σημαία, την ελληνικότητα.

Δεν ξέρω ποιος μηδενιστικός διεθνισμός τους απιονίζει και ποιες αξιακές προτεραιότητες παιανίζουν εκκωφαντικά, όταν οργανώνουν τα αναλυτικά ή ερμηνευτικά εργαλεία τους και δεν αποδέχονται ότι από τη μεταπολίτευση κι έπειτα καλλιεργήθηκε συστηματικά και πολυεπίπεδα ο πολιτισμικός αφελληνισμός της χώρας μας, ο οποίος έγινε ασμένως αποδεκτός από το εγχώριο κοινό, ως νέα στάση (trend) απέναντι στη διαστρεβλωμένη εκδοχή της ρητορικής ελληνικότητας· την είχε στρεβλώσει εργαλειακά το ημιμορφωμένο στρατιωτικό καθεστώς, το οποίο θαρρούσε ότι υπηρετεί τον ελληνικό πολιτισμό. Κοντολογίς, η δικτατορία τεκμηρίωσε την άγνοιά της απέναντι στο βιωματικό νόημα και στο αξιακό φορτίο του καθ’ ημάς πατριωτισμού, ώστε, όταν βγήκαμε από αυτή την πολιτειακή περιπέτεια, είχε ήδη εδραιωθεί στον λαό μια σύγχυση εννοιών και αξιών ως προς το τι περιλαμβάνεται στη συντήρηση και τι συνιστά πρόοδο.

Ο μεταπολιτευτικός εκπαιδευτικός αυτοχειριασμός παγίωσε την εννοιολογική σύγχυση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και διαμόρφωσε αποφοίτους, δηλαδή οιονεί πολίτες, πρόθυμους να φωλιάσουν σε μια τόσο παχύρρευστη πραγματικότητα. Ωστόσο, σκοπός της παιδείας δεν είναι η προετοιμασία των συμπολιτών μας να αποδέχονται αγεληδόν και ακρίτως ό,τι θεωρείται συμβατικά και κοινότοπα προοδευτικό και να πυρπολούν ό,τι εξίσου άκριτα νομίζουν ως συντηρητικό. Πρόοδος είναι η χειραφέτησή μας από ιδεολογικές αγκυλώσεις και η αποδοχή της πλήρους ιστορικής αφήγησης. Η Θεσσαλονίκη, λόγου χάρη, υπήρξε μια πόλη με πολυπληθέστερο εβραϊκό πληθυσμό από όσος ήταν ο μουσουλμανικός ή ο χριστιανικός. Αυτό δεν αλλοίωσε την ελληνικότητά της, ούτε θα διεκδικηθεί ως ισραηλινή επικράτεια, αν αποδεχτούμε τούτη την αλήθεια. Ενα άλλο ζήτημα, το οποίο θεωρώ ότι εκθέτει την επαρχιώτικη και ανεξήγητα φοβική αντίληψη των δήθεν προοδευτικών είναι το θέμα της θεσμικώς εξοστρακισμένης βασιλικής οικογένειας που αιτείται ιθαγενείας με το επώνυμο Ντε Γκρες· δεν νιώθω ότι απειλούμαι από την πολιτειακή ή κοινωνιακή συνύπαρξή μου με τούτη την οικογένεια. Τα περισσότερα μέλη της μάλιστα διακρίνονται για τη φιλοπατρία τους, ενσαρκώνουν το φιλελληνικό πνεύμα στην Εσπερία, είναι πρεσβευτές μιας αξιοπρεπούς και ευγενούς εικόνας ενός κομψού και κοσμοπολίτη νεοέλληνα, πολύ προτιμότερη από τα χαβανέζικα πουκάμισα στο ελληνικό Κοινοβούλιο, to say the least!

Το να εξακολουθούμε να σηκώνουμε αυτάρεσκα τον αντίχειρά μας κάτω από το εμπνευσμένο, αλλά προ πεντηκονταετίας, σκίτσο του Σπύρου Ορνεράκη (γενν. 1942), υπέρ του ξεβράκωτου παιδιού που κατουράει το στέμμα της μοναρχίας αποτελεί παρωχημένη, λαϊκίστικη και ανόητη δήλωση, μια άσφαιρη μπαλοθιά στο πανηγύρι της ματαιοδοξίας μας. Ο σκιτσογράφος έχει δηλώσει ότι ο κατρουλής για τη δική του κουλτούρα ήταν ολίγον χυδαίο σκίτσο, αλλά ο κόσμος το αγκάλιασε, επειδή συνόψιζε το κυρίαρχο λαϊκό συναίσθημα της εποχής. Θα απαλλαγούμε, άραγε, από αυτά τα λαϊκά συναισθήματα της μαζικής ιδεολογικής κατανάλωσης και θα μπορούμε κάποτε να διακρίνουμε τα στοιχεία που συνθέτουν το προφίλ των ελλήνων ευγενών;

Η αλήθεια των αξιών δεν είναι γνώση στην οποία εξαναγκαζόμαστε απλώς από τα επιστημονικά δεδομένα, αλλά προϊόν της εμπλοκής μας με τις ορθολογικές και άλλες διαδικασίες που διέπουν τον βιόκοσμο, την τεχνο-επιστήμη και την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Αυτή η μέθεξή μας αποτελεί βιωματικό ένζυμο, που προάγει την αρμονία και την κοσμιότητα του χαρακτήρα μας, και μας διευκολύνει να αποσαφηνίζουμε τις ιδεολογικές εμβοές, την εννοιολογική οχλαγωγία και την παράδοση του εαυτού μας στη δημόσια εικόνα που νομίζουμε ότι ενσαρκώνουμε με τρόπο… προοδευτικό.

Ο Κώστας Θεολόγου είναι καθηγητής ΕΜΠ και διευθυντής

του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου στη Σχολή ΕΜΦΕ